Το χειμώνα του 2012 στον Κήπο Θεσσαλονίκης παρουσιάσθηκε η εισήγηση με τίτλο ”Θρησκεία – Κοινωνία – Επίκουρος” .
Εκεί το θέμα ιχνηλατήθηκε μέσα από τις ιστορικές και τις ηθικές του συνιστώσες.
Τότε αναφερθήκαμε και στο ζήτημα της πίστης και της θρησκευτικής λατρείας , μαζύ με τα άλλα σχετικά ζητήματα.
Τώρα μας δίνεται η ευκαιρία να σκύψουμε πιο κοντά και με μεγαλύτερη άνεση
Στηριχθήκαμε κυρίως στην Διδακτορική Διατριβή της κ. Χρυσάνθης Κεχρολόγου (Χ.Κ.) «Ανθρωπολογικές σταθερές αυτονομίας στον Επίκουρο» στη Φιλοσοφική Σχολή Α.Π.Θ.
Επίσης, για να αποφύγουμε επαναλήψεις, θεωρούμε τα επιχειρήματα της προηγούμενης εισήγησης : « Θρησκεία – Κοινωνία – Επίκουρος» λίγο – πολύ γνωστά.
Παρ’ όλα ταύτα, ας τοποθετήσουμε, συνοπτικά τα σχετικά με την πίστη του Επίκουρου στους θεούς.
Οι θεοί είναι υλικοί , ζουν σε ένα χώρο έξω από τον κόσμο σε πλήρη μακαριότητα, είναι γελαστοί, μιλούν μια τέλεια γλώσσα, δεν ανακατεύονται ούτε στα ανθρώπινα ούτε στα κοσμικά ζητήματα.
Η πίστη στους θεούς, ισοδυναμεί με την επιδίωξη της επιθυμητής μακαριότητας, που οι θεοί , με την ύπαρξή τους απεικονίζουν – ινδάλματα μακάριας ζωής.
Οι άνθρωποι μπορούν με τις δυνάμεις τους ( αυτάρκεια ) να επιτύχουν τη μακαριότητα, οι θεοί τους προσκαλούν να γίνου ίσοι με αυτούς ( ισόθεον ).
« οι σοφοί είναι φίλοι των θεών και οι θεοί είναι φίλοι τους».( Φιλόδημος ).
Οι διαβεβαιώσεις αυτές από τη μεριά του Επίκουρου προβάλλονται με αξιωματικό χαρακτήρα «…θεοί μεν γαρ εισίν , εναργής γαρ αυτών η γνώσις…» ( Γ Επιστολή ).
Ενώ κάνει σκληρή επίθεση σε γνωστούς αθεϊστές φιλοσόφους ( Πρόδικος – Κριτίας – Διαγόρας ), προβάλλει την ύπαρξη των θεών με τέτοιο εμφαντικό τρόπο, που οδηγεί στο συμπέρασμα ότι το κάνει σκόπιμα.
«Παρουσιάζεται ο Επίκουρος ( μας λέει η Χ.Κ ) σκόπιμα προκλητικός, στο ( θετικό ) δογματισμό του υποδηλώνοντας την επιθυμία να μείνει έξω από το ζήτημα.»
Δηλαδή αποφεύγει την περιπλάνηση στο φιλοσοφικό ερώτημα «υπάρχει ή όχι θεός».
Στην αντίθετη περίπτωση θα μπλέκονταν σε μια ατέλειωτη συζήτηση αφηρημένου χαρακτήρα, με αμφίβολη πειστικότητα. Μια συζήτηση στο γνωσιολογικό επίπεδο ενώ τον Επίκουρο τον ενδιαφέρει κύρια το ηθικό επίπεδο. Δηλαδή τι ρόλο παίζουν οι θεοί στη ζωή των ανθρώπων.
Είναι η χαρακτηριστική συμπεριφορά του Επίκουρου.
