Τι ονόμαζαν οι αρχαίοι με τη λέξη «ύλη»;
Ο Επίκουρος είχε επίμονα επισημάνει πως μια από τις απαραίτητες προϋποθέσεις για την έρευνα και ερμηνεία των πραγμάτων είναι να παίρνουμε την κάθε λέξη στο αρχικό της νόημα1, ώστε να μη χρειαζόμαστε πρόσθετες αποδείξεις και κινδυνεύουμε να πελαγοδρομούμε. Προφανώς, είχε κάθε λόγο να το κάνει.
Είχαν προηγηθεί τρεις περίπου αιώνες ανάπτυξης της φιλοσοφίας και διατύπωσης των συμπερασμάτων της, που έφεραν νέες λέξεις σε χρήση και ταυτόχρονα έδωσαν νέες σημασίες σε λέξεις που χρησιμοποιούνταν ήδη.
Κάτι τέτοιο συνέβη και με την λέξη «Ύλη».
Για την «ύλη» διαπιστώνουμε πως η μόνη λέξη που μας έμεινε σήμερα και διατηρεί το πρώτο – αρχαίο εννόημα είναι η λέξη «υλοτόμος». Δηλαδή ξυλοκόπος. Αυτός που τέμνει – κόβει τα ξύλα. Το ξύλο είναι «εξ ύλης». Επειδή οι αρχαίοι με τη λέξη ύλη εννοούσαν το δάσος, το δέντρο και μάλιστα όχι οποιοδήποτε δέντρο, παρά εκείνο που προορίζονταν είτε προς καύση είτε προς επεξεργασία για οικοδομή ή την κατασκευή πλοίων. Επομένως ύλη στην κυριολεξία ήταν η δασική ξυλεία.
Την ίδια ακριβώς έννοια έχει και το λατινικό materia.
Το γεγονός ότι η λέξη αναφέρονταν σε κάτι ακατέργαστο, δηλαδή κάτι που βρίσκεται σε μια αρχική κατάσταση – από την ίδια ρίζα προέρχεται η λέξη ιλύς, (=λάσπη) – και προορίζεται στη συνέχεια να πάρει κάποια μορφή σηματοδοτεί και την περιπέτειά της στη φιλοσοφία.
Πώς εμφανίστηκε η λέξη στη φιλοσοφία;
Στα κείμενα των πρώτων φυσικών φιλοσόφων δεν βρίσκουμε την λέξη ύλη. Τους είναι περισσότερο φιλικοί οι όροι «αρχαί» και «ουσίαι». Κι ο Δημόκριτος ακόμη, που, όπως λέει ο Θεοδωρίδης, «έδωσε την πρώτη ξεκαθαρισμένη έννοια της ύλης», δεν την χρησιμοποιεί.
Ο Θεοδωρίδης (Εισαγωγή στη φιλοσοφία, σελ296) αναφέρεται στην «πιο απλή την πιο λαϊκή άποψη» για την ύλη, αυτή που «όλοι έχουμε στην καθημερινή ζωή (…) πως είναι κάτι που γεμίζει το χώρο, που πιάνει τόπο, που κάνει αντίσταση, κάτι που μπορεί να κινηθεί μέσα στο χώρο. Η έννοια της ύλης είναι στενότερα δεμένη με την έννοια του στερεού, με κάτι που μπορούμε να το πιάσουμε». Αυτή είναι η απλή φυσική και λαϊκή αντίληψη που προκύπτει αβίαστα από τη γύρω μας πραγματικότητα.
Το χαρτί που κρατάω, τα ρούχα που φοράω, οι καρέκλες που καθόμαστε αποτελούν υλικά σώματα.
Γεννήθηκε όμως και μια δεύτερη αντίληψη «που κρατάει από παλιές διαλεκτικές κατασκευές» όπως λέει ο Θεοδωρίδης «και φέρνει στις διάφορες μεταφυσικές θεωρίες της ύλης».
