Γενική παρουσίαση
Η εισήγηση του Δημήτρη Λιαρμακόπουλου που έγινε στις 20/4/2016 με τίτλο ” Επικούρεια Κοινωνία: Ουτοπία ή Ευτοπία; “, μας έβαλε σε πολλές σκέψεις.
Δεν θα σχολιάσω με λεπτομέρεια την εισήγηση. Θα χρειαζόταν να γραφεί ένα βιβλίο γεμάτο σχόλια. Θα επικεντρωθώ στις βασικές γραμμές και στις πρώτες αρχές, (εις τα περί ολοσχερωτάτων τύπων και της αρχής, γιά να μην ξεχνάμε και την Επικούρεια μέθοδο σκέψης).
Έτσι, στις βασικές γραμμές ανήκει πρωτίστως η εγκατάλειψη μιάς πραγματικότητας και η δημιουργία μιάς νέας πραγματικότητας Και θα στηριχθώ στις γνώσεις που προσέφερε ο Νίκος Λυγερός στην ομιλία του: “Η δύναμη της ελεύθερης βούλησης αλλάζει τα πάντα”. Σε αυτή την ομιλία του εμείς βλέπουμε να περιγράφει αυτό που στην Επικούρεια φιλοσοφία ονομάζουμε “παρέγκλιση”, αλλά και να παρουσιάζει και τον τρόπο λειτουργίας της, που λείπει από εμάς.
Γιά τις πρώτες αρχές μας βοηθάει ο Μαρξ. Το ξεκίνημα από την “Πραγματική Δυνατότητα” και την “Αφηρημένη Δυνατότητα”. Ή αλλιώς η Διαφορά της Δημοκρίτειας από την Επικούρεια Φυσική. Η γνωστή διδακτορική διατριβή του Μαρξ.
Κάπου μέσα σε όλα αυτά συναντήθηκα και με ένα ποίημα με τίτλο “Η πίσω αυλή” του Ντάνη Σένογλου, που μας χαρίζει και την δική του ατμόσφαιρα.
Η Πραγματικότητα και η Πράξη
“Τον ήξερα από τότε.
Έμενε στις γειτονιές εκείνες με τα σπίτια που βούλιαζαν
στην πραγματικότητα.. . .”
Σε πρώτο επίπεδο (στο νοητικό πεδίο) υπάρχει η πραγματικότητα. Γύρω από εμάς και την πραγματικότητα υπάρχει μία πληθώρα από “κατεχόμενα” μυαλά. Δηλαδή απελπιστικά πολλοί άνθρωποι, που γιά κάποιον παράξενο λόγο προσπαθούν να μας πείσουν ότι δεν μπορούμε να απαιτήσουμε τίποτε άλλο από την ζωή μας, εκτός από αυτό που μας παρέχει η πραγματικότητα, δηλαδή η “πραγματική δυνατότητα” κατά τον Μαρξ, δηλαδή η “Στωϊκή κολυμβήθρα” κατά τον Λιαρμακόπουλο, δηλαδή η άρνηση σκέψης, δηλαδή η άρνηση πράξης. Γιατί η εμμονή στην πραγματικότητα παράγει συντήρηση, δηλαδή κινούμενος μέσα σε αυτά τα πλαίσια, το μόνο που μπορείς να κάνεις είναι να συντηρείς αυτό που ήδη υπάρχει.
Και γιά να ξεκαθαρίσουμε το νόημα των λέξεων, εδώ “πράξη” ονομάζουμε την δράση που προκαλεί μη αναστρέψιμη κατάσταση: αλλαγή στην πραγματικότητα. Γιατί οποιαδήποτε δράση δεν οδηγεί σε αλλαγή. Γιά παράδειγμα η δράση των εθελοντών στα συσσίτια των ανέργων δεν προκαλεί αλλαγή αλλά συντήρηση. Εδώ βασίζεται εκείνο το γνωστό που λέει: στον πεινασμένο, αντί να του δώσεις ψάρια να φάει, μάθε του να ψαρεύει. Έχει επικρατήσει εξ άλλου ο όρος “εθελοντική δράση”. Η συγκεκριμένη δράση προσφέρει, αλλά δεν αλλάζει.
.
Στο Νοητικό Πεδίο
“Κάποτε, ζωγράφισε μια καταπακτή στο πάτωμα
του δωματίου του.
Ήθελε να έχει έναν τρόπο διαφυγής-έλεγε.
Κάποιο μυστικό πέρασμα, που να τον βγάζει στην πίσω αυλή.