Τη βλέπουμε και σε άλλα αφηρημένα θέματα ( ψυχή , όνειρα )
Αποδέχεται την ύπαρξή τους ως «εναργή», δίνει μια εξήγηση για τη φύση τους,(πάντοτε υλικής υπόστασης ) , τέλος, πραγματεύεται την εμπλοκή τους στη ζωή των ανθρώπων , πράγμα που είναι το κύριο ενδιαφέρον του .
Και πως θα μπορούσε άλλωστε να ήταν αλλιώς τα πράγματα για τον άνθρωπο που δέχονταν τη φιλοσοφία, μόνον εφ’ όσον ήταν χρήσιμη στον άνθρωπο (σαν το φάρμακο για τον άρρωστο) ;
Αυτά όσον αφορά τη θρησκευτική πίστη όπου βλέπουμε τον Επίκουρο σαφώς πρωτότυπο και τολμηρό νεωτεριστή.
Μια στάση που του στοίχησε παρεξηγήσεις, κατηγορίες, πολεμικές, συκοφαντίες.
Ερχόμαστε στη θρησκευτική πράξη.
Όπως ήταν αποδεδειγμένο «…είχε ευσυνείδητα παρακολουθήσει τελετές παραδοσιακής λατρείας και είχε υπερασπισθεί τη χρήση της θρησκευτικής γλώσσας, αλλά επίσης η θεωρία του για την προέλευση και την ανάπτυξη της θρησκείας στην πολιτιστική ιστορία, (με την οποία η οικειοποίηση της παραδοσιακής λατρείας δικαιολογείται ) έδινε έμφαση στις κοινωνικές λειτουργίες της θρησκείας».( Χ.Κ )
Μπαίνει λοιπόν, το ζήτημα της θρησκείας (ιδιαίτερα στις αρχαίες ελληνικές πόλεις –κράτη) , το ζήτημα της θρησκείας σαν πολιτιστικής οντότητας.
« Οι υλιστές, σίγουροι για την κριτική αξία της αντίληψης μέσω των αισθήσεων και της λογικής της βασισμένης σε εμπειρίες, αρνούνται το γνωστικό περιεχόμενο στην τελετουργία, και επικαλούνται μια συμβολική ή ψυχολογική εξήγηση για την τελετουργία, ως ένα φαινόμενο και την αντοχή της στο χρόνο.
Γι’ αυτούς, συγκεκριμένες τελετουργίες δεν εκφράζουν κάποια συγκεκριμένη σχέση μεταξύ των θεών και του ανθρώπου.
Αλλά όταν κατανοηθούν, ορθώς, είναι ηθικά σημαντικοί και μας μιλούν για την ανθρώπινη ψυχολογία καθώς και για το πολιτισμικό μας παρελθόν» (Χ.Κ.)
Και συνεχίζει η Χ.Κ. : « Η βασική τελετουργική δραστηριότητα δεν είναι απαραίτητα κάτι που εκφράζει μια συγκεκριμένη λογική όψη του βίου, αλλά κάτι που αποτελεί παράδειγμα μιάς τυπικής μορφής επικοινωνίας».
Η συμμετοχή στις θρησκευτικές τελετές, και τα γιορταστικά πανηγύρια δεν έχουν την έννοια του εξευμενισμού ή της ικεσίας, αλλά «…καταδείχνουν την συνάφεια της κοινωνικής τάξης με την υποβλητική δύναμη των συμβόλων, τη μεταλαμπάδευση μιας πολιτιστικής κληρονομιάς».
Την τήρηση της παράδοσης παρατηρούμε και στις συνήθειες των Επικούρειων που χρησιμοποιούν τυπικές εκφράσεις στον καθημερινό τους λόγο,( π.χ. αν θέλει ο θεός – τύχη αγαθή κ.λπ.)αντίθετες κατά νόημα, με τα πιστεύω τους .
Ο Επίκουρος τηρούσε όλους τους λατρευτικούς τύπους και το ίδιο συνιστούσε στους φίλους να κάνουν : «όχι μόνο εξ’ αιτίας των νόμων αλλά και για λόγους που έχουν να κάνουν με τη φύση των πραγμάτων» ( Φες. 109)
Και πάλι : « Ας τηρούμε τα έθιμα, γιατί έτσι μπορούμε να ζήσουμε σε συμφωνία με τη φύση» ( Φες. 109).
