Search
Close this search box.

ΕΠΙΚΟΥΡΟΣ, προσχηματικά θεϊστής ή έντεχνα αθεϊστής!

Δύο βασικές αρχές της Επικούρειας φιλοσοφίας την ιδιαιτεροποιούν και διαφοροποιούν από τις υπόλοιπες και την καθιστούν για τους πολλούς απορριπτέα ή το λιγότερο όχι ελκυστική.  Αυτές είναι:   Ο αθεϊσμός της και η θνητότητα της ψυχής. Αυτές οι δύο έννοιες ουσιαστικά ορίζουν ένα και το αυτό. Αποτελούν τις δύο όψεις του ίδιου νομίσματος, διότι η αθάνατη ψυχή προϋποθέτει υπαρκτό Θεό, ενώ η θνητή ψυχή επιτάσσει ανύπαρκτο θεό. Από μόνα τους τα δύο παραμένουν μετέωρα. Ή θα συνυπάρχουν ή θα συναπουσιάζουν και τούτο διότι η κατάργηση της ψυχής αφαιρεί τον λόγο ύπαρξης του θεού, μένει ο θεός χωρίς αντικείμενο μιας και ο ρόλος του για τα  σύγχρονα θρησκευτικά δόγματα τουλάχιστον, είναι να κρίνει και να δικάσει τις ψυχές. Το ίδιο και η ανυπαρξία του θεού, καθιστά τις ψυχές ορφανές, λείπει ο λόγος ύπαρξής τους μετά τον  θάνατο. Γιατί και προς τι να υπάρχουν; Αν ο λόγος είναι απλώς να ζουν και μετά τον θάνατο, τότε δεν υπήρχε λόγος να πεθαίνει ο άνθρωπος.

Εγωιστικά ο άνθρωπος επιθυμεί την αθανασία. Ο διακαής του πόθος να υπάρχει εις το διηνεκές και με την επίγεια συνείδησή του επί πλέον, τον κάνει να παραλογίζεται και να πιστεύει ότι θα υπάρχει και μετά τον θάνατόν του. Ευσεβής πόθος; απύθμενος εγωισμός; συμφέρον; παραφροσύνη; αμετροέπεια; ερμηνέψτε το όπως θέλετε.  Ο Ιάσων Ευαγγέλου στο βιβλίο του «Ο άνθρωπος και ο πόνος» λέει:
«Ο εγωισμός και του πιο τιποτένιου ανθρώπου-επιθυμεί μια μεταθανάτια αθανασία με πλήρη συνείδηση της επίγειας ύπαρξής του! Και δεν σκέπτεται πώς η αθάνατη ψυχή με την συνείδησή της υπήρχε και πριν γεννηθεί, αλλά δεν του μετέφερε κανένα σημάδι μνήμης του προγενέστερου βίου της». Ο δε Δ. Λιαντίνης αναφέρει πως «Ο φόβος του θανάτου στον άνθρωπο είναι η σκεπασμένη όψη του εγωισμού του».Το σίγουρο είναι ότι αποτελεί άποψη παράλογη, ανορθολογική και συγχρόνως αυτοκαταστροφική για αυτόν τον ίδιο, διότι αυτή η αυθαίρετη και αυτόβουλη παραδοχή του τον καθιστά τραγικό πρόσωπο και όχι μόνο δεν θα εξυπηρετήσει τα συμφέροντά του όπως αυτός νομίζει κατ’ αρχήν, αλλά του καθίσταται δίκοπο μαχαίρι, διότι απλά θυσιάζει την μοναδική επίγεια ζωή του στον βωμό μιας καλύτερης μετά θάνατον ζωής η οποία δεν του διασφαλίζεται κατ’ ελάχιστον, δεν του την εγγυάται κανείς και δεν θα έρθει ποτέ. Ο άνθρωπος από το να μην πιστεύει τίποτα ανεξέλεγκτα, πιστεύει στο τίποτα δογματικά και επαίρεται γι’ αυτό. Η  άποψη της ανυπαρξίας της ψυχής μετά θάνατον, δεν βρίσκει πολλούς αποδέκτες, ωστόσο δεν μειώνει την αξία της επικούρειας φιλοσοφίας όσο και αν οι επικούρειοι θα παραμένουν λίγοι διότι άλλο τόσο θα παραμένουν επίκαιροι (κατά έναν δίφθογγο διαφέρει ο Επίκουρος με τον επίκαιρο).