Όταν ο Πλάτων στα γεράματα έγραψε τον Τίμαιο, μίλησε για τη γέννηση του κόσμου και ταυτόχρονα έκανε αναφορά στην ατομική θεωρία του Δημόκριτου, αγνοώντας επιδεικτικά και το όνομα του Αβδηρίτη φιλόσοφου και τον όρο «άτομα». Εκεί που ξέραμε, λέει, πως το πάν ήταν διαιρεμένο σε δυο είδη, τα νοητά που είναι παντοτινά και τα ορατά που είναι φθαρτά, και θεωρούσαμε πως το κλείσαμε το ζήτημα, «…νυν δε τρίτον άλλο γένος ημίν δηλωτέον».
Και αντί να το απορρίψει (συνεχίζουμε με τον Θεοδωρίδη, σελ301), να πει δηλαδή πως δεν υπάρχει «παρομοιάζει την ύλη με το υλικό που δουλεύει ο τεχνίτης για να φτιάξει κάτι και με την ιδεαλιστική και μυστική του διάθεση τη βάζει στο κατώτερο σκαλοπάτι του «είναι», κοντά στο χώρο και κοντά στο μη ον».
Ο Πλάτων, όπως φαίνεται, είναι ο πρώτος που γλιστρά παραπέρα το αρχικό νόημα της λέξης ύλη μια και – όπως είπαμε – εννοούνταν ως ακατέργαστο υλικό. Μόνο που δεν χρησιμοποιεί όπως είπαμε τον όρο, – πόσο μάλλον τα άτομα – αλλά εννοώντας αυτά ως το «τρίτο γένος», αναφέρεται σε υλικά πράγματα χρησιμοποιώντας τους όρους γένος, σώμα, φύσις και είδος. Ενώ όταν μιλά για βασικό συστατικό του κόσμου χρησιμοποιεί φιλοσοφικά τον όρο «στοιχείο».
«Στοιχείον λέγεται», θα γράψει ο Αριστοτέλης, «εξ ού σύγκειται πρώτου ενυπάρχοντος, αδιαιρέτου τω είδει εις έτερον είδος».
Για τον Δημόκριτο στοιχεία είναι τα άτομα.
Πώς την μεταχειρίστηκαν οι ιδεαλιστές;
Πρώτη φιλοσοφική χρήση της λέξης ύλη βρίσκουμε στον Αριστοτέλη. Στα Μεταφυσικά αναφέρεται στους Ίωνες φιλοσόφους «τους πρώτους φιλοσοφήσαντες» όπως τους λέει, οι οποίοι «τας εν ύλης είδει μόνας ωήθησαν αρχάς είναι πάντων», δηλαδή όρισαν πως η μόνη αρχή των πάντων βρίσκεται στο είδος (μορφή) της ύλης, άλλος, όπως γνωρίζουμε, στο νερό, άλλος στον αέρα, άλλος στη φωτιά, την ουσία δηλαδή από την κατεργασία της οποίας έγινε ο κόσμος.
Στα Μεταφυσικά, λοιπόν, ο Αριστοτέλης συνεχίζοντας από εκεί που το άφησε ο δάσκαλός του καταπιάνεται με την ύλη και την περιγράφει ως άμορφη πρωτογενή ουσία, κάτι που δεν εντάσσεται σε είδος, δεν έχει γνωρίσματα και καμιά από τις ιδιότητες που αναγνωρίζουμε στο πραγματικό ον.
Τι διαπιστώνουμε εδώ; Έναν όρο που αποδίδεται σε κάτι πραγματικό, όπως είναι η δασική ξυλεία όπως είδαμε, επειδή κατά μια μεταφορική έννοια σήμαινε αρχική ουσία προς επεξεργασία, από εκεί που η λαϊκή αντίληψη τη θέλει για το χειροπιαστό ο Αριστοτέλης της αφαίρεσε κάθε ιδιότητα εκτός από την ύπαρξή της μέσα στο κάθε τι.