Η στάση αυτή, βλέπουμε να χαρακτηρίζεται ως ικανοποίηση φυσικής ανάγκης, οπότε ( κατά τον Επίκουρο ) είναι αρετή και η άσκησή της έχει ηδονικό περιεχόμενο.
Στο ηθικό επίπεδο, η συμφωνία με τη φύση, είναι η ρίζα των κοινωνικών αρετών της Επικούρειας αξιακής κλίμακας : κοινωνικότητα, φιλία, αλληλεγγύη κ.λ.π.
Ήδη, φτάνουμε σε μια όψη του Επίκουρου όπου υπερασπίζεται και συντηρεί την κοινωνική συνοχή, την παράδοση, το πολιτισμικό παρελθόν, την ταυτότητα της κοινωνίας κ.λπ.
Δηλαδή, ενώ στη θρησκευτική πίστη βλέπαμε μια νεωτεριστική όψη του Επίκουρου, στη θρησκευτική πράξη βλέπουμε μια συντηρητική όψη.
Η αντίφαση είναι επιφανειακή και εξηγήσιμη.
Αποδέχεται το δέσιμο του ατόμου με όλα αυτά, σαν όρο για την κοινωνικότητά του.
Είναι , φανερά, η Ελληνική αντίληψη που βλέπει το άτομο να ολοκληρώνεται , να διαμορφώνεται από την κοινωνία, να ζεί και να καταξιώνεται μέσα στην κοινωνία, να διαμορφώνει τέλος την κοινωνία του. (ανθρωποκεντρική κοινωνία – αυτονομία ).
Δικαιώνεται η παρατήρηση ότι ο Επίκουρος «συγκρότησε τη φιλοσοφία του με σκοπό να αναζωογονήσει τον Ελληνικό Πολιτισμό εξαπλώνοντάς τον σε οικουμενική βάση» ( Φ. 121).
Συνειρμικά, δυό εικόνες, ομόλογα παράλληλες, προβάλλουν στο νού.
Ο Επίκουρος , να συμμετέχει στις δημόσιες λατρείες των θεών, αυτών των θεών που αψηφούσε τις φοβέρες τους, δεν ικέτευε την εύνοιά τους.
Ο Έλληνας ποιητής Καβάφης, να διαβεβαιώνει πως : «γιατί τα σπάσαμε τ’ αγάλματά των, γιατί τους διώξαμεν απ’ τους ναούς των , διόλου δεν πέθαναν γι’ αυτό οι θεοί.» και τους διακρίνει κάποιο «πρωί αυγουστιάτικο…» να περνούν στους λόφους της Ιωνίας.
Παράλληλα, ο ίδιος να ρεμβάζει στο μισόφωτο των βυζαντινών εκκλησιών.: « …την εκκλησίαν αγαπώ – τα εξαπτέρυγά της, τα φώτα τες εικόνες της , τον άμβωνά της…»
Αυτός, (ο ιδιόρρυθμος σκεπτικιστής – ηδονιστής) που πανικόβλητος , έφευγε «έξω απ’ το φρικτό τους σπίτι» των Χριστιανών..
Είναι φανερό πως δεν πρόκειται για αντιφάσεις.
«Είναι η μεταλαμπάδευση της πολιτιστικής κληρονομιάς, με γεγονότα που είναι ηθικά σημαντικά και μας μιλούν για την ανθρώπινη ψυχολογία, καθώς και το πολιτισμικό μας παρελθόν».
Είναι και για ‘μας ένα μάθημα αυτογνωσίας, τόσο τραγικά αναγκαίας στους δύσκολους καιρούς που πρέπει μέσα από την ψυχή μας να βρούμε τις δυνάμεις για να αντέξουμε.
Βιβλιογραφικά
Β. Φάρριγκτον – Το πιστεύω του Επίκουρου (Κάλβος)
Α. Φεστουζιέρ – Ο Επίκουρος και οι θεοί του (Θύραθεν)