Το ευ και το πολύ είναι έννοιες που δεν συμφιλιώνονται εύκολα. Το ευ εχθρεύεται το πολύ. Ο μεγάλος αμερικανός συγγραφέας του 19 αι. Mark Twain  έλεγε:
«Όποτε βρεθείς με την πλευρά της πλειοψηφίας, είναι η στιγμή που πρέπει να σταθείς και να συλλογισθείς» και επί τέλους ας εννοήσουμε όλοι μας ότι η «πλάνη των πολλών δεν πρέπει να θεσμοθετεί δίκαιο».
    

Η τραγικότητα του ανθρώπου οφείλεται στον ίδιο, στην φύση του θα έλεγε κανείς, στον αυτοδυναστευτικό τρόπο σκέψης του. Στην εμμονή του να γοητεύεται περισσότερο από το μυστηριακό και ανεξήγητο παρά από την επιστημονική έστω και ανεπαρκή ενίοτε ερμηνεία των φαινομένων.  Αυθαίρετα και χωρίς λογική ενθρονίζει θεούς και ανέχεται από αυτούς να τον εξουσιάζουν ερήμην του. Μοιραία και «ο θεός όταν εδραιώνεται χωρίς κόπο και κόστος ως απόλυτος άρχων σαδιστικά για τον ίδιο και μαζοχιστικά για τον άνθρωπο γίνεται καταπιεστής δίχως έλεος». Μην ξεχνάμε ότι η Π. Διαθήκη είναι το πιο εκδικητικό και πολεμοχαρές βιβλίο που γράφτηκε ποτέ και όμως παρανοϊκά θεωρείται ιερό από τις μάζες των θρησκευόμενων. Αυτό ισχύει και το βλέπουμε σε όλα τα σύγχρονα μονοθεϊστικά δόγματα να συμβαίνει. Δεν συνέβαινε όμως με την θρησκεία και τους θεούς των αρχαίων μας προγόνων.

Οι αρχαίοι έλληνες δημιούργησαν τους θεούς τους, αλλά απαίτησαν από αυτούς να υπηρετούν τις ανάγκες τους και τις επιθυμίες τους. Αν αυτό δεν συνέβαινε, εύκολα οι θεοί κρημνίζονταν και καταργούνταν. Αυτό βέβαια είναι και το μεγαλείο του αρχαιοελληνικού πολιτισμού. «Με τη θρησκεία τους οι έλληνες είχαν πετύχει τη χρυσή τομή ανάμεσα στην έκφραση του θρησκευτικού τους συναισθήματος και στο πάθος τους για ελευθερία. Είναι ιστορική η διαπίστωση πως άνθρωπος ονομάζεται η ύπαρξη που τοποθετεί πάνω από αυτή κάποιο θεό. Έλληνας ονομάζεται ο άνθρωπος που τοποθετεί πάνω απ’ τους θεούς την ελευθερία»,  μας λέει ο Ιάσων Ευαγγέλου στο «Θεός-Υλη-Σύμπαν».

Ο δε Robert Livingston στο βιβλίο του «Το ελληνικό πνεύμα και η σημασία του για μας» γράφει πως : «Ο θεός των Ελλήνων ήταν πάρα πολύ δημιούργημα των πιστών του και δεν μπορούσε να γίνει απόλυτος. Ήταν ένας συνταγματικός μονάρχης που οι υπήκοοί του δεν ξεχνούσαν ποτέ εντελώς ότι αυτοί τον έβαλαν στον θρόνο του. Βασιλιάς τους στην θεωρία, στην πράξη ήταν ο αντιπρόσωπός τους, υποχρεωμένος να εκπληρώνει τις επιθυμίες τους και ανάμεσα σ’ αυτές ήταν η επιθυμία να είναι ελεύθεροι…..Τούτη η ελευθερία η ελληνική, μπόρεσε να μας δώσει μαθήματα ανεξιθρησκείας ίσαμε σήμερα. Γιατί η ελληνική σκέψη είναι τόσο ζωντανή, όσο και η δική μας».

