Θεωρώ τον εαυτό μου τυχερό, που βρέθηκα ανάμεσα σε επικούρειους φίλους και απόλαυσα και τη φιλοξενία και τη θέα και την πνευματικότητα και το «μπεκρή μεζέ» και το καλοπροαίρετο της αντιπαράθεσης.
Ο ενθουσιασμός του νεοφώτιστου, η αγωνία του σκεπτικού, η αντικειμενικότητα της τεκμηρίωσης, η νηφαλιότητα της γνώσης του πλαισίου, ήρθαν και «έδεσαν», όλα μαζί, με τα πεταρίσματα του «ευοί ευάν» και τα ποτήρια γέμιζαν και άδειαζαν δίνοντας λάμψη στα μάτια, χαμόγελο στα χείλη, και τραγούδι στην καρδιά.
Και αφού έδωσαν την απαραίτητη πνευματικότητα στην ομήγυρη, το περί φύσεως έργο του μεγάλου δασκάλου, του Επίκουρου, οι περί δικαίου απόψεις του, ο επικούρειος Κανών και το πλαίσιο του ΕΥ ΖΗΝ, εμφανίστηκε εκείνη η γελοιογραφία – γιατί περί γελοιογραφίας πρόκειται – όπου ένας «επικούρειος» με τα χέρια στο στήθος και τις παλάμες ενωμένες, να ακουμπά τα ακροδάχτυλά του στο κάτω μέρος του σαγονιού, και να ψιθυρίζει «…Θεέ Μάκαρ Σωτήρ …».
Το ερώτημα μπήκε αμέσως : Πως είναι δυνατόν ένας «επικούρειος», να περιμένει τη σωτηρία του από το Θεό, απαγγέλλοντας τον παραπάνω στίχο, από κάποιον Ορφικό Ύμνο; Ο γράφων, με το θράσος της άγνοιας, θα τολμήσει να δώσει μια απάντηση, όχι για να δικαιολογήσει τη συγκεκριμένη στάση του εικονιζόμενου στην εν λόγω γελοιογραφία, αλλά για να κατανοήσει ο ίδιος την εν λόγω στάση, καλύπτοντας έτσι ένα δικό του κενό.
Το τι εννοούσε ο Επίκουρος όταν μιλούσε για τους θεούς, σε όλους του ασχολούμενους με την επικούρεια φιλοσοφία είναι λίγο – πολύ γνωστό. Γνωστό είναι ακόμα πως η αρχαία ελληνική κοινωνία είχε θεοποιήσει τα φυσικά φαινόμενα λόγω άγνοιας.
Συνεπώς ο Έλληνας παππούς, με τίποτα δεν μπορούσε να προσδώσει μεταφυσικές ιδιότητες και δυνάμεις στο θείο. Αυτό άρχισε να γίνεται με τον ξεπεσμό των αξιών, μερικούς, ελάχιστους αιώνες πριν από την κατάρρευση της πόλης – κράτους και στα πλαίσια μιας δεισιδαιμονίας που τόσο πολεμήθηκε από τον μεγάλο δάσκαλο.
Πέρα από αυτά, ο Έλληνας, γνωρίζοντας ότι οι θεοί δεν είναι τίποτα άλλο παρά φυσικές δυνάμεις, ταυτόχρονα με τη θεοποίησή τους, στην προσπάθειά του να τις ελέγξει, αρχίζει να γίνεται «Θεομάχος». Γνωστό είναι το τέντωμα του τόξου από τον θνητό Ίδα, όταν ο Θεός Απόλλωνας λιγουρεύτηκε τη γυναίκα του. Και το τόξο του Ίδα δεν λάθευε ποτέ. Καλά που επενέβη ο Δίας και έβαλε τα πράγματα στη θέση του.
Γνωστό είναι ακόμα το στήσιμο του Ποσειδώνα στον τοίχο, από τον Έλληνα εκείνης της εποχής, που πριν βγει για ψάρεμα, έκανε όλες τις απαραίτητες σπονδές στον Ποσειδώνα και παρ’ όλα αυτά αυτός, τολμούσε να εμφανίσει μπουρίνι στην περιοχή του ψαρέματος. Για ένα μήνα δεν είχε ούτε σπονδές, ούτε θυσίες ο Ποσειδώνας. Αν ήθελε ας το ξανάκανε. Χα!!!
