Search
Close this search box.

Η Λεόντιον και ο Επίκουρος

Έπεσε στα χέρια του φίλου μας Ασημάκη Ασημακόπουλου ένα πολύ παλιό βιβλίο με τίτλο ΕΘΝΙΚΟΝ ΗΜΕΡΟΛΟΓΙΟΝ του έτους 1892.

Παρατήρησε στην σελίδα 153 ένα άρθρο με τίτλο Η ΛΕΟΝΤΙΟΝ ΚΑΙ Ο ΕΠΙΚΟΥΡΟΣ. Όπως ήταν φυσικό του γέννησε την περιέργεια και το διάβασε επιτόπου. Στην πρώτη συνάντησή μας αργότερα μου το διηγήθηκε. Με γέμισε κατάπληξη πώς ακόμα και το 1892 υπήρχαν χρονογράφοι, δημοσιογράφοι κλπ που ασχολούνταν με τον Επίκουρο και ζήτησα να το φωτοτυπήσει και να μου το φέρει.

Στο άρθρο, το οποίο υπογράφει κάποιος Ε. Γαλάνης, γίνεται εκτενή αναφορά στον Επίκουρο, στον Κήπο και πώς λειτουργούσε αυτός, στην Επικούρεια Φιλοσοφία καθώς και στους μετέπειτα επικούρειους και τους οποίους χαρακτηρίζει ακόλαστους και φιλήδονους Ο Συντάκτης του άρθρου γράφει για τον Επίκουρο και τη φιλοσοφία του: Κατά τον Επίκουρο μέτρο της αλήθειας και της αξίας των όντων είναι η αίσθηση, ώστε ύψιστο αγαθό είναι η από τις αισθήσεις προερχομένη ηδονή, λύπη δε το ύψιστο κακό. Η αρχή του ήταν: πράττε ούτως ώστε πάντοτε ύψιστος σκοπός να είναι η ηδονή. Δεν δέχονταν απολύτως την ηδονή, αλλά την μέτρια χρήση αυτής, επειδή η υπερβολή παράγει πικρά επακολουθήματα. Συνιστά πίστη, αγάπη και εργατικότητα προς την πολιτεία και εγκράτεια στα πάθη των ανθρώπων ως μέσο προς πορισμό καθαρής χαράς στον άνθρωπο και για αποφυγή δυσάρεστων περιστάσεων. Δίδασκε ότι αν δεν μπορείς να αποφύγεις την λύπη να την υπομένεις ήσυχα και ατάραχα. Γράφει επίσης ότι η σχολή του Επίκουρου «κατέστη δυσώνυμος» εξαιτίας της εύκολης δια μέσου των αισθήσεων απολαύσεως του βίου. Κατά τον μεσαίωνα κάθε αιρετικός ή κάθε κακός καλείτο Επικούρειος, ακόμα και τώρα κάθε φιλήδονος καλείται με αυτό το όνομα. Στη συνέχεια ο συντάκτης αναφέρει ότι στον Κήπο υπήρχαν πολλοί οπαδοί του Επίκουρου άνδρες αλλά και γυναίκες ως επί το πλείστον εταίρες και απ’ όλες πιο διάσημη η Λεόντιον, μία εταίρα και φιλόσοφο της σχολής του Επίκουρου η οποία έμεινε στον Κήπο την μετέπειτα ζωή της συναναστρεφόμενοι με μέλη του Κήπου. Η Λεόντιον έγινε γνωστή αφενός από την ομορφιά της και αφετέρου από την συγγραφική της ικανότητα, διότι, όταν ο Θεόφραστος ο γνωστός μαθητής του Αριστοτέλη και διάδοχός του στο Λύκειο, συνέγραψε βιβλίο περί γάμου στο οποίο δεν εκφραζόταν και τόσο τρυφερά για το γυναικείο φύλλο, η Λεόντιον του επετέθη με σφοδρότητα και απέσπασε τον γενικό θαυμασμό γράφοντας μία πραγματεία με τίτλο «ΚΑΤΑ ΘΕΟΦΡΑΣΤΟΥ» Σύμφωνα με τον Πλίνιο τον πρεσβύτερο ακόμα και αυτός ο Κικέρων εξέφρασε τον θαυμασμό του και μόνον για το ότι μία γυναίκα τόλμησε να γράψει εναντίον ανδρός γνωστότατου για την σοφία του.