Πρέπει να διακρίνουμε και να διαχωρίσουμε το νόημα που δίνονταν στην αρχαιότητα στον όρο «θεός» με αυτό που νοείται σήμερα.  Για τους θεούς της αρχαιότητας δεν υπήρχε μέλλουσα κρίση των ανθρωπίνων πράξεων, ούτε σενάριο ζωής και συμπεριφοράς θεϊκό ακουλουθητέο από τον άνθρωπο και εγκεκριμένο από τον Θεό βάσει του οποίου θα δικάζονταν μεταθανάτια. Καμία θρησκευτική δογματική ετσιθελική αλήθεια που απαιτούσε τυφλή υπακοή. Θεός σήμαινε αθάνατος άνθρωπος με όλα τα ανθρώπινα πάθη και άνθρωπος σήμαινε θνητός θεός με όλες τις θεϊκές αρετές στην ανώτερή του έκφανση και έκφραση. «Αθάνατοι θνητοί, θνητοί αθάνατοι ζώντες των εκείνων θάνατον, τον δε εκείνων βίον τεθνεώτες».  Ηράκλειτος

Οι θεοί δεν ήταν δημιουργοί του σύμπαντος αλλά οι ίδιοι δημιουργήματα της Φύσης και υποχρεωμένοι να υπακούουν στους νόμους της.
Τα κριτήρια που θα χαρακτηρίσουν έναν αρχαίο έλληνα φιλόσοφο ως θεϊστή ή αθεϊστή δεν είναι η ομολογία του περί ύπαρξης θεών ή όχι, αλλά ο ρόλος που παίζουν μέσα στην καθολική φιλοσοφία του φιλοσόφου οι θεοί και έχοντας σαν δεδομένο ότι η ανεξιθρησκία όχι μόνο δεν αποτελούσε νόμο αλλά απεναντίας με την ψήφιση από την εκκλησία του Δήμου των Αθηναίων κατόπιν προτροπής του μάντη Διοπείθη το 432 π.χ.χ. «να δικάζονται όσοι ασεβούν προς τους θεούς και όσοι ασχολούνται με τα ουράνια σώματα» και έχοντας γνωστή την τύχη των Πρόδικου (αθεϊστής-κώνειο), Σωκράτη (κώνειο), Πρωταγόρα (πνιγμός), Αναξαγόρα (φυγάδευση από Περικλή), δημιουργείται εύλογα το ερώτημα πόσο ελεύθερα θα μπορούσε αυτός να εκφράσει αυτό που πραγματικά πρέσβευε κάτω από αυτές τις συνθήκες; 

*

Συνεπώς τα μετακόσμια του Επίκουρου αναμφίβολα ήταν υπεκφυγική ανακάλυψη. Τοποθέτησε εκεί τους θεούς «χαρίζοντάς» τους την μακαριότητα και προτρέποντας τους ανθρώπους να τους μιμηθούν, ευτυχώς όχι και στην απραξία τους. Κανένα στοιχείο άλλο δεν μας έδωσε γι’ αυτά τα μετακόσμια.


