Search
Close this search box.

ΕΠΙΚΟΥΡΟΣ: Η ΣΤΡΑΤΗΓΙΚΗ ΤΟΥ ΕΥΔΑΙΜΟΝΑ ΒΙΟΥ (Περί Αιρέσεων και Φυγών)

  “Ο Επίκουρος έλεγε ότι Φιλοσοφία είναι η δραστηριότητα, που με λόγους και συλλογισμούς υπηρετεί τον Ευδαίμονα βίο» ( Σέξτος ο Εμπειρικός )

Η Ευδαιμονία αποτελεί Κοινό στόχο όλων τωναρχαίων Ελληνικών Φιλοσοφικών Σχολών,τόσο κατά την Κλασσική όσο και κατά την Ελληνιστική περίοδο.

Η έννοια της Ευδαιμονίας διαφέρει από εκείνη της Ευτυχίαςμε την οποία συχνά συγχέεται.Η τελευταία εξαρτάται από εξωτερικούς παράγοντες δηλαδή από την εύνοια της Τύχης. Η Ευδαιμονία δεν εξαρτάται από την Τύχη, αλλά αναβλύζει από τα τρίσβαθα της ανθρώπινης ύπαρξης και δημιουργεί ένα αίσθημα πληρότητας και γαλήνης, όταν πληρούνται ορισμένες προϋποθέσεις.Τόσο οι Σωκρατικές Σχολές όσο και οι Σοφιστές,οι Στωικοί, οι Σκεπτικοί και οι Επικούρειοι θέτουν σαν στόχο τον Ευδαίμονα βίο. Βέβαια οι προϋποθέσεις για κάθε σχολή είναι διαφορετικές.

Για τους Επικούρειους αρχή και σκοπός τουευδαίμονος Βίου είναι η ηδονή, δηλαδή η ευχαρίστηση.Ο Επίκουρος παρατήρησε,ότι όλα τα έμβια όντα έχουν την ενστικτώδη τάση, να αποφεύγουν τον πόνο και να στρέφονται σε ότι τους προκαλεί ηδονή. Πολύ φυσικά λοιπόν συμπέρανε ότι η ηδονή είναι κάτι οικείο γι’ αυτά, συνυφασμένη με την επιβίωσή τους, ενώ ο πόνος κάτι ξένο,που συνδέεται με την απειλή και τον θάνατο. Αφού λοιπόν αυτό ισχύει για όλα τα έμβια όντα, επομένως ισχύει και για τον άνθρωπο.

Αλλά ο άνθρωπος είναι ένα περίπλοκο όν, το μόνο στην Φύση που διαθέτει το χάρισμα και την κατάρα του λόγου. Το μόνο που έχει την ικανότητα να επιδρά στην φύση ενεργητικά και να την τιθασεύει στην βούλησή του και όχι απλά να επιδρά παθητικά όπως τα άλλα έμβια όντα. Είναι επίσης πιθανά το μόνο που έχει επίγνωση της ύπαρξής του και της θνητότητάς του.Ο άνθρωπος δεν έχει λοιπόν απαίτηση μόνο στην επιβίωσή του, αλλά και στην Ευδαιμονία του,δηλαδή τον τρόποπου θα περάσει ευχάριστα τον βίο του μέχρι την στιγμή του θανάτου του.

Τα ένστικτα επομένως δεν αρκούν για να του διασφαλίσουν τον στόχο του.Είναι απαραίτητο να επιστρατεύσει τον λόγο–αυτό το συγκριτικό πλεονέκτημα που διαθέτει απέναντι στα άλλα έμβια όντα – για να χαράξει την στρατηγική του Ευδαίμονα βίου.

Γιατί ο δρόμος που οδηγεί στην Ευδαιμονία,δεν είναι ούτε φαρδύς ούτε ανεμπόδιστος. Λαιστρυγόνες και Κύκλωπες παραμονεύουν στις στενές διαβάσεις. Ο Φόβος, η Αλγηδόνα, η Ανάγκη, η Επιθυμία. Και ο Οδυσσέας– Άνθρωπος πρέπει να μηχανευτεί τρόπους αντιμετώπισης και εξουδετέρωσης των Τεράτων αν θέλει να φθάσει στην Ιθάκη του.