Και ενώ όλα αυτά ισχύουν για την αρχαία ελληνική κοινωνία στο σύνολό της, και όχι μόνο για τους επικούρειους, το θεολογικό ιερατείο από την άλλη, καλλιεργεί μια άλλη άποψη. Προσπαθεί να προσδώσει στο θείο, δυνάμεις, που έχουν σχέση μ’ αυτό που λέμε μεταφυσικό, ανεξήγητο, υπερβατικό. Και αυτό το κάνει γιατί αυτή είναι η δουλειά του κάθε ιερατείου, είτε αυτό είναι θεολογικό, είτε οικονομικό, είτε ποδοσφαιρικό. Γιατί μόνο με τον τρόπο αυτό μπορεί να ελέγξει την ανθρώπινη λογική και να κάνει τον άνθρωπο μέρος ενός εκμεταλλεύσιμου «ποιμνίου». Και το εργαλείο για μια τέτοια ακύρωση της λογικής, ήταν, είναι και θα είναι ο φόβος, τουτέστιν, ούκουν, δηλαδή το ά-λογο συναίσθημα.
Μέσα σ’ αυτά τα δύο πλαίσια κινείται ο άνθρωπος εκείνης της εποχής. Και βέβαια, κάθε φορά που βρίσκεται αντιμέτωπος με τις πανίσχυρες δυνάμεις του Πάνα, που αγκαλιάζει και ελέγχει το Παν της φύσης, συνειδητοποιεί το πόσο ανίσχυρος είναι μπροστά σ’ αυτές τις φυσικές δυνάμεις. Και όταν τα κύματα κοντεύουν να τον καταπιούν, καταμεσής στο πέλαγος, ή όταν τα δοκάρια της στέγης πέφτουν στην κεφαλή του σε έναν σεισμό, η συνειδητοποίηση της μικρότητάς του, τον κάνει να καταφεύγει στον εξευμενισμό αυτών των δυνάμεων, με έναν τρόπο όχι μόνο παρακλητικό αλλά και απόλυτα ικετευτικό. Ο απόλυτος φόβος πάντα ακυρώνει τη λογική. Αυτή είναι η φύση του φόβου και γενικά η φύση του συναισθήματος. Εκείνη τη στιγμή θυμάται τη στάση που του δίδαξαν τα πάσης φύσεως ιερατεία, όταν από την πιο τρυφερή του ηλικία έπαιρνε μέρος στις ιεροτελεστίες και τα «μυστήρια», και δεν διστάζει να γονατίσει και να αναφωνήσει με όλη τη δύναμη που του έχει απομείνει : «Θεέ Μάκαρ Σωτήρ..».
Και επειδή «κάλιο γαιδουρόδενε παρά γαιδουρογύρευε», πριν αρχίσει ένα μεγάλο έργο, όπως το ψάρεμα ή το κτίσιμο ενός σπιτιού, έκανε και τις σπονδές και τις παρακλήσεις προκαταβολικά, ώστε οι φυσικoί νόμοι να μην κάνουν επίδειξη των δυνάμεών τους στο πετσί του. Και αν αυτά συνέβαιναν σε όλες τις τότε κοινωνίες, όπου η γνώση ήταν ακόμα σε επίπεδο λυχναριού, στην ελληνική κοινωνία άρχισε να συμβαίνει και κάτι άλλο, όχι από την Αθηνά που τα ξέρει όλα αλλά από τον Προμηθέα που τα μαθαίνει όλα.
Ο Έλληνας πέρα από τις προκαταβολικές παρακλήσεις, άρχισε να μελετά και να ανακαλύπτει τους νόμους που διέπουν αυτές τις τεράστιες φυσικές δυνάμεις, γιατί από νωρίς κατάλαβε πως οι παρακλήσεις και οι ικεσίες δεν είναι πάντα τόσο αποτελεσματικές. Και οι παρατηρήσεις του τον οδήγησαν σε διαπιστώσεις όπως, όταν τα πουλιά πετούν χαμηλά, θα έχουμε βροχή, ή όταν το φεγγάρι έχει «αλώνι» θα έχουμε κακό καιρό ή όταν ο ουρανός τη νύχτα έχει «κοκκινίλες» στον ορίζοντα θα έχουμε μπουρίνι με δυνατό άνεμο και βροχή. Και όλες αυτές τις παρατηρήσεις, έκατσε και τις κατάταξε, τις αξιολόγησε και τις επαλήθευσε, μέσα στην καθημερινότητά του, βάζοντας τα θεμέλια σ’ αυτό που λέμε επιστήμη.