Έτσι απαλλάχτηκε από ένα εμπόδιο ανώδυνα. Τουλάχιστον από μία πιθανή προσαγωγή σε δίκη για αθεϊσμό. Ο Επίκουρος έλεγε να μην φοβόμαστε τους θεούς. Δεν είπε το ίδιο και για τους ανθρώπους. Άλλωστε η επιστημονική του σκέψη αφαιρούσε σχεδόν τα πάντα από την δικαιοδοσία των θεών που κυριολεκτικά τους καταργούσε ή στην χειρότερη αυτοί αυτοκτονούσαν από πλήξη απραξίας. Η σημαντικότερη και πιο ιερή στιγμή κάθε θεωρίας είναι η πράξη και από αυτήν πρέπει να κρίνεται. Ο άνθρωπος για να επιτύχει την μακαριότητά του παίρνει σαφείς οδηγίες από τον Επίκουρο. Οι θεοί όμως την μακαριότητά τους την κατακτούν μάλλον εν υπνώσει. Η διαφορά αυτή μεταξύ θεών και ανθρώπων στην κατάκτηση της μακαριότητας δεν αποτελεί επικούρεια αντίφαση αλλά υποκρύπτει συγκαλυμμένο αθεϊσμό. Η ομολογία του Επίκουρου πως «ο φόβος της ζωής και ο φόβος του θανάτου πλάσανε στους ανθρώπους τα φαντάσματα των θεών» αίρει κάθε αμφιβολία για τον αθεϊσμό του. (Ο Επίκουρος ποτέ δεν φοβήθηκε το θάνατο, συνεπώς κανένα λόγο δεν είχε να δημιουργήσει φαντάσματα).

Ο Δ. Λιαντίνης την επικούρεια αυτή άποψη την διατυπώνει ως εξής : «Την απόκρυψη και την καταφυγή από τον πανικό φόβο του θανάτου ο άνθρωπος την εβάφτισε θεούς και θρησκείες και ζωή μετά θάνατον. Η πίστη στη ζωή μετά θάνατον είναι το σύστημα ανάρτησης, είναι η ραχοκοκαλιά όλων των θρησκειών». Ποια σχέση μπορεί να έχει η φιλοσοφία του Επίκουρου με αυτά που ορίζονται ως θεός-θρησκεία-μετά θάνατον ζωή, αφού δεν φοβόταν το θάνατο; Όσοι θεωρούν τον φιλόσοφο θεϊστή, αλαργεύουν πολύ από τη σκέψη του.

Ο Επίκουρος θεοποιεί τον ανώτερο άνθρωπο και ο Διογένης ο Οινοανδέας μας λέει : «Τότε στ’ αλήθεια η ζωή των θεών θα περάσει στους ανθρώπους γιατί τα πάντα θα’ ναι γεμάτα δικαιοσύνη και αμοιβαία αγάπη». Η επιστημονική δυναμική της επικούρειας σκέψης οφείλεται τα μέγιστα στην απουσία του θεών από την φιλοσοφία του με την έννοια ότι δεν παίζουν κανέναν ενεργό ρόλο. Απονευρώνουμε τον Επίκουρο όταν τον χαρακτηρίζουμε θεϊστή. Τέτοιος ακόμη και ο Πλάτων δεν μπορεί να θεωρηθεί με την σημερινή έννοια του όρου θεός .

Ο Επίκουρος είναι ο «έντεχνα» αθεϊστής. Απέφυγε πολλούς σκοπέλους εφευρίσκοντας τα μετακόσμια. Απαλλάχτηκε από εξηγήσεις μιας ζωής προκειμένου να καταστήσει τους θεούς ανενεργά όντα. Μετά και τον παρολίγο πνιγμό του (στην αναγκαστική χειμωνιάτικη αναχώρηση από την Μυτιλήνη) θα ήταν το λιγότερο αφελής αν επικέντρωνε την φιλοσοφία του στον αθεϊσμό. Δεν διακήρυξε επισήμως την ανυπαρξία των θεών, την υπονόησε σαφέστατα καθιστώντας τους αμέτοχους σε όλα στο συμπαντικό γίγνεσθαι. Οι θεοί περιττεύουν στην σκέψη του φιλοσόφου. Ζούνε αλλά δεν υπάρχουν. Οι πυγολαμπίδες περιττεύουν  στο φως, χρειάζονται σκοτάδι για να φέξουν.
Όπως επικούρειος είναι περισσότερο αυτός που ζει επικούρεια και ας μην γνωρίζει τον φιλόσοφο ούτε κατ’ όνομα, παρά αυτός που επίσταται της φιλοσοφίας αυτής ενώ δεν ζει επικούρεια, το ίδιο θεϊστής ή αθεϊστής δεν είναι όποιος επιφανειακά και ανέξοδα δέχεται ή αρνείται την ύπαρξη θεών αλλά αυτός που ζει δια βίου συμβατά με το νόημα αυτών των εννοιών. Ο επικουρισμός είναι στάση ζωής, τρόπος «ζειν» και φιλοσοφία πράξης και όχι γνώση και αποδοχή (η γνώση είναι το μέσο όχι ο σκοπός) το ίδιο στάση ζωής είναι και ο θεϊσμός- αθεϊσμός. Με την αποδοχή των θεών ως αόριστα και περισσότερο διακοσμητικά όντα μίμησης των ανθρώπων, μπορεί κανείς να χαρακτηρίσει τον Επίκουρο θεϊστή;