Εκεί όπου η υπομονή είναι παλιοσίδερα,. . . “
Ας προσπαθήσουμε να συστηματοποιήσουμε λίγο τις έννοιες στο μυαλό μας γιά να διευκολύνουμε την σκέψη μας.
Εδώ δεν θα κάνουμε διαλεκτική των εννοιών του Πλάτωνα, θα χρησιμοποιήσουμε ως κριτήριο την αντίδραση των πολλών της συντήρησης.
Στο πιό ψηλό νοητικό επίπεδο να βάλουμε το αδιανόητο. Μόλις το ακούτε εσείς, του απαντάτε: Το αδιανόητο είναι αυτό που δεν σκέφτηκε ποτέ κανένας. Κάποια στιγμή κάποιος το σκέφτεται και σας το ανακοινώνει. Μα αυτό που λες είναι ουτοπικό. Έτσι το αδιανόητο παύει να είναι αδιανόητο. Υπάρχει πλέον στο πεδίο της νόησης.
Σε δεύτερη φάση, κάποια στιγμή λες: Θα πρέπει να κάνουμε αυτό γιά να αλλάξουμε την πραγματικότητα. Τότε οι άλλοι σου λένε: Αυτό αποκλείεται, δεν γίνεται. Αυτό είναι η ουτοπία.
Η Ουτοπία από μόνη της δεν υπάρχει. Παράγεται από την νόηση. Υπάρχει στο νοητικό πεδίο.
Και μάλιστα παράγεται από τα “ελεύθερα” μυαλά και όχι από τα “κατεχόμενα”, όπως αυτά που περιγράφει ο Δημήτρης Λιαρμακόπουλος όταν αναφέρεται στον υποδουλωμένο καταναλωτή, τον ρηχό άνθρωπο που πλατσουρίζει στην κολυμβήθρα της πραγματικότητας, παραδομένος στην “παραμυθία”.
Το αστείο στην υπόθεση είναι ότι μόνο οι ουτοπίες παράγουν πραγματικότητα.
Ενώ η πραγματικότητα παράγει συντήρηση. Συντηρεί τον εαυτό της.
Η ουτοπία δεν υπάρχει από μόνη της, παράγεται από την νόηση.
Κάποια στιγμή θα πρέπει το νοητικό πεδίο να μας οδηγήσει στην πράξη.
Το όραμα
Σκέτη πράξη όμως δεν υπάρχει. Επίσης η σκέτη πράξη δεν φτάνει. Πρέπει να υπάρχει “όραμα”. Είναι άραγε η περίπτωση που λέει κάποιος: Το όνειρό μου είναι να ήμουν ένας διάσημος δικηγόρος, σαν τον Λυκουρέζο. Εδώ θα πρέπει να ξεχωρίσουμε τα “όνειρα” από το όραμα. Τα όνειρα είναι γι αυτούς που κοιμούνται. Το όραμα είναι γιά τους ξύπνιους. Χώρια που αν κοιμάσαι άσχημα τα όνειρα είναι εφιάλτης. Τα όνειρα μάς τα ταϊζει η κοινωνία γιά να μην κάνουμε τίποτε. Πολλοί γερνάνε, βγαίνουν στην σύνταξη, και πριν πεθάνουν ακόμα λένε: Εγώ είχα το τάδε όνειρο στην ζωή μου. Μόνο που ποτέ δεν κάνανε τίποτε.
Αντίθετα το όραμα εντάσσεται σε μία διαδικασία που οδηγεί σε πράξη, αλλά συγχρόνως και οδηγεί τις πράξεις. Γι αυτόν τον λόγο όσοι ονειρεύονται είναι ακίνδυνοι, ενώ όσοι έχουν όραμα είναι επικίνδυνοι.
Μία λεπτομερής εννοιολογική εξέταση των λέξεων εδώ “παρέλκει”, μας βγάζει δηλαδή έξω από την πορεία. Ας μην παίξουμε το παιχνίδι των λέξεων, ας επιμείνουμε μόνο στην ουσία αυτών που θέλουμε να εκφράσουμε, γιά να μπορούμε να συνεννοούμαστε.
Επειδή το όραμα οδηγεί τις πράξεις, μέσα στο όραμα υπάρχουν ο στόχος και τα μέσα. Άρα το όραμα είναι πιό πάνω από την στρατηγική και γιά την ακρίβεια η στρατηγική κινείται μέσα στο όραμα, μιά και η στρατηγική χρησιμοποιεί τα μέσα γιά να πετύχει τον στόχο, όπως αναλύσαμε στην εισήγηση “Η στρατηγική του Επικουρείου”.