Το άρθρο λοιπόν αναφέρει ότι το περί γάμου και κατά Θεόφραστου αυτό έργο της Λεοντίου έχει χαθεί μαζί με σχεδόν όλα τα έργα των επικουρείων, σώθηκε όμως απόσπασμα από το έργο του Θεόφραστου που έγινε η αφορμή να συγγράψει η Λεόντιον την πραγματεία της σε μετάφραση από την λατινική και το οποίο παραθέτω αυτολεξεί παρακάτω:

«Πρέπει να νυμφεύεται ο σοφός; Αν αυτή είνε ωραία, ευ ηγμένη και εξ εντίμου οίκου, αν αυτός είνε εύπορος, υγιής, δύναται και ο σοφός να συνάψει γάμον. Αλλά βεβαίως πολύ σπανίως συναντόνται πάσαι αύται αι απαιτήσεις. Διότι κατά πρώτον ήθελε διακοπή η περί την επιστήμην ενασχόλησις. Ουδείς δε δύναται να συζή ταυτοχρόνως τοις βιβλίοις του και τη γυναικί του. Έπειτα αι γυναίκες δέονται πολλών, δαπανηρών φορεμάτων, κοσμημάτων χρυσών, μαργαριτών, συναναστροφών, υπηρεσίας, επίπλων και αμαξών. Προς τούτοις δε επί νύκτας ολοκλήρους είνε ηναγκασμένος να ακούη παράπονα της συζύγου. «Βλέπεις, τω λέγει, πως εκείνη καλλωπίζεται περισσότερον εμού. Εκείνη τιμάται υπό πάντων, εγώ δε το δυστυχές γύναιον καταφρονούμαι εν ταις συναναστροφαίς!»  Διατί πάντοτε παρατηρείς την γειτόνισσαν; Δια τι ωμίλησας προς το κοράσιον εκείνο; Τι μοι έφερες;»