Εδώ ο Παππούς Επίκουρος ξεδιπλώνει την στρατηγική του:

Όσον αφορά τον Φόβο,Ο Επίκουρος παρατηρεί ότι όλοι οι φόβοι των ανθρώπων ανάγονται στον Φόβο του θανάτου,τον Φόβο των θεών και τον Φόβο των φυσικών φαινομένων.

Μιλώντας για το Φόβο του θανάτου διαπιστώνει ότι είναι τελείως αδικαιολόγητος, αφού όσο είμαστε ζωντανοί ο θάνατος δεν υπάρχει και όταν αυτός είναι παρόν δεν είμαστε εμείς εκεί για να τον αντιληφθούμε. Και αυτό γιατί η αντίληψη είναι στην αίσθηση, αλλά ο θάνατος είναι η κατάργηση της αίσθησης.Τίποτα δεν μας λέει ότι υπάρχει κάτι μετά τον θάνατο, ούτε για να μας φοβίζει ούτε για να ελπίζουμε. Και στην  ανυπαρξία είμασταν και πριν γεννηθούμε. Η γνώση ότι η ζωή είναι εφήμερηείναι αυτή που την κάνει πολύτιμη και γλυκιά. Γι’ αυτό πρέπει να απολαμβάνουμε κάθε στιγμή της και να μην την αφήνουμε να κυλά από τα χέρια μας και να χάνεται υποφέροντας με την σκέψη του θανάτου.«Καρπώσου την μέρα» όπως έγραψε και ο μεγάλος ποιητής Βιργίλιος.Στο κάτω κάτω της γραφής δεν έχει τόσο σημασία πόσοχρόνοέζησε κανείς αλλά πόσο ηδονικά έζησε.

Ο Σοφός άνθρωπος κατά τον Επίκουρο, ούτε φοβάται τον θάνατο, ούτε τον επιζητεί όταν τον βαραίνουν τα βάσανα της ζωής. Γιατί κανείς δεν γνωρίζει τι του επιφυλάσσει το μέλλον,αφού αυτό εξαρτάται όχι μόνο από τις ανάγκη και την ελεύθερη βούλησή μας, αλλά και από την τύχη και επομένως τίποτα δεν μπορεί να προκαθοριστεί ή να προβλεφθεί,ούτε κακό ούτε καλό. Είναι επομένως εξίσου δειλός και μίζερος και αυτός που φοβάται να ζήσει και αυτός που φοβάται να πεθάνει.

Ο Φόβος των θεών είναι επίσης ανυπόστατος, γιατί βασίζεται στις ψεύτικες δοξασίες που έχουν οι πολλοί για τους θεούς, που τους αποδίδουν ανθρώπινες αδυναμίες και ιδιότητες. Οι θεοί δεν ασχολούνται μαζί μας. Πολύ δε περισσότερο δεν προνοούν για μάς. Ούτε μας ενοχλούν, ούτε ενοχλούνται από εμάς. Γι’ αυτό ούτε εξευμενίζονται από τους ανθρώπους ούτε οργίζονται εναντίον τους. Αυτές οι καταστάσεις όχι μόνο δεν συνάδουν με την μακαριότητά τους, αλλά χαρακτηρίζουν κατώτερα όντα και όχι θεούς.

Γι’ αυτό και ο άνθρωπος μόνο στον εαυτό του και στους συνανθρώπους του μπορεί να βασίζεται,για να ξεπεράσει τις δυσκολίες της ζωής. Έχει συμφέρον λοιπόν  να κτίζει φιλίες και να συμπαρίσταται με ειλικρίνεια στους φίλους του όταν παρίσταται ανάγκη, για να μπορεί να ελπίζει και στην δική τους συμπαράσταση στα γυρίσματα της Τύχης. «Δι’ αλλήλων σώζεσθαι» συμβουλεύει ο Δάσκαλος και καταλήγει: « Από όλους τους τρόπους που χρησιμοποιεί η Σοφία για να πετύχει την μακαριότητα του βίου, μακράν ο σημαντικότερος  είναι η απόκτηση της φιλίας».