Μπορώ να κατανοήσω τους θεούς του Επίκουρου μόνο σαν ένα φαντασιακό πρότυπο δυνάμει μίμησης του ανθρώπου, όσον αφορά τη μακαριότητά τους μιας και απαλλαγμένοι από κάθε ανάγκη βίωσης και αυτοσυντήρησης κατά συνέπεια ελεύθερους και αυτάρκεις. Αρκεί όμως ο λόγος αυτός να δικαιολογήσει την ύπαρξή τους; Όσο για τα τυπικά λατρευτικά στους θεούς από τα οποία δεν απείχε αυτό δεν συνεπάγεται κατ’ ανάγκην και αποδοχή τους αλλά τρόπο φυγής από το μάτι του κυκλώνα, αποφεύγοντας σύγκρουση με τους άγραφους θεσμικούς νόμους της κοινής γνώμης.

Τις επικούρειες απόψεις για την ψυχή και τον θάνατο, μας τις διασώζει ως εξής ο Ιππόλυτος:
«Τας δε ψυχάς των ανθρώπων
Λύεσθαι άμα τοις σώμασιν,
Ώσπερ και συγγενασθαι αυτοις τίθεται
…..
Ω ακολουθεί μήτε κρίσεις είναι εν Αιδου
Μήτε δικαστήρια,
Ως ότι αν δράση τις εν τω βίω τούτω
Και διαλάθη,
Ανεύθυνον είναι παντελώς
»
Δηλ.
«Ο Επίκουρος θεωρεί επίσης ότι οι ψυχές των ανθρώπων
διαλύονται ταυτόχρονα με τα σώματά τους,
όπως γεννήθηκαν μαζί τους.
…….
Κατά συνέπεια, στον Άδη δεν υπάρχουν ούτε δίκες
Ούτε δικαστήρια,
Έτσι οτιδήποτε κι αν πράξει κάποιος στη ζωή αυτή
Και περάσει απαρατήρητο,
Δεν του δημιουργεί απολύτως καμία ευθύνη».
Ιππόλυτος (κατά πασών αιρέσεων Ι 22.5)
Επίκουρος. Εκδ. Ζήτρος

 Στον ύμνο του Λουκρήτιου για τον Επίκουρο διαβάζουμε: «Χάμω σερνόταν μπροστά στα μάτια όλων, ατιμασμένη η ανθρώπινη ζωή, πλακωμένη από το βάρος της θρησκείας…. Τότε πρώτος ένας έλληνας τόλμησε να υψώσει τα μάτια του τα θνητά κατά πάνω της και  να της αντισταθεί… Έτσι με τη σειρά της, ποδοπατημένη συντρίβεται η θρησκεία και εμάς η νίκη του μας υψώνει στα ουράνια».
    Λουκρήτιος. Περί της φύσεως των όντων. Ι 62-79
Πώς ποδοπατείται και συντρίβεται η θρησκεία και εμείς υψωνόμαστε στα ουράνια, με ένα θεϊστή Επίκουρο;   


Ο BERNARD RUSSEL  λέει : «Η συντριπτική πλειονότητα των διαπρεπών διανοητών, δεν πιστεύει στην χριστιανική θρησκεία, αλλά αποφεύγουν να το αποκαλύψουν δημοσίως επειδή φοβούνται μήπως χάσουν το εισόδημά τους».

