Και πώς συνδέονται τα ονόματα: Κοπέρνικος, Αρίσταρχος, Κλεάνθης
Τώρα που διανύουμε το ηλιοστάσιο – χειμερινό για το βόρειο και θερινό για το νότιο ημισφαίριο – είναι ευκαιρία να αναρωτηθούμε: ποιο σώμα πραγματοποιεί στάση, το ακίνητο ή εκείνο που κινείται; επομένως πώς πρέπει να ονομάζουμε το φρενάρισμα για αλλαγή φοράς στον άξονα του πλανήτη μας στη μια από τις τρεις του κινήσεις; ηλιοστάσιο ή γεωστάσιο;
Με το ερώτημα αυτό ξετυλίχτηκε μια σειρά από σκέψεις που έχουν το ενδιαφέρον τους. Η διαπίστωση πρώτ’ απ’ όλα πως παρά την παραδοχή εδώ και τρεις αιώνες πως το πλανητικό μας σύστημα είναι ηλιοκεντρικό, που θα πει, πως ο ήλιος είναι εκείνος που βρίσκεται στο κέντρο του – δεν θα πούμε ακίνητος γιατί ταξιδεύει κι αυτός μαζί με το γαλαξία – με τους πλανήτες να περιστρέφονται γύρω του, και όλα τα φαινόμενα έχουν αιτία αυτή τη σχέση, εμείς εξακολουθούμε να μιλάμε ως να είναι τα πράγματα αλλιώς. Θέλουμε τον ήλιο να «ανατέλλει», να «είναι ακόμη χαμηλά», να «ανεβαίνει ψηλά», να «μεσουρανεί» να «πέφτει» και να «δύει». Εξ αιτίας λοιπόν του ψυχολογικά αξεπέραστου ανθρωπομορφισμού μας αδυνατούμε να εκφραστούμε σύμφωνα μ’ αυτά που εννοούμε και μιλάμε άλλα αντί άλλων.
Ήγουν: ηλιοστάσιο.
Ως προς αυτό όμως υπάρχουν επαρκείς δικαιολογίες. Να φανταστούμε τον τρόμο των πρώτων ανθρώπων, – εν τοις πράγμασι καθ’ οδόν να γίνουν άνθρωποι – που ζούσαν στο βορρά κι έβλεπαν τον ήλιο μέρα με τη μέρα όλο και χαμηλότερα στον ορίζοντα με το χειμώνα όλο και πιο απειλητικό. Ποια εξήγηση να δώσουν; Τι άλλο από το ότι τους εγκαταλείπει η ζωή; Κι έπειτα όταν παρατηρούσαν πως η πτώση κάποτε επιτέλους σταματούσε και πήγαιναν τα πράγματα αντίστροφα, επόμενο ήταν να σημαδέψουν τη δήλη μέρα σαν τη σπουδαιότερη του έτους και να την τιμήσουν με τις μεγαλύτερες γιορτές.
Τότε και μετά και για πολλούς πολλούς αιώνες θεωρούσαν τη Γη ακίνητη στο κέντρο του Σύμπαντος κόσμου, με τον ουράνιο θόλο ν’ απλώνεται πάνω της στρογγυλεμένος και στην κορυφή του τον ζωοδότη ήλιο να κάνει πάντα για χάρη μας την ίδια διαδρομή: Από την Ανατολή στη Δύση. Ερχόταν κι έφευγε μα πάντα ξαναρχόταν. Παρών τη μέρα απών τη νύχτα γι ανάπαυση. Κι ο Επίκουρος ακόμη για πιθανότερη αιτία έγραφε στον Πυθοκλή «και κατά άναψιν γίγνεσθαι δυνατόν και κατά σβέσιν…» (92).
Ορισμένοι από τους αρχαίους που πήγαν να ψελλίσουν πως ήταν άλλη η πραγματικότητα δεν ακούστηκαν στην εποχή τους. Κι οι άνθρωποι χάσαμε την ευκαιρία. Η έρευνα, πριν προλάβει να βρει το δρόμο της, καταργήθηκε από μια θρησκεία που όταν επικράτησε δανείστηκε από τον ήλιο τα φωτοστέφανα των αγίων της και επέβαλε στον δυτικό κόσμο την εκτυφλωτική συσκότιση που όλοι γνωρίζουμε.