Ο Φόβος των φυσικών φαινομένων ο Επίκουρος διαπιστώνει ότι οφείλεται στην άγνοια των ανθρώπων για τις πραγματικές αιτίες που τα προκαλούν και η συνακόλουθη πίστη στους μύθους. Έτσι  για παράδειγμα έχουν την πεποίθηση ότι οι βροντές και οι κεραυνοί οφείλονται στην οργή των θεών απέναντι στους ανθρώπους, γεγονός που τους γεμίζει άγχος και φόβο. Αυτός υποχωρεί με την γνώση που αποκτά ο άνθρωπος μελετώντας την Φύση και εμβαθύνοντας στους μηχανισμούς της,βασιζόμενος στις αισθήσεις του, τα συναισθήματά του και την λογική του. Η γνώση για τις αιτίες των φυσικών φαινομένων κάνει την Φύση οικεία, γεγονός που μας χαλαρώνει και μας επιτρέπει να απολαμβάνουμε άφοβα και ολοκληρωμένα τις ηδονές, λέει ο Δάσκαλος.

Η Ανάγκη είναι το πιο αδυσώπητο εμπόδιο στον δρόμο για την Ευδαιμονία. Όμως ο Επίκουρος παρατηρεί, ότι οι φυσικές ανάγκες του ανθρώπου εύκολα μπορούν να καλυφθούν και ότι οι περισσότεροι άνθρωποι υποφέρουν από τις ανάγκες που δημιουργούν οι ίδιοι στον εαυτό τους,με τις υπερβολικές και παράλογες επιθυμίες τους, τις μη φυσικές και μη αναγκαίες όπως τις χαρακτηρίζει.  

 « Κακό πράγμα η ανάγκη αλλά δεν υπάρχει καμμιά ανάγκη να ζει κανείς με την ανάγκη ».

Η Στρατηγική που προτείνει ο Επίκουρος συνοψίζεται στον αλγόριθμο των Επιθυμιών:

Χωρίζει τις επιθυμίες σε τρείς κατηγορίες.

Στις φυσικές και αναγκαίες

Στις φυσικές και μη αναγκαίες

Στις μη φυσικές και μη αναγκαίες

Ας εξετάσουμε κάθε κατηγορία ξεχωριστά:

Οι φυσικές και αναγκαίες επιθυμίες, είναι περισσότερο ανάγκες και λιγότερο επιθυμίες.Χωρίζονται σ’αυτές που είναι απαραίτητες για την επιβίωση και σ’εκείνες που είναι απαραίτητες για την διατήρηση καλής σωματικής και ψυχικής υγείας,τις δύο βασικότερες προϋποθέσεις για την επιδίωξη της Ευδαιμονίας.

Αυτές που είναι απαραίτητες για την επιβίωση, αφορούν την εξασφάλιση τροφής και νερού, την ένδυση και ένα ασφαλές κατάλυμα. Η αδυναμία κάλυψης αυτών των αναγκών προκαλεί πόνο που μπορεί να φθάσει ως τον θάνατο.Ο Επίκουρος όμως υποστηρίζει ότι οι αδήριτες αυτές ανάγκες εύκολα μπορούν να καλυφθούν. Η ηδονή της κάλυψής τους εξαλείφει τον πόνο της στέρησης. Στην περίπτωση αυτή η ηδονή είναι ενεργητική ή«κινητική» όπως λέει ο Δάσκαλος καιέχει θέση φαρμάκου που αντιμετωπίζει τον πόνο – ασθένεια και χρησιμεύει μέχρις ότου αυτός εξαφανιστεί.Μετά την αποδρομή του πόνου η ηδονή αυτού του τύπου είναι άχρηστη, αν όχι επικίνδυνη.

Παράδειγμα η ηδονή του φαγητού, που αντιμετωπίζει τον πόνο της πείνας. Μετά τον κορεσμό,αν συνεχίσει κανείς να τρώει, μετατρέπεται σε λαιμαργία καικαταλήγει σε βαρυστομαχιά και δυσφορία, δηλαδή σε νέο πόνο. Αντίθετα αν σταματήσει κανείς μόλις κορεσθεί το αίσθημα της πείνας του,τότε απολαμβάνει την «καταστηματική» ηδονή που ακολουθεί την αοχλησία και την έλλειψη πόνου.