Οι ιδεαλιστές φιλόσοφοι είναι ολοφάνερο πως προσπάθησαν να διασκεδάσουν την εντύπωση που έκανε την εποχή εκείνη η ατομική θεωρία του Δημόκριτου ο οποίος διορθώνοντας και συμπληρώνοντας τους προκατόχους του φυσικούς φιλοσόφους κατανόησε πως η αρχική μορφή της ύλης είναι οι άτομες φύσεις, από τις συσσωματώσεις των οποίων αποτελούνται όσα υπάρχουν, ολάκερος ο κόσμος μας.
Και να πώς διαστρέβλωσαν οι ιδεαλιστές την πραγματικότητα: Εφόσον τα «άτομα», – σε εισαγωγικά η λέξη γιατί δεν την χρησιμοποιούν – βρίσκονται σε όλα τα σώματα, τόσο στο υγρό, στο στερεό και στο αιθέριο στοιχείο και στη φωτιά ακόμη και ενώ όλα αυτά – κατά τους προηγηθέντες φυσικούς, και τον Ηράκλειτο – με κάποιο τρόπο μετατρέπονται το ένα στο άλλο, με τα άτομα να ακολουθούν στη μετατροπή, τότε η ύλη είναι κάτι αόριστο κι άπιαστο.
Κι εκείνο τον καιρό δεν υπήρχε η επιστήμη της χημείας να τους καταγγείλει.
Και ο Επίκουρος;
Ο μόνος από τους κατοπινούς που αποδέχεται και ακολουθεί, συμπληρώνει και διορθώνει την ατομική θεωρία του Δημόκριτου είναι ο δικός μας ο Επίκουρος. Προσέξτε: είναι ο μόνος. Τι λέει ο δάσκαλος: Εκτός από τα άτομα και το κενό δεν υπάρχει τίποτε άλλο. Το κενό υπάρχει ως χώρος που επιτρέπει τα άτομα να κινούνται. Τα άτομα συνθέτουν τα σώματα και καταλήγουν στον εαυτό τους όταν τα σώματα αποσυντίθενται. Τα άτομα είναι άπειρα, αγέννητα και αιώνια.
Επομένως αυτά είναι που δικαιούνται ως αρχική ακατέργαστη ουσία να φέρουν το όνομα ύλη με την σημερινή έννοια του όρου. Και ό τι έπειτα αποτελείται από αυτά. Δηλαδή ολόκληρος ο υλικός κόσμος.
Ο Επίκουρος όμως παρ’ όλο που έχει προηγηθεί ο Αριστοτέλης, δεν χρησιμοποιεί τον όρο ύλη παρά μόνο με το αρχικό της νόημα, επαληθεύοντας φυσικά τον εαυτό του. Όταν περιγράφει τις αιτίες των ουράνιων φαινομένων ανατολής, δύσης και εκλείψεων ήλιου και σελήνης γράφει σε ένα σημείο στον Πυθοκλή: «…ομοίως δε κάτα αέρος ή και ύλης αεί επιτηδείας εχομένης εμπιμπραμένης της δε καταλειπομένης…» , δηλαδή: κατά τον ίδιο τρόπο μπορεί να οφείλονται και σε ρεύματα αέρα ή να γίνονται κάτω από την επήρεια ύλης που καίγεται σταδιακά ενώ η γειτονική λείπει.
Μιλά λοιπόν για καύσιμη ύλη, όπως την ήξερε όλος ο κόσμος.
Όπως μαρτυρεί και ο Ιππόλυτος, πρώτος ελληνικής καταγωγής χριστιανός θεολόγος δάσκαλος του Ωριγένη στη Ρώμη, στο κατά πασών αιρέσεων, αρχές του 3ου μ.Χ. αιώνα «Επίκουρος δε σχεδόν εναντίαν πάσι δόξαν έθετο, αρχάς μεν των όλων υπέθετο ατόμους και κενόν, κενόν μεν οίον τόπον των εσομένων, ατόμους δε την ύλην εξ ής τα πάντα…»
Στη σύγχρονη εποχή
Στα αρχαία λεξικά οι λέξεις υλικός, υλιστής, υλισμός δεν υπάρχουν. Στα νεότερα χρόνια η ανάγκη ονοματοδοσίας των δυο φιλοσοφικών ρευμάτων βρήκε στη λέξη ύλη, – στα αρχαία δάση – τον πιο εύστοχο χαρακτηρισμό.