Στην διαπίστωση του RUSSEL αντικαταστήστε τους «διαπρεπείς διανοητές» με τον Επίκουρο. Την «χριστιανική θρησκεία» με τους θεούς των Ελλήνων. Την «απώλεια του εισοδήματος» με την προσαγωγή σε δίκη λόγω αθεϊσμού. Αυτό που προκύπτει είναι η ΕΡΜΗΝΕΙΑ του Επίκουρου, όχι η μετάφρασή του. (Αυτή ανήκει δικαιωματικά στους φιλολόγους). Όταν ο Επίκουρος ζήτησε από τους μαθητές του να φιλοσοφούν κάθε μήνα, προφανώς δεν εννοούσε να του κάνουν μνημόσυνο, αλλά να τον ερμηνεύουν και να προάγουν τη σκέψη του βασισμένοι στα επιτεύγματα της σύγχρονης επιστήμης χωρίς να ξεμακραίνουν από τον πυρήνα της σκέψης του.


Η σύγχρονη επιστημονική ψυχιατρική άποψη παραδέχεται πως η ψυχή δεν είναι οντότητα, ώστε να συνίσταται από διάφορα στοιχεία, όπως την εννόησε ο Επίκουρος ή την παρουσιάζουν οι διάφορες θρησκείες, αλλά την θεωρεί έκφραση, λειτουργία που απορρέει από την φυσιολογική λειτουργία του υλικού εγκεφαλικού κυττάρου του νεοεγκεφάλου του ανθρώπου και εκδηλώνεται με τις ανώτερες πνευματικές ιδιότητες, νόηση, κρίση, μνήμη, συναίσθημα, λόγος και που στη βάση της δεν είναι παρά ηλεκτρικό ρεύμα παραγόμενο από αντιδράσεις χημικών υλικών ουσιών και διαβιβαστικές ουσίες (σεροτονίνη, ακετυλοχολίνη κ.λ.π.).

Πως άλλωστε θα εξηγούνταν οι ιάσεις ψυχικών νόσων με υλικά παρασκευάσματα (φάρμακα); Πώς το υποτιθέμενο άυλο πνεύμα-ψυχή, θεραπεύεται από ύλη; Και ακόμη ας εξηγηθεί πού βρίσκεται η ψυχή στις καταστάσεις απώλειας συνειδήσεως (π.χ. κρανιοεγκεφαλικές κακώσεις), αλλά και κατά την διάρκεια αυτού-τούτου του ύπνου ακόμη! Γιατί η άυλη-πνευματική ψυχή χάνει την συνείδησή της;  Ή μήπως απλά, επειδή δεν υπάρχει ψυχή έτσι που την εννοούν οι θιασώτες της;


Σαν σύγχρονοι επικούρειοι εκείνο που θα κρατήσουμε από τον δάσκαλο και είναι μεγαλειώδες και σημαντικό δεν είναι η σύσταση της ψυχής όπως την περιγράφει ο ίδιος (εφ’ όσον τέτοια δεν υπάρχει, ούτε υλική, ούτε άυλη) αλλά η μετά θάνατον ανυπαρξία της.
Τέλος. Και αυτό θα επιθυμούσε και ο Επίκουρος, ο οποίος δεν θα μπορούσε να αφήσει έξω από την φιλοσοφική του σκέψη τις νέες επιστημονικές ανακαλύψεις και κατακτήσεις της ανθρώπινης διανόησης.
Ο μεγάλος ψυχολόγος C. Jung έλεγε ότι : «Η ύπαρξη της ψυχής ούτε εμπειρικά, ούτε επιστημονικά, ούτε φιλοσοφικά αποδεικνύεται. Το ίδιο και η ύπαρξη του θεού». Και τα δύο θεολογικά είναι πνεύματα και υπάρξεις πνευμάτων άυλων όπως και οι άγγελοι αποτελούν τα φτερουγίσματα της φαντασίας μας  για τον Ι. Ευαγγέλου.
Σε όλες τις θρησκείες αδιαπραγμάτευτη άποψη αποτελεί η αθανασία της ψυχής και η μετά τον φυσικό θάνατο του ανθρώπου ύπαρξή της, με την μορφή μιας άυλης-πνευματικής υπόστασης.
Η ανυπαρξία της ψυχής μετά θάνατον εξαναγκάζει όλες τις θρησκείες σε κατάρρευση και όσοι το αποδέχονται αυτό εκούσια ή ακούσια καθίστανται άθεοι.

