Search
Close this search box.

Ευτυχία και επικούρεια φιλοσοφία για μεγάλα παιδιά.

Όπως και στα περιβόλια της φύσης, ο χρόνος ωριμάζει τους αμέτρητους καρπούς της : Έτσι και ο καιρός* μπορεί να ωριμάσει τους ανθρώπους και να οδηγήσει τα βήματά τους σ’ έναν Κήπο.

Είναι ο Κήπος μιας ανοικτής αγκαλιάς γεμάτη από τους καρπούς αιωνόβιας ελιάς όπου άλεσε, με έργα όμορφα και λόγια σοφά, το γνήσιο λάδι του ένας μοναδικός Έλληνας Σοφός. Ένας πραγματικός και Γνήσιος Δημοκράτης, ισάξιος του περίφημου Σόλωνα. Έλληνες κι οι δυο, αστέρες μεγάλου βεληνεκούς, όπου έζησαν κι έλαμψαν σε τούτα τα αγαπημένα χώματα, αυτής της μικρής πατρίδας μας, η οποία από τότε έως και σήμερα ελπίζει κι ονειρεύεται την πραγματική δημοκρατία!

Όμως γιατί μπορεί ακόμη να ελπίζει και να ονειρεύεται;

Διότι: «Τότε και τον φιλόσοφον Επίκουρον ιστορούσι διαθρέψαι τους συνήθεις κυάμους προς αριθμόν μετ’ αυτών διανεμόμενον». Όπου αυτό σε μια ελεύθερη μετάφραση θα πεί : Σ’ αυτή τη χώρα έζησα, τούτο τον Κήπο ίδρυσα κι όσοι βρέθηκαν κοντά μου ιστόρησαν, με τα έργα και τα λόγια τους, τη φιλοσοφία μου. Γιατί όλα τους εδώ είναι κουκιά μετρημένα ένα προς ένα, ικανά να θρέψουν παγκοσμίως την πνευματική πείνα πολλών ανθρώπων, εδώ και 2.300 χιλιάδες χρόνια.

Επίκουρος και Επικούρεια φιλοσοφία. Ακούγοντας αυτό το όνομα, οι πρώτες λέξεις που μπορεί να μας έλθουν στο νου και τις συναντάμε συχνά στη καθουμιλουμένη είναι : Το επικουρικό ταμείο κι ο επίκουρος καθηγητής. Όταν τις λέμε είναι όποτε θέλουμε να δηλώσουμε κάτι το βοηθητικό. Έτσι μπορεί να εισχωρήσει στη ζωή μας η επικούρεια φιλοσοφία, βοηθητικά, για να μας πει τι ; Όταν μιλάτε για ευτυχία μη το ψάχνετε και πολύ, γιατί είναι κάτι που υπάρχει μέσα σας κι έτσι είναι η «φτιαξιά» σας, να μπορείτε και να το διατηρείτε δια βίου. Γιατί είναι εκείνη η αρχική κατάσταση, όπου με καθαρό νου και γνώση μπορείτε εύκολα όποτε το θελήσετε, να βρίσκετε τη δύναμη και να το διατηρείτε. Τι όμορφα λόγια!! Έτσι απλά κι αβίαστα, σαν μια παρακαταθήκη κι ένα κληρονομικό δικαίωμα η ευτυχία, να τη κληροδοτεί η φύση σε μας τους ανθρώπους, μ’ όλα όσα υπάρχουν γύρω μας κι αντιλαμβανόμαστε με τις αισθήσεις μας.

*Εδώ η λέξη καιρός με την έννοια που τη λέγαν οι έλληνες, δηλαδή η κατάλληλη στιγμή που αλίμονο αν την αφήκεις και προσπεράσει!