Η διατήρηση της σωματικής υγείαςεπιτυγχάνεται με την άσκηση,τον υγιεινό τρόπο ζωής και την λιτή διατροφή, ενώ η διαταραχή της αντιμετωπίζεται με την παρέμβαση της Ιατρικής.Άλλωστε στις χρόνιες παθήσεις οι πόνοι είναι συνήθως αμβλείς καιστο ισοζύγιο πόνου – ηδονής υπερισχύειη ηδονή, ενώ οι οξείς πόνοι διαρκούν λίγο,γιατί η πάθηση που τους προκαλεί καταλήγει γρήγορα στον θάνατο,ή μεταπίπτει σε χρονιότητα και ύφεση των πόνων, ή καταλήγει σείαση.

Η ψυχική υγεία και ισορροπία είναι η βασικότερη προϋπόθεση για την κατάκτηση της Ευδαιμονίας και η ενασχόληση με την φιλοσοφία, είναι ο σίγουρος δρόμος για να την εξασφαλίσει κανείς και να την διατηρήσει.

« Όπως η ιατρική δεν ωφελεί σε τίποτα αν δεν θεραπεύει τις αρρώστιες του σώματος,έτσι και η φιλοσοφία είναι τελείως άχρηστη αν δεν θεραπεύει τα πάθη της ψυχής».

 Για τον λόγο αυτόν ο Επίκουρος μας προτρέπει να την εξασκούμε από τα νιάτα ως τα γεράματα,κάθε στιγμή της καθημερινότητάς μας και μάλιστα να φιλοσοφούμε με εύθυμη διάθεση και γέλιο.Γιατί ποτέ δεν είναι πολύ νωρίς ή πολύ αργά για την Ευδαιμονία.

Οι φυσικές αλλά μη αναγκαίες επιθυμίες είναι τόσο επιθυμίες όσο και ανάγκες.Σίγουρα επιζητούν την κάλυψη των βασικών αναγκών που προαναφέρθηκαν,αλλά δεν αρκούνται στα βασικά. Επιζητούν τον χιτώνα του Αρίστιππου αντί τον τρίβωνα του Διογένη και προτιμούν την Γαλλική κουζίνα από τον μέλανα ζωμό των Λακεδαιμονίων.

Οι επιθυμίες του είδους αυτού ικανοποιούνται δύσκολα,ενώ η ηδονή που προσφέρουν δεν είναι μεγαλύτερη από εκείνη της στοιχειώδους κάλυψης των αντίστοιχων βασικών αναγκών.Δεν είναι πάντως κατακριτέες από τον Επίκουρο,αρκεί να ικανοποιούνται σπάνια,ώστε να μεγαλώνει το αίσθημα της απόλαυσης όταν συμβαίνουν.«Την πολυτέλεια την απολαμβάνουν ηδονικότερα αυτοί που την έχουν λιγότερο ανάγκη». λέει ο Δάσκαλος.Και αυτοί που την έχουν λιγότερο ανάγκη, είναι εκείνοι που έχουν εκπαιδευτεί στην αυτάρκεια.

Ηαυτάρκεια είναι η στρατηγική του Επίκουρου για να αντιμετωπίζει κανείς τα γυρίσματα της τύχης. Βοηθά τον άνθρωπο, να μάθει να περιορίζει τις ανάγκες του στα λίγα και βασικά τις εποχές των ισχνών αγελάδων, βοηθώντας τον έτσι να διατηρήσει την ψυχική του γαλήνη και την ελευθερία του από εξωτερικές εξαρτήσεις και δεσμεύσεις. Η αυτάρκεια είναι για τον Επίκουρο πλούτος γι’ αυτό και συνιστά: «αν θέλεις να κάνεις πλούσιο τον Πυθοκλή, μην του δίνεις χρήματα, μάθε του να περιορίζει τις ανάγκες του». Η αυτάρκεια λοιπόν προϋποθέτει την φρόνηση για την ορθή αξιολόγηση του αλγόριθμου των επιθυμιών.Δεν είναι όμως αυτοσκοπός, αλλά μόνο μία στρατηγική επιβίωσης σε δύσκολους καιρούς, γι’ αυτό δεν συνίσταται σαν γενικότερος τρόπος ζωής, όπως γίνεται στους Κυνικούς. Ο Επίκουρος στηλιτεύει την υπερβολική λιτότητα την οποία θεωρεί εξίσου αφύσικη όπως και τις μη φυσικές επιθυμίες. Γι’ αυτό και ο ασκητικός βίος θεωρείται αφύσικος για τους Επικούρειους.