«Ο ανήρ δεν δύναται πλέον να έχη φίλον, εις μηδεμίαν να συχνάζη συναναστροφήν. Οιαδήποτε αυτού εκδήλωσις ευαρεσκείας εις τι εκλαμβάνεται ως απαρέσκεια κατ’ αυτής. Ο περιφημότατος φιλόσοφος μεταβαίνων εις οιανδήποτε πόλιν δεν δύναται να καταλίπη την σύζυγον μόνην, αλλά πρέπει να την λάβη μεθ’ εαυτού. Αν αύτη είνε άνευ περιουσίας οφείλει να την διατρέφη, αν είνε πλουσία, ο μετ’ αυτής βίος είνε αβίωτος. Έπειτα δεν απόκειται τοις ανδράσιν η εκλογή. Πρέπει να την δέχεταί τις, ως την ευρίσκει. Αν είνε οξύθυμος, μωρά, άσχημος, υπερήφανος, αν οζη εκ του στόματος, πάντα ταύτα τα ελαττώματα μανθάνει τις κατά πρώτον μετά τον γάμον. Ίππους, βόας, όνους, κύνας, και τα μικρότατα αντικείμενα, και αυτά τα ιμάτια, λεκάνας, έδρας, κύπελλα, κλπ. βλέπει τις πριν αυτά αγοράση, μόνον την γυναίκα δεν δύναται να ίδη ίνα μη απαρέση αύτη προ του γάμου. Πάντοτε πρέπει να έχης προς αυτήν εστραμμένους τους οφθαλμούς, και να επαινής το κάλλος της, ίνα μη νομίζη αύτη ότι δεν την αγαπάς, όταν συ τυχόν άλλην βλέπης. Πρέπει να την καλής δέσποιναν του οίκου, να εορτάζης μεγαλοπρεπώς τα γενέθλιά της, να ομνύης εις την ζωήν της, να εύχεσαι ώστε να επιζήση σου, να υποδέχεσαι ευλαβώς τας τροφούς της, τας θεραπαινίδας της, τους δούλους της, πάντας τούτους, εν οις κρύπτονται αντίζηλοι. Πρέπει να σέβεσαι και τιμάς ον τινα αύτη αγαπά, και αν μη δύνασαι να τον υποφέρης. Αν αφήσης αυτήν να είναι κυρία του οίκου, συ είσαι δούλος. Αν θελήσης να διατάξης κατά το δοκούν τα κατά σε, αύτη θα θεωρήση τούτο ως δυσπιστίαν κατ’ αυτής, θα οργισθή κατά σου και θα αρχίση έριδας. Γραΐδια, μάγισσαι, τερατοσκόποι, έμποροι μετά χρυσών κοσμημάτων και μεταξωτών υφασμάτων έρχονται προς αυτήν. Αν μεν τούτοις επιτρέψης την είσοδον, εκθέτεις την τιμήν της εις δοκιμήν, αν μη επιτρέψης, αυτή αισθάνεται εαυτήν προσβεβλημένην ένεκα της σης υποψίας. Αλλά και τι ωφελεί η μεγάλη αυτή επίβλεψις; Ανήθικος γυνή δεν δύναται να φυλαχθή, ηθική δε δεν έχει ανάγκην τοιαύτης. Η βία είνε άπιστος της αρετής φύλαξ, ενάρετος δε είνε μόνον εκείνη, ήτις, καίτοι έχει καιρόν να αμαρτήση, δεν πράττει όμως τούτο. Η ωραία ευρίσκει ταχέως εραστάς, η δε άσχημος ευχαριστείται εις έκτακτα.

Είνε δύσκολον να φυλάξη τις ό,τι πολλοί επιθυμούσι και οχληρόν το κατέχειν ό,τι ουδείς άνθρωπος ήθελεν επιθυμήσει να το έχη. Αλλ’ ασφαλές είνε πάντοτε το ήττον κακόν, το να έχη τις άσχημον μάλλον, ή να φυλάττη ωραίαν. Αντικείμενον, όπερ πάντοτε επιθυμούσιν ουδαμού είνε ασφαλές. Ο μεν δια της μορφής του, ο δε δια των προτερημάτων του, ο τρίτος δια του πνεύματός του, ο άλλος δια της ελευθεριότητός του, ζητεί να την δελεάση. Και ούτως ή άλλως το φρούριον πρέπει να αλωθή, όπερ πανταχόθεν προσβάλλεται.

Αν όμως ζητώμεν γυναίκα προς διοίκησιν του οίκου, ίνα περιποιήται ημάς εν τη ασθενεία, και συντροφεύη εν τη μοναξία, τότε πιστός υπηρέτης υπακούων εις το νεύμα του κυρίου του και εκτελών ακριβώς τα προστάγματά του, είνε δια τον οίκον πολύ μάλλον ωφέλιμος, ή γυνή ήτις ασκεί την εξουσίαν της. Αν πράττη παρά την θέλησιν του συζύγου της, ο εστιν, αν πράττη ό,τι αυτή αρέσκει, και ουχί ό,τι αυτή προστάσσεται. Αλλ’ εν ασθενεία βοηθοί δύνανται εις τινας να είνε φίλοι και υπηρέται οίτινες ένεκα ευεργεσιών είνε αυτώ υποχρεωμένοι, πολύ μάλλον γυναικός, ήτις καταλογίζει ημίν παν δάκρυον, όπερ ως αμοιβήν της κληρονομίας χύνει, και προς τούτοις έτι δια προσποιητής φροντίδος και επιτετηδευμένης απελπισίας ανησυχεί τον ασθενή. Αν αυτή η ιδία είνε ασθενής, πρέπει να συμπάσχωμεν και ουδέ στιγμήν να υποχωρώμεν της κλίνης της. Αν είνε αληθώς αγαθή και αγαπητή γυνή – βεβαίως σπάνιον πτηνόν – συμπονούμεν, αν αύτη τίκτη, και θρηνούμεν αν η ζωή της κινδυνεύη. Αλλά μόνος ουδέποτε δύναται να είνε ο σοφός. Έχει δε ως συντρόφους πάντας τους αγαθούς άνδρας, οίτινες ποτέ έζησαν επί γης και ζώσιν έτι και πνεύματι μεταβιβάζεται όπου θέλει. Ό,τι δια των χειρών δεν δύναται να ψαύση, περιλαμβάνει τούτο εν τω νω, και όταν ελλείπη αυτώ η μετά των ανθρώπων διάλεξις, διαλέγεται μετά του Θεού. Ουδέποτε είνε ολιγώτερον μόνος, ή όταν είνε μόνος.