Παρ’ όλη την πρόοδο της «επιστήμης» της εποχής όμως, οι ιεροτελεστίες, δεν έπαψαν να ασκούν τη δική τους γοητεία και οι συγκινήσεις των «μυστηρίων» να κάνουν την αδρεναλίνη να ξεχειλίζει.
Εδώ είναι που εμφανίζεται ο Επίκουρος. Ο μεγάλος δάσκαλος έχει μελετήσει καλύτερα από όλους τη φύση και ειδικότερα την ανθρώπινη φύση. Γνωρίζει πολύ καλά τη γοητεία των ιεροπραξιών και τις συγκινήσεις που φέρνουν στον άνθρωπο. Δεν τις αρνείται. Προτρέπει τους φίλους του να συμμετέχουν, ενώ παράλληλα μεταδίνει στον άνθρωπο και την επιστημονική γνώση, εκπαραθυρώνοντας το ιερατείο.
Ο φίλος λοιπόν της επικούρειας φιλοσοφίας, γνωρίζει πολύ καλά, πως η συμμετοχή σε τέτοιου είδους κοινωνικές εκδηλώσεις, όπως είναι η συμμετοχή σε μια ιεροπραξία, δεν είναι τίποτα άλλο παρά συμμετοχή σε μια θεατρική παράσταση, που δεν έχει σχέση ούτε με το μεταφυσικό, ούτε με τον εξευμενισμό δυνάμεων που βρίσκονται έξω από την ατόφια αντιληπτική του ικανότητα, ούτε με επικοινωνία με κάτι το υπερβατικό. Και όταν ο πρωταγωνιστής της γελοιογραφίας, που αναφέραμε στην αρχή, σηκωθεί όρθιος, ξέρει πολύ καλά και πώς να χλευάσει τους θεούς, διά στόματος Αριστοφάνη, και πώς να τους πολεμήσει με το τόξο του Ίδα ή με την χειρολαβή του Ηρακλή, που εμείς σήμερα την ονομάζουμε «Μέανδρο» και πώς να τους εξουδετερώσει με τη γνώση.
Ύστερα από όλα αυτά, την προαναφερθείσα γελοιογραφία, μόνο σαν μαύρη προπαγάνδα κάποιου ιερατείου μπορούμε να τη δούμε. Γιατί αν ο γελοιογράφος είχε μελετήσει την επικούρεια φιλοσοφία και την ανθρώπινη φύση, θα τοποθετούσε τον προσευχόμενο τουλάχιστον όρθιο και με τα χέρια ψηλά να εκφράζει τον θαυμασμό του στην αρμονία και ομορφιά της φύσης και της ζωής. Γι’ αυτό και οι ναοί του Έλληνα ήταν εξωτερικά πανέμορφοι. Για να εμπνέουν τον θαυμασμό ως προς την φυσική αρμονία και το «κάλος» της ζωής και της φύσης. Να γιατί σε πολλές πόλεις του αρχαίου ελληνικού κόσμου ο έρωτας λατρευόταν στη μορφή μιας ακατέργαστης πέτρας. Γιατί η ομορφιά βρίσκεται μέσα της και αποκαλύπτεται αφού ο γλύπτης διώξει όλα τα εξωτερικά «μπάζα». Να γιατί η ομορφιά βρίσκεται καλά κρυμμένη στην «χρυσή τομή» ή στον αριθμό «φ», ή στο μέτρο, η υπέρβαση του οποίου είναι ύβρις. Αυτήν την καλά κρυμμένη αρμονία υμνεί ο έλληνας σε κάθε παράσταση της κάθε ιεροπραξίας.
Άσχετα αν το ιερατείο καπηλεύεται αυτές τις παραστάσεις και τις συμμετοχές.
Όλες αυτές οι σκέψεις είναι αφιερωμένες, από καρδιάς, στους τέσσερες επικούρειους φίλους με τους οποίους περπάτησα στα άκρα της πνευματικότητας, που τόσο πολύ ελαφραίνουν το βάρος της καθημερινότητας.