Οι μη φυσικές και μη αναγκαίες επιθυμίεςαπό τις οποίες ο Δάσκαλος ρητά μας αποτρέπει, είναι αρρωστημένες επιθυμίες, που δημιουργούν ένα κυκεώνα δυσεκπλήρωτωναναγκών στο μυαλό των ανθρώπων που τις έχουν και τους οδηγούν σε μόνιμη ταραχή και δυστυχία.

Οι Επιθυμίεςγια  Δόξα, Δύναμη και Πλούτο εντάσσονται σε αυτήν την κατηγορία, και είναι ακόρεστες και χωρίς όρια. Έτσι χωρίς όρια και χωρίς τέλος είναι και οι ανάγκες που δημιουργούν. Οι άπληστοι άνθρωποι είναι καταδικασμένοι να ζουν στα δεσμά της ανάγκης, για απόκτηση όλο και περισσότερων υλικών αγαθώνκαι της καχυποψίας και της ανασφάλειας, αφού γνωρίζουν ότι προκαλούν τον φθόνο των ανθρώπων, έως ότου ο θάνατος τους απαλλάξει από την ταραχή και την δυστυχία.

« Είναι καλύτερα άφοβος να πλαγιάζεις σε αχυρένιο στρώμα, παρά ταραγμένος σε χρυσό κρεββάτι »

Ο Επίκουρος δεν καταδικάζει την επιθυμία για απόκτηση υλικών αγαθών,αλλά επισημαίνει ότι αυτά πρέπει να  αποκτούνται χωρίς ανταγωνισμούς καιμεγάλη προσπάθεια,τέτοια που να προκαλεί μεγαλύτερο πόνο απ’ ότι η χαρά της απόκτησής τους. Και μας αποτρέπει από την απληστία, συμβουλεύοντας να μην περιφρονούμε όσα έχουμε και να λαχταρούμε άκριτα όσα δεν έχουμε, γιατί και αυτά που έχουμε κάποτε τα είχαμε επιθυμήσει και καταβάλαμε προσπάθεια, πληρώνοντας συγκεκριμένο αντίτιμο πόνου για να τα αποκτήσουμε.

Θα έχουμε ήδη παρατηρήσει ότι η Επικούρεια Φιλοσοφία λειτουργεί σαν μία ζυγαριά ακριβείας, όπου σε κάθε στιγμή της ζωής του ο Σοφός άνθρωπος,προκειμένου να αποφασίσει τί θα επιλέξει και τι θα απορρίψει,υπολογίζει το ισοζύγιο ηδονής – πόνου. Η ακρίβεια της μέτρησης εξαρτάται από την φρόνηση του,αλλά το αποτέλεσμα της ζύγισης εξαρτάται από την βαρύτητα που αποδίδει στην ηδονή σε σχέση με τον πόνο σε κάθε περίσταση.

Δεν είναι δηλαδή απαραίτητο να επιλέγουν ή να απορρίπτουν όλοι οι άνθρωποι τα ίδια πράγματα. Έτσι άλλος επιλέγει να ασχοληθεί με την πολιτική,γιατί αν δεν το κάνει θα υποφέρει, ενώ άλλος θα αποτραβηχτεί στην ανωνυμία, προκειμένου να έχει το κεφάλι του ήσυχο και πιθανότατα στην θέση του! Άλλος θα επιλέξει τον γάμο γιατί προσβλέπει στην ηδονή της οικογένειας και άλλος θα τον αποφύγει γιατί θεωρεί ότι τα προβλήματα που είναι συνυφασμένα με αυτόν και την απόκτηση τέκνων βαρύνουν περισσότερο στο ζύγι.

Έτσι δεν θα επιλέξουμε όλες τις ηδονές,αλλά θα απορρίψουμε εκείνες που αν τις επιλέξουμε θα μας προκαλέσουν μεγαλύτερο πόνο και θα επιλέξουμε το μονοπάτι του πόνου αν προβλέπουμε ότι θα μας οδηγήσει σε λεωφόρο μεγαλύτερων ηδονών. Ο πόνος της γέννας προηγείται της ηδονής της μητρότητας. Και ο πόνος του πολέμου είναι επιλέξιμος προκειμένου να υπερασπιστούμε την ηδονή του ελεύθερου βίου.