Η υλιστική φιλοσοφία αρνείται την ύπαρξη πνευμάτων και πολύ περισσότερο αρνείται αυτά να έχουν αυτοσυνειδησία και συναίσθηση.
Ο Επίκουρος θεωρώντας την ψυχή υλική, φθαρτή και θνήσκουσα ταυτόχρονα με τον θάνατο του ανθρώπου, της αρνήθηκε κάθε άυλης-πνευματικής και αθάνατης μορφής. Αν όμως δεχόταν την άυλη-πνευματική θεϊκή υπόσταση, γιατί αδυνατούσε να δεχτεί το ίδιο και για την ψυχή; Εύλογο ερώτημα που χρήζει απάντησης. Ο στόχος βέβαια του φιλοσόφου ήταν να απαλλάξει τον άνθρωπο από τον φόβο του θεού και του θανάτου. Ο θάνατος ήταν αυταπόδεικτος, ο θεός όμως όχι. Ανεξάρτητα πάντως από την προσωπική άποψη που είχε όσον αφορά την ύπαρξη ή μη των θεών, αυτοί (οι θεοί) θεωρούνταν δεδομένα υπαρκτοί από την συντριπτική μάζα των ανθρώπων που έπρεπε να διαπαιδαγωγήσει. 

Συνεπώς είτε έπρεπε να διδάξει την ανυπαρξία τους σε αντίθεση με ότι πιστευόταν από τους πολλούς και άρα εξαλείφονταν και ο φόβος απ’ αυτούς αυτόματα, είτε να τους δεχτεί όπως έκανε, αλλά παγερά αδιάφορους και επιδεικτικά αμέτοχους σε όλα τα ανθρώπινα δρώμενα και άρα πάλι ο φόβος δεν δικαιολογούνταν. Με αυτόν τον τρόπο αποφεύχθηκε ο κίνδυνος της σύγκρουσης με την κρατούσα αποψη και συγχρόνως δεν αναλώθηκε στο να πείσει για την ανυπαρξία των θεών. Η εν συνεχεία παντελής απουσία των θεών από το κοσμοσυμπαντικό γίγνεσθαι και από την φιλοσοφία του αποδεικνύει ότι τους δέχθηκε συγκαταβατικά ώστε να αποσπάσει την πρώτη αποδοχή των συνομιλητών του και σίγουρα χρησιμοθηρικά. Με άλλα λόγια έπρεπε να μιλήσει στους απλούς ανθρώπους με το δικό τους απλό λεξιλόγιο. Αυτό έκανε και η διορατικότητά του αυτή τελικά τον καταξίωσε πανηγυρικά, χωρίς ωστόσο να τον κατατάξει στους ιδεαλιστές φιλοσόφους. Άφησε όμως σε εμάς το δίλλημα του ένθεου ή άθεου.