Ώσπου κάποτε ήρθαν να ξεθάβουν τα αρχαία κείμενα κι ένας ένας οι διαβασμένοι παρέδιδαν λίγο λίγο στην εκστασιασμένη ανθρωπότητα την πραγματικότητα. Ο Κοπέρνικος πρώτα (1473 – 1543) μελετώντας το πτολεμαϊκό ημερολογιακό σύστημα που περιέγραφε τις κινήσεις των πλανητών, – εκτός της Γης που έστεκε ακίνητη – έπεσε πάνω σε αναφορές για τον Αρίσταρχο και τόλμησε ν’ αναστήσει την άποψη πως η Γη κινείται γύρω από τον εαυτό της. Αργότερα ολοκλήρωσε τη θεωρία πως επιπλέον κινείται και γύρω από τον ήλιο κι όχι το αντίθετο και την ανέπτυξε σε ένα εξασέλιδο χειρόγραφο, το οποίο έμεινε στο στενό κύκλο των φίλων του.
Το τελικό του έργο με τον τίτλο «De Revolutionibus Orbium Coelestium Libri VI» («Έξι Βιβλία για τις Περιστροφές των Ουρανίων Σφαιρών») εκδόθηκε λίγο πριν το θάνατό του, όπως ήταν στο χειρόγραφο. Εκεί μνημόνευε κατ’ αρχήν και τον Αρίσταρχο και τους Πυθαγόρειους Φιλόλαο και Ικέτα. Τα βιβλία αυτά, παρόλο που τέθηκαν στη λίστα των απαγορευμένων από την χριστιανική εκκλησία, αποτέλεσαν το βασικό υλικό για τον Γαλιλαίο (1564 – 1642), τον Τύχο Μπράχε (1546 – 1601) και τον μαθητή του Γιοχάνες Κέπλερ (1571 – 1630), για την οριστική διατύπωση του ηλιοκεντρικού συστήματος και των ακριβών κινήσεων της Γης και των πλανητών.
Ο σύγχρονος αστροφυσικός Καρλ Σαγκάν (1934 – 1996) στη διάσημη σειρά ντοκιμαντέρ Cosmos διατυπώνει την άποψη πως αν συνεχίζονταν ομαλά η επιστημονική έρευνα των αρχαίων η ανθρωπότητα θα είχε λυμένα πολλά από τα προβλήματά της και σήμερα θα είχε ήδη ξεκινήσει τα διαστρικά της ταξίδια!
Έχουμε δείξει επανειλημμένα πως το κακό που μας συνέβη βρίσκεται στην ήττα της δημοκρατίας κι όχι στη νίκη της θρησκείας. Γιατί η θρησκεία είναι τέτοια που την επιθυμούν και την σχεδιάζουν οι λίγοι που είναι στα πράγματα. Τα ελληνιστικά χρόνια και η θρησκεία και η φιλοσοφία – μ’ ελάχιστες εξαιρέσεις – έδιναν εξετάσεις στους πρίγκιπες που έσερναν τον κόσμο σε πολέμους για την επιρροή.
Ο Αρίσταρχος ο Σάμιος (310 – 230 π.Χ) υπήρξε περίπου σύγχρονος του Επίκουρου. Το έργο του για τον ηλιοκεντρισμό είναι χαμένο και βεβαιωνόμαστε γι αυτό από μια αναφορά του Αρχιμήδη στο βιβλίο Ψαμμίτης όπου αναφέρει τα εξής: «…Αλλά ο Αρίσταρχος έγραψε ένα βιβλίο, που περιέχει ορισμένες προτάσεις, από τις οποίες συμπεραίνεται ότι ο πραγματικός κόσμος είναι πολύ μεγαλύτερος. Πιστεύεται ότι οι απλανείς αστέρες και ο Ήλιος είναι ακίνητοι, ότι η Γη κινείται γύρω από τον Ήλιο σε κυκλική τροχιά, που στο κέντρο της βρίσκεται ο Ήλιος…»
Ο Αρίσταρχος ενταγμένος στην σπουδαία επιστημονική ομάδα της Αλεξάνδρειας είχε φτάσει σ’ αυτό το συμπέρασμα επιχειρώντας να μετρήσει το μέγεθος του Ήλιου και της Σελήνης, παίρνοντας στοιχεία από τον Ερατοσθένη που είχε τότε υπολογίσει την περιφέρεια της Γης. Ο μαθηματικός από τη Σάμο προσέγγισε σημαντικά το μέγεθος του δορυφόρου στο 1/3 της Γης και προσδιόρισε τον Ήλιο είκοσι φορές μεγαλύτερο από τη Σελήνη. Παρ’ όλο το σφάλμα στην μέτρηση, με βάση το συλλογισμό πως δεν μπορεί ένα μεγαλύτερο σώμα να περιστρέφεται γύρω από ένα μικρότερο, συμπέρανε πως η Σελήνη γυρίζει γύρω από τη Γη η οποία με τη σειρά της περιστρέφεται γύρω από τον Ήλιο σε κυκλική τροχιά. Τα δε άστρα είναι ήλιοι που βρίσκονταν πολύ μακριά.