Εκτός από τους σωματικούς πόνους ο Επίκουρος διακρίνει και τους ψυχικούς πόνους που θεωρεί χειρότερουςαπό τους σωματικούς και αντίστοιχα τις ψυχικές ηδονές που θεωρεί ανώτερες από τις σωματικές.Και αυτό γιατί οι πόνοι και οι ηδονές της ψυχήςδεν περιορίζονται μόνο στο παρόν όπως συμβαίνει με τα σωματικά αντίστοιχά τους, αλλά εκτείνονται τόσο στο παρελθόν όσο και στο μέλλον.Έτσι ένα τραυματικόψυχικό βίωμα δεν ταλαιπωρεί τον άνθρωπο μόνο στο παρόν αλλά του καταστρέφει και το παρελθόν σαν ανάμνηση ενώ υπονομεύει την δυνατότητά του για ευδαιμονία στο μέλλον. Από την άλλη, την ηδονή της Φιλίας δεν την απολαμβάνει κανείς μόνο στο παρόν, αλλά αυτή επεκτείνεται τόσο στο παρελθόν σαν γλυκιά ανάμνηση, όσο φυσικά και στο μέλλον σαν όμορφη προοπτική.

Ο Επίκουρος διαχωρίζει επίσης τις ηδονές σε «κινητικές» και «καταστηματικές».

Οι κινητικές ηδονές είναι όσες προκαλούν χαρά και ευχαρίστηση, αλλά και όσες καλύπτουν τις βασικές μας ανάγκες όπως έχει ήδη αναφερθεί, εξαλείφοντας τον πόνο της στέρησης.

Ο Επίκουρος δίνει πραγματικό περιεχόμενο στην θολή ιδέα του πλατωνικού «αγαθού» λέγοντας ότι « δεν μπορώ να κατανοήσω το αγαθό αν αφαιρέσω την ηδονή του φαγητού, την ηδονή του έρωτα, την ηδονή των μουσικών ήχων, την ηδονή που προσφέρουν οι χορευτικές φιγούρες μιας αιθέριας ύπαρξης!

Η απόλαυση των ηδονών αυτού του τύπου όμως έχει όρια. Όρια που θέτει η μέγιστη Επικούρεια αρετή η φρόνηση. Η απόλαυση των ηδονών χωρίς όρια οδηγεί στην κραιπάλη και την ασωτία, στην απώλεια του νοήματος της ζωής, την κενότητα και την δυστυχία.

Όμως η μέγιστες ηδονές για τον Επίκουρο είναι οι «καταστηματικές» λεγόμενες ηδονές ή ηδονές κατάστασης που προκύπτουν από την έλλειψη σωματικού πόνου και την έλλειψη ψυχικής ταραχής. Οι ηδονές αυτού του τύπου, όταν πληρούνται, οδηγούν στην Ευδαιμονία που είναι και ο σκοπός του ηδονικού βίου.  Οι καταστηματικές ηδονές είναι κατ’ εξοχήν προνόμιο των μακαρίων θεών, που διάγουν σε πλήρη Ευδαιμονία, ενώ οι άνθρωποι σπάνια και φευγαλέα μπορούν να προσεγγίσουν μία τέτοια κατάσταση. Και αυτό γιατί ενώ σε νεαρή ηλικία η ψυχή είναι ανήσυχη η μεγάλη ηλικία είναι επιρρεπής σε σωματικούς πόνους. Είναι λοιπόν η φιλοσοφίατης φύσης εκείνη που θα εκπαιδεύσει τον άνθρωπο να βρίσκει πάντα την σωστή ισορροπία ώστε να βιώνει όσο το δυνατόν περισσότερες στιγμές Ευδαιμονίας σε κάθε ηλικία. Γι’ αυτό και δεν είναι ποτέ νωρίς ούτε αργά για φιλοσοφία όπως μας προτρέπει ο Δάσκαλος.

Στην Επικούρεια φιλοσοφία οι αρετές δεν είναι αυτοσκοπός όπως για παράδειγμα στους Στωικούς, αλλά το μέσον που οδηγεί στο Επικούρειο «αγαθό» την ηδονή.