Εν τέλει αν θέλη τις τυχόν να νυμφευθή προς τούτο, όπως κτήσηται τέκνα, ή προς διάδοσιν του οικογενειακού του ονόματος, ή προς στήριξιν εν τω γήρατι, ή ίνα έχη ασφαλείς κληρονόμους, τούτο ήθελεν είσθαι η μεγίστη μωρία. Τι ενδιαφέρει ημίν όταν αποθάνωμεν, αν έτερος φέρη το όνομα ημών;

Εκτός τούτων ο υιός δεν φέρει ευθύς το όνομα του πατρός, και πολλοί υπάρχουσι το αυτό έχοντες όνομα. Ή είνε τυχόν στήριγμα του γήρατος, αν αναθρέψη τις τέκνον, όπερ ίσως πολύ προ του πατρός αποθνήσκει, ή υιόν, όστις παραφρονεί,  ή ηλικιωθείς σκέπτεται πότε να αποθάνη ο γέρων; Αλλ’ όσον αφορά εις τους κληρονόμους, υπάρχουσι φίλοι και συγγενείς, ους κατ’ αρέσκειαν δύνασαι να ζητήσης, καλλίτεροι και πιστότεροι κληρονόμοι, παρά πρόσωπα, άτινα ούτε θέλεις ούτε … πάντοτε είνε παρόντα.

Έπειτα υπάρχει έτι πολύ καλλίτερος της κληρονομίας τρόπος, ή το να καταλίπη τις το μετά πόνου κτηθέν εις έτερον προς «βεβαίαν χρήσιν, δηλαδή, το να χρησιμοποιήση τις κατά τον βίον την περιουσίαν του προς αγαθοεργούς σκοπούς».

Το παρόν το αναρτώ στο 7ο Πανελλήνιο Συμπόσιο Επικούρειας Φιλοσοφίας για να δείξω αφενός ότι το έτος 1892 υπήρχαν δημοσιογράφοι, χρονογράφοι κλπ οι οποίοι ασχολούντο με τον Επίκουρο και την Επικούρεια φιλοσοφία. Αφετέρου για να δείξω την θέση της γυναίκας στην Αθηναϊκή κοινωνία καθώς και την ελευθερία λόγου και πράξεων που είχαν τα μέλη του Κήπου του Επίκουρου μέσα και έξω από αυτόν. Χαρακτηριστικό παράδειγμα είναι ότι μετά από 250 χρόνια ο Κικέρων εκφράζοντας δημόσια την απορία του, πώς μία γυναίκα τόλμησε να σηκώσει το ανάστημά της σε έναν φιλόσοφο σχολάρχη για κάτι που είχε γράψει. Την μαρτυρία αυτή την κατέγραψε ο Πλίνιος ο πρεσβύτερος στην εισαγωγή της φυσικής του ιστορίας. Πιστεύω πως και άλλοι επώνυμοι σχολίασαν το τόλμημα αυτό της Λεοντίου αλλά δυστυχώς δεν υπάρχουν πηγές που να το μαρτυρούν.