Θα μπορούσαμε να συνοψίσουμε τα πράγματα ως εξής:
Η Επικούρεια φιλοσοφία στο σύνολό της είναι και μία νοητική προετοιμασία γιά την παρέγκλιση, γιά την παρέγκλιση από την πραγματικότητα.
Το όραμα, που, ενδεχομένως, να υπάγεται στις “φανταστικές επιβολές της διανοίας”, έχει υποχρεωτική επαφή με την πραγματικότητα, γιατί θέτει στόχους και καθοδηγεί τις πράξεις
Πρακτική Κατεύθυνση
Το βασικό, λοιπόν, είναι ότι πριν από την αλλαγή της πραγματικότητας προηγείται η αλλαγή στο νοητικό πεδίο. Απαιτείται δηλαδή η νοητική προετοιμασία. Αν ο άνθρωπος δεν είναι πεπεισμένος ότι μπορεί να αλλάξει την πραγματικότητα, δεν πρόκειται να γίνει τίποτε.
Πρακτικά πάντως, προς διευκόλυνσή μας, αυτά τα θέματα πρέπει να τα κατατάσσουμε με την σκέψη μας σε κάποια κατηγορία, να απαντούμε δηλαδή στην ερώτηση: Τι είναι;
Αδιανόητο;
Ουτοπία;
Όραμα;
Πράξη;
Πραγματικότητα;
Θα χρειαστεί ξεκαθάρισμα του στόχου, θα χρειαστεί να προσδιοριστούν οι ανάγκες, θα χρειαστεί να εντοπιστούν τα μέσα που θα μπορούν να αντιμετωπίσουν τις ανάγκες και τέλος, η στρατηγική που θα συντονίσει τα μέσα γιά να πετύχει τον στόχο.
Παραδείγματα
Κλασικό παράδειγμα νοητικής προετοιμασίας είναι η Ελληνική επανάσταση. Ο ραγιάς και ο ραγιαδισμός ήταν θέμα νοητικού πεδίου. Οι πολιορκημένοι στο Μεσολόγγι ήσαν περίκλειστοι, και μελλοθάνατοι, αλλά δεν ήσαν ραγιάδες ήσαν ελεύθεροι. Η Φιλική Εταιρία παρενέβη στο νοητικό πεδίο και είπε ότι μπορούσε να γίνει, αυτό που δεν μπορούσε να γίνει. Ακολούθησε τα παραπάνω βήματα που περιγράψαμε με τις ανάγκες, τα μέσα, τον στόχο και την στρατηγική.
Αυτά ξεκινούν και προχωρούν φυσικά από μικρό πυρήνα, από ελάχιστους και τις αποφάσεις τις παίρνουν σπάνιοι άνθρωποι με γνώσεις, όπως γιά παράδειγμα ο Κολοκοτρώνης, που πάντως δεν συμμετείχε στον αρχικό πυρήνα. Ο Κολοκοτρώνης όμως είχε την στρατηγική. Χωρίς στρατηγική δημιουργείς απλώς νεκρούς ήρωες.
Οι πολλοί συμμετέχουν στην τελευταία φάση, αφού προηγουμένως τους έχει ανακοινωθεί ότι “αυτό γίνεται”. Η συμμετοχή αυτή των πολλών χαρακτηρίζεται “αυθόρμητη”, αλλά μόνο αυθόρμητη δεν είναι.
Σε μία εισήγηση του Κήπου Θεσσαλονίκης το 2010 ακούστηκε η πρόταση να απολύσουμε τους τραπεζίτες, αυτούς δηλαδή που ορίζουν την νομισματική πολιτική, ως ανίκανους. Στο κάτω – κάτω, κανένας δεν κρατάει έναν ανίκανο υπάλληλο στην δούλεψή του. Αυτό σαφώς και ανάγεται στην νοητική προετοιμασία. Ήταν εξοργιστικό να βλέπουμε “επαναστάτες” να αντιμετωπίζουν τους τραπεζίτες ως δεδομένους και αμετακίνητους κυρίαρχους εξουσιαστές, ή ως ανύπαρκτο παράγοντα εξελίξεων. Ο ραγιαδισμός στο μεγαλείο του. Η συντήρηση δεν υπάρχει μόνο στο “κατεστημένο”, ή μάλλον στην κατεστημένη πραγματικότητα, υπάρχει και στην “επανάσταση”. Μα, θα μου πείτε, η τραπεζική ελίτ είναι μία τεράστια δύναμη. Και όμως τα κατεχόμενα μυαλά είναι μία δύναμη ακόμα πιό τεράστια.