Σας θυμίζω την ομολογία ενός επιφανούς επιστήμονα «είμαι ένας βαθιά θρησκευόμενος άπιστος. Δεν πιστεύω σε κανέναν προσωπικό θεό. Η ιδέα αυτή μου είναι ξένη και μου φαίνεται αφελής. Το θρησκευτικό μου συναίσθημα είναι ο απεριόριστος θαυμασμός μου για τη δομή της Φύσης του κόσμου όπως μας την αποκαλύπτει η επιστήμη και δεν έχει αυτό καμία σχέση με τον μυστικισμό». Ποιος διαφωνεί ότι αυτό δεν θα μπορούσε να αποτελεί μία προσφώνηση του Επίκουρου; Κι όμως είναι ένας άλλος αθεϊστής, ο Einstein. Ο Επίκουρος θα ήταν ένθεος μόνο αν δούμε την ελληνική θρησκεία σαν την ευλάβεια του φρόνιμου ανθρώπου στο ρυθμό και στους νόμους  της φύσης. Αν πάλι θεό εννοήσουμε μια απρόσωπη δυναμική κοσμοσυμπαντική έννοια είτε ξεχωριστή είτε ταυτόσημη με το υλικό Σύμπαν σαν ενέργεια ή εντελέχεια που αποσκοπεί στην ευρυθμία του σύμπαντος κόσμου και την ισορροπία της γενεσιουργού Φύσης με τους νόμους που την διέπουν, χωρίς καμία μυστικιστική ιδιότητα στην έννοια θεός, αυτή είναι η υλιστική θεώρηση, τουτέστιν υλισμός και αθεϊσμός. Και εδώ κατατάσσω τον φιλόσοφο.


      Σας μεταφέρω ένα απόσπασμα από το βιβλίο του Γάλλου καθηγητή της ελληνικής φιλοσοφίας  Πωλ Νιζάν (1905-23 Μαΐου 1940 μάχη Δουκέρκης) «ΟΙ ΥΛΙΣΤΕΣ ΤΗΣ ΑΡΧΑΙΟΤΗΤΑΣ».  Λέει λοιπόν ο Νιζάν :
Το μεγαλείο του Επίκουρου έγκειται στο ότι δεν προτείνει όπως αργότερα ο χριστιανισμός μία σωτηρία φυγής προς τον ουρανό, αλλά μία επίγεια προσπάθεια. Δεν υπόσχεται ουράνιο ή μεταθανάτιο πλούτο. Η σωτηρία δεν βρίσκεται στον ουρανό. Εισηγείται μια υλιστική φιλοσοφία.
     Η Επικούρεια θεολογία,  που απέκλεισε κάθε θεία πρόνοια, κάθε θεία διακυβέρνηση του κόσμου, μοιάζει με την αποχή του σοφού. Έθεσε συνάμα τα θεμέλια του υλισμού. Εφεύρε ένα σύμπαν χωρίς πνευματικές δυνάμεις, χωρίς υπερφυσικούς νόμους, δίχως ουράνια δικαιοσύνη.
    

Ο Κλήμης ο Αλεξανδρεύς έλεγε : «Εάν ο Απόστολος Παύλος χτύπησε τους φιλοσόφους, είχε υπόψη του μονάχα τους επικούρειους».
    

Στην επιστολή του Επίκουρου προς Μενοικέα: Ασεβής δεν είναι εκείνος που δεν παραδέχεται τους θεούς των πολλών, παρά εκείνος που προσκολλά στους θεούς τις δοξασίες των πολλών. Όσα νομίζουν οι πολλοί για τους θεούς δεν είναι γνήσιες έννοιες* αλλά πλανημένες υποθέσεις.
* Ο Πωλ Νιζάν σημειώνει : Μονάχα η “ πρόληψη” είναι το στοιχείο της αληθινής γνώσης διότι γεννιέται από την επαναλαμβανόμενη συρροή αισθημάτων. Η Επικούρεια θεωρία για τη γνώση, ξέχωρα από το διανοητικό είδωλο, υποχρεώνει τον Επίκουρο όπως και τον Λουκρήτιο, να παρακάμψουν το είδωλο των θεών και να κατασταλάξουν στην αντικειμενική τους ύπαρξη.
Αλλά η αντίληψη αυτή είναι πρακτικά ταυτόσημη με την αθεΐα εφόσον καταργεί την προσευχή και την λατρεία.
Πωλ Νιζάν  ( Οι  Υλιστές της Αρχαιότητας- Δημόκριτος, Επίκουρος, Λουκρήτιος).

        Ηλίας Καρτσίνης
Μαιευτήρας-Γυναικολόγος