Η θέση σύμφωνα με την οποία ο υλικός κόσμος είναι η μοναδική πραγματικότητα στην οποία ανάγονται όλα τα άλλα (γνώση, ιδεολογία, συνείδηση) είναι υλισμός. Για τους υλιστές, η ύλη είναι η μόνη καθολική ουσία. Το πνεύμα, η συνείδηση, η ψυχή, η νόηση αποτελούν παρά πέρα ιδιότητες παράγωγα της ύλης.
Στον αντίποδα ο ιδεαλισμός, θεωρεί πως το πνεύμα, οι ιδέες προϋπάρχουν της ύλης. Ακόμη περισσότερο οι θρησκείες θεωρούν πως ο υλικός κόσμος είναι προϊόν της εντολής προς δημιουργία του, προερχόμενης από ένα προϋπάρχον εξωκοσμικό πνευματικό όν, το όντως ον, «…δι ού τα πάντα εγένετο».
Επιπλέον, οι θρησκευόμενοι ονομάζουν υλιστές όσους επιδίδονται σε σωματικές, υλικές, όπως τις λένε, απολαύσεις. Επιδεικτικά αγνοούν τους φιλοσοφικούς ορισμούς, αγνοούν και την πραγματικότητα. Τους το χαλάει βέβαια που η τροφή δεν μπορεί παρά να αποτελείται από υλικά στοιχεία, και η αναπαραγωγή – και των χριστιανών – δεν επιτυγχάνεται με μόνο το μύρο των κρίνων.
Και ο τραγέλαφος πραγματώνεται όταν οι κατηγορίες για υλισμό, όπως εκείνοι τον εννοούν, εκτοξεύονται από παχυλούς και χρυσοντυμένους μητροπολίτες.
Αυτά για να το ομορφύνουμε.
Το θέμα με τον υλισμό είναι τεράστιο. Υπάρχει και ο υλισμός του Μαρξ. Άλλο μεγάλο κεφάλαιο που κυριαρχεί στα σημερινά.
Ο Πλάτων πάντως στα νεανικά του έργα, αντιλαμβανόμενος την αντίθεση υλισμού – ιδεαλισμού, που αποτελεί πρωτίστως πολιτική αντίθεση, είχε αποδώσει στους φυσικούς φιλοσόφους τον χαρακτηρισμό «γηγενείς». Προφανώς τους άλλους, «τους φίλους των ειδών» όπως τους χαρακτήρισε, μεταξύ των οποίων και τον εαυτό του τους θεωρούσε, με όλο του το δίκιο, «ουρανογενείς» ή πιο λαϊκά «ουρανοκατέβατους».
Έτσι εμείς οι σύγχρονοι επικούρειοι όντες γνήσιοι υλιστές είμαστε κατά το πρώτο εννόημα της λέξης σαν τους αρχαίους δασοφύλακες.
Υληωροί δηλαδή, όπως τους έλεγαν τότε.
Δημήτρης Λιαρμακόπουλος
21/11/2016
…………………………………………………………………………………………………………………………….
1. «ανάγκη γαρ το πρώτον εννόημα καθ’ έκαστον φθόγγον βλέπεσθαι και μηθέν αποδείξεως προσδείσθαι». (Στον Ηρόδοτο 37 – 38). Χρειάζεται απαραίτητα να μας είναι προφανές – χωρίς τη βοήθεια καμιάς πρόσθετης απόδειξης – το πρωταρχικό νόημα της κάθε λέξης. (Μετάφραση: Γιάννης Αβραμίδης).