Άρα θα πρέπει να προσθέσουμε το μεγάλο πρόβλημα: Η μεγάλη πλειοψηφία πάντα επιθυμεί να αδρανοποιήσει τους λίγους, αυτούς με τις παράξενες ιδέες που “δεν γίνονται”. Αυτή η πλειοψηφία σφυρηλατεί τις αλυσίδες των διαφορετικών. Από το σχολείο ακόμα, τα προγράμματα σπουδών έχουν γίνει γιά να τα κατανοούν οι πολλοί. Ο διαφορετικός είναι υπό διωγμόν. Ως διαφορετικό όμως μπορούμε να εννοήσουμε το κάθε παιδί. Γιατί στο κάθε παιδί διδάσκεται μία πραγματικότητα, ενώ αυτό πάει στο σχολείο με ανοικτό μυαλό και τεράστια φαντασία.
Αυτά βέβαια ισχύουν έξω, στην κοινωνία. Στον Κήπο όχι. Ο Κήπος εφαρμόζει το ¨Λάθε Βιώσας¨. Και έτσι την νοητική αδράνεια των πολλών την κλειδώνουμε έξω από την αυλόπορτα.
Έτσι, μέσα στον Κήπο δεν υπάρχει το: “αυτό δεν γίνεται”, δηλαδή “αυτό είναι ουτοπία”. Υπάρχει το “μπορεί και να γίνεται, να το σκεφθούμε”, οπότε στο νοητικό πεδίο μεταβαίνουμε στο όραμα.
Και υλοποιούμε την παρέγκλιση.
Τέλος, νομίζω ότι προκύπτει πως αυτό που αναφέρεται σε αυτό το κείμενο ως “πραγματικότητα”, αντιστοιχεί σε αυτό που ονομάζουμε στην Επικούρεια φιλοσοφία “πραγματική δυνατότητα” και ότι το αδιανόητο, η ουτοπία και το όραμα αντιστοιχούν σε αυτό που ονομάζουμε “αφηρημένη δυνατότητα”. Και ότι ο ακλόνητος νόμος που βασίζεται η δύναμη της ελεύθερης βούλησης η οποία αλλάζει τα πάντα
βρίσκεται στις πρώτες αρχές, στην φυσική, στην παρέγκλιση, την “ελευθέραν κίνησιν παρεγκλιτικήν εν ταις ατόμοις” κατά τον Διογένη Οινοανδέα.
Γι αυτό στην Φυσική του Επίκουρου, όπως την διέσωσε ο Λουκρήτιος : “Ο νους ο ίδιος δεν υπόκειται σε μία εσωτερική αναγκαιότητα σε ό,τι κάνει , και δεν υποχρεώνεται, σαν να ήταν δεμένος, να ανέχεται και να υποφέρει. Αυτό είναι αποτέλεσμα της ελάχιστης απόκλισης των πρώτων στοιχείων”. (De Rerum Natura, II,284 – 86 – 88, σε συνδυασμό με Κάρολο Μάρξ, Διδακτορική Διατριβή, σελ. 80,81,159).
Θα κλείσουμε με το ποίημα, που προανήγγειλα στην αρχή της εργασίας αυτής:
Η πίσω αυλή.
Τον ήξερα από τότε.
Έμενε στις γειτονιές εκείνες με τα σπίτια που βούλιαζαν
στην πραγματικότητα.
Κάποτε, ζωγράφισε μια καταπακτή στο πάτωμα
του δωματίου του.
Ήθελε να έχει έναν τρόπο διαφυγής-έλεγε.
Κάποιο μυστικό πέρασμα, που να τον βγάζει στην πίσω αυλή.
Εκεί όπου η υπομονή είναι παλιοσίδερα,
κι οι προσευχές, γεμάτες ανακρίβειες-όπως πρέπει να είναι
οι προσευχές των ανθρώπων.
Όμως τώρα,
περισσότερο τον ενδιέφερε για ένα ρολόι που είχε ακούσει.
Κάποιοι, που ο πόνος τους ήταν αυτοδίδακτος, μιλούσαν γι αυτό.
Ένα ρολόι δίχως λεπτοδείκτη ή ωροδείκτη,
που στο κέντρο του στρόγγυλου πλαισίου του
έχει καρφωμένο ένα καρφί
κι ένα μολύβι δεμένο στην άκρη ενός σπάγκου.
Διαλέγεις μόνο σου την ώρα εκεί.
-οι συμβουλές σ ‘αυτήν την αυλή δεν έχουν πέραση-
Την σημειώνεις
κι αμέσως αρχίζει μια ψιλή βροχή…
Ντάνη Σένογλου..
Γεώργιος Καπλάνης
Απρίλιος 2016