Οι απόψεις αυτές όπως είπαμε δεν βρήκαν απήχηση εκείνη την εποχή. Τα πράγματα ήδη είχαν πάρει στραβό δρόμο. Στα πάνω της ήταν και μια φιλοσοφική σχολή η οποία, να σημειώσουμε, διατείνονταν στο ξεκίνημά της πως έδινε μεγάλη σημασία «στην επιστημονική έρευνα». (Τσέλλερ – Νέστλε, ιστορία της ελληνικής φιλοσοφίας, σελ.269). Κι ο δεύτερος σχολάρχης της, πρώτος μαθητής και διάδοχος του ιδρυτή της Ζήνωνα του Κιτιέα, ο Κλεάνθης από την Άσσο της Τρωάδας (330 – 232 π.Χ.) για να επιβεβαιώσει την επιστημοσύνη της στωικής σχολής – γιατί για αυτήν πρόκειται – κήρυξε πως ήταν καθήκον των Ελλήνων να καταδικάσουν τον Αρίσταρχο με την κατηγορία ότι «…έβαζε σε κίνηση την εστία (κέντρο) του σύμπαντος κι έτσι διαταράσσει την ηρεμία των θεών: «Ως κινών την του κόσμου εστίαν και ταράσσων την των Ολυμπίων ηρεμίαν…» και υπέθετε ότι ο ουρανός παραμένει ακίνητος και η Γη γυρίζει πάνω σε ένα επικλινή κύκλο, ενώ ταυτόχρονα περιστρέφεται γύρω από τον άξονά της».
Ο Κλεάνθης δεν είχε να προσθέσει τίποτε στη φιλοσοφία αφού επρόκειτο για έναν αθεράπευτα θρησκόληπτο άνθρωπο. Τον ύμνο που αφιέρωσε στον Δία κι έκανε μεγάλη εντύπωση στην αρχαιότητα θα τον ζήλευε και ο πιο επιδέξιος σύγχρονος υμνωδός:
άγου δε μ’, ω Ζευ, κι εσύ γ’ η πεπρωμένη
όποι που’ υμίν ειμί διατεταγμένος
ως έψομαι γ’ άοκνος. Ην δε γε μη θέλω
κακός γενόμενος, ουδέν ήττον έψομαι.
Μας τον έσωσε ο Επίκτητος. (Επίκτ., Εγχειρ. c 59, St. V. Fr. I 527). Οδήγησέ με Δία, κι εσύ πεπρωμένο εκεί που μ’ έχετε ταγμένο. Θα σας ακολουθήσω αδίσταχτος. Γιατί κι αν δεν το θελήσω, θ’ αναγκαστώ ν’ ακολουθήσω, μόνο που θα μείνω με την κακία μου. (Μετάφραση Χ. Θεοδωρίδης).
Οι στίχοι αυτοί είναι μικρό μέρος από ένα μεγάλο ποίημα που σ’ ένα του σημείο ομολογεί: «…εκ σου γαρ (Ζευ) γενόμεσθα, θεού μίμημα λαχόντες μούνοι, όσα ζώει τε και έρπει θνήτ’ επί γαίαν…» δηλαδή: Γιατί από σένα είμαστε γεννημένοι, απ’ όλα τα ζωντανά που σαλεύουν στη γη μόνοι εμείς είμαστε ομοίωμα θεού…
Εξακόσια (600) έτη πριν την επικράτηση του χριστιανισμού γράφονταν τέτοια από φιλοσόφους στην ίδια την Αθήνα. Η φιλοσοφική αυτή σχολή επικράτησε και είναι αυτή κυρίως που επηρεάζει τη νοοτροπία των περισσότερων ανθρώπων σήμερα. Επομένως προς τι η απορία; Οι Αρίσταρχοι θα μένουν μόνο με το ωραίο τους όνομα, όπως και τότε.
Δημήτρης Λιαρμακόπουλος
20/12/2017