Αν λοιπόν επιζητούμε να είμαστε ενάρετοι, συνετοί  και δίκαιοι στην ζωή μας, αυτό δεν το κάνουμε για να τηρήσουμε κάποιες μεταφυσικές ηθικές αξίες, αλλά επειδή οι αρετές  όπως η δικαιοσύνη, η σύνεση, η φρόνηση είναι προϋποθέσεις μιας γαλήνιας και ηδονικής ζωής.  Αρετές που δεν οδηγούν στην ηδονή είναι απλά άχρηστες.

Γι’ αυτό η μέγιστη Επικούρεια αρετή είναι η Φρόνηση. Ο Δάσκαλος την θεωρεί σημαντικότερη από την Φιλοσοφία την ίδια. Είναι ο μηχανισμός της ζυγαριάς ακριβείας με την οποία ζυγίζουμε κάθε στιγμή τα δεδομένα ώστε να αποφασίζουμε τι μας συμφέρει να επιλέξουμε και τι να απορρίψουμε στην πορεία μας για τον ευδαίμονα βίο.

Δεν θα διαλέξει ο Δάσκαλος για μάς. «Περί ορέξεως ουδείς λόγος» όπως λέει.Μας απαριθμεί στις Κύριες Δόξες τις αυτονόητες συνέπειες διάφορων πράξεων και συμπεριφορών, όπως η φιλία, η δικαιοσύνη, η αδικία, η ενασχόληση με την πολιτική, ηδημιουργία οικογένειας, το αχαλίνωτο σεξ, το κυνήγι δόξας και πλούτου κ.α. κάνει παραινέσεις ή διαπιστώσεις μέσα από την εμπειρία της ζωής που δύσκολα μπορούν να αμφισβητηθούν,αλλά ποτέ δεν παίρνει δογματική θέση για το τί πρέπει να επιλέξει ο καθένας. Πως θα μπορούσε άλλωστε, αφού η Επικούρεια Φιλοσοφία είναι η Φιλοσοφία της Ελεύθερης Βούλησης και επομένως της Ελεύθερης Επιλογής και της Ατομικής Ευθύνης.

Είναι χαρακτηριστικήη δήλωσή του,ότι ακόμα και η αδικία,δεν είναι κατ’ αρχήν κακό,εννοώντας ότι δεν εντάσσεται σε ένα μεταφυσικό πλαίσιο αξιολόγησης του καλού και του κακού, αλλά κακό την κάνουν οι συνέπειες της,πουβαρύνουν πολύ στο ζύγι σε σχέση με το όφελος της άδικης πράξης. Αλλά  και αυτό ακόμα να μην συμβεί,η άδικη συμπεριφορά σε βάθος χρόνου έχει συνήθως αρνητικό ισοζύγιο για τον αδικούντα.

Έτσι το σημαντικό για τον Επίκουρο είναι να μας προμηθεύσει την κατάλληλη ζυγαριά. Να γιατί θεωρεί την Φρόνηση ανώτερη από την Φιλοσοφία. Γιατί όσο και να φιλοσοφήσει κανείς χωρίς φρόνηση δεν πρόκειται να βιώσει την Ευδαιμονία, αφού αυτή εξαρτάται από τις επιλογές μας στον πραγματικό κόσμο και όχι από το αν φιλοσοφούμε περί του νοήματος της Ζωής,της Ύπαρξης και του Σύμπαντος κόσμου.Θεωρεί δε ότι είναι προτιμότερο να αποτύχει  κανείς σε μια του επιλογή που την έκανε με φρόνηση παρά να πετύχει σε μια επιλογή που την έκανε στην τύχη.Στο κάτω κάτω της γραφής ό,τι και να μας φέρει η τύχη είναι στο χέρι μας να το διαχειριστούμε προς όφελός μας.

Γίνεται φανερό ότι ηΕπικούρεια Ηθική διαφέρει ριζικά από τις ηθικές άλλων φιλοσοφιών και θρησκειών που στηρίζονται σε αναπόδεικτες μεταφυσικές αρχές, αποκαλύψεις και επιφοιτήσεις.Η Επικούρεια ηθική βασίζεται στην αξιολόγηση με την φρόνηση των δεδομένων της πραγματικότηταςγια να κρίνει τι έχουμε συμφέρον να επιλέξουμε και τι να απορρίψουμε για να κερδίσουμε την Ευδαιμονία σ’ αυτόν τον κόσμο και όχι μετα θάνατον.