Τώρα αν θελήσουμε να μιλήσουμε λίγο και με επιστημονικούς όρους, στους φυσικούς μας, κι αναφέρουμε ένα παράδειγμα μπορεί να μας οδηγήσει και σ’ ένα συμπέρασμα: Αν εφαρμόσουμε το 2ο νόμο της θερμοδυναμικής και υποθέσουμε ότι κάθε σώμα με τη νόηση του ανθρώπου είναι ένα κλειστό κύκλωμα : «Τότε για να μην προκληθεί αταξία, δηλαδή η εντροπία, θα πρέπει να δέχεται και μια συνεχή τροφοδότηση μιας ενέργειας έξω από τον εαυτό του, έτσι ώστε να το συντηρεί και να το διατηρεί στην αρχική του τάξη». Όμως αυτή η δύναμη της ενέργειας δεν είναι μετρήσιμη, προς απογοήτευση των φυσικών μας, εδώ δεν έχουμε σύμβολα όπως αμπέρ, βάτ και ίππους. Εδώ στη δύναμη τίθεται κάτι άλλο μετρήσιμο στο λίγο ή στο πολύ και λέγεται «βούληση».

Είναι αυτό που μας είπε ο μεγάλος φιλόσοφος Φρήντιχ Νίτσε, ο καίρια επηρεασμένος από την Επικούρεια φιλοσοφία. Μόνο που εκείνος δεν μίλαγε γλυκά σαν τον Επίκουρο, εκείνος βρυχόταν σαν την αρκούδα πάνω στα ψηλά βουνά. Έτσι πάνω εκεί σε μια κραυγή-βρυγχηθμό του, μας είπε τρεις λέξεις στη γλώσσα του: «Wille zur Macht»=«Βούληση για δύναμη».. Όπου, βέβαια, κι εδώ δεν εννοούσε τίποτα απ’ όσα κατάλαβε ο πανίβλαξ ο Χίτλερ ή η σύγχρονή μας κυρά Μέρκελ. Άλλο εννοούσε εκείνη η μεγαλοφυία κι ήταν αυτό, σε μια απόδοση του νοήματος του από τον σύγχρονο Έλληνα φιλόσοφο, Δημήτρη Λιαντίνη:.

«Πολεμήστε το σκουλήκι της αδυναμίας μέσα σας, το φτηνό εγωισμό σας, την αδιαφορία σας για το συνάνθρωπο, τις προλήψεις της ηθικής σας και αμολείστε στα φτερά του αγέρα τον αητό. Τότε θα αποβασκάνετε το παρόν. Και θα ιδρύσετε το μέλλον του ανθρώπου»..

Σε μια πρώτη παρατήρηση πάνω στην ετυμολογία της λέξης ευτυχία, θα δούμε πως έχει να κάνει και με την καλή τύχη ( ευ+τύχη). Μήπως δεν είναι καλή τύχη η στιγμή της σύλληψης μας κι ο ερχομός μας στη ζωή ; Σ’ αυτό εδώ το σημείο θα ήθελα να κάνω μια στάση, γυρίζοντας λίγο το χρόνο πίσω και να αναφέρω κάποιες εμπειρίες. Μήπως έτσι καταφέρω να περιγράψω με λίγες εικόνες την ευτυχία. Όπως επίσης θα ήθελα να προσθέσω και κάτι άλλο που είπε ένας ιταλός, ο σκηνοθέτης Φρεντερίκο Φελλίνι : «Ευτυχία είναι, καθώς μεγαλώνεις, να μη ξεχνάς εκείνο το παιδί που κρύβεις μέσα σου». Μήπως άραγε σ’ εκείνο το παιδί που κρύβουμε μέσα μας, θα ανακαλύψουμε και εκείνες τις κινητικές και καταστηματικές ηδονές, όπως μας τις αναφέρει κι ο Επίκουρος;

Έτσι μεγαλώνοντας στην πανέμορφη ελληνική φύση και μέσα σ’ ένα μεγάλο αγρόκτημα, αυτό το βουνό της τύχης το είδα ακόμη πιο ψηλό.

Κι εδώ κολλάει ο Όλυμπος με το Νέκταρ και την Αμβροσία του, όπου οι άνθρωποι είναι οι θεοί ευδαίμονες κι ελεύθεροι, να τρώνε και να πίνουν αυτά τα δυο αναγκαία τους και να μη δίνουν, μα ούτε και να ζητάνε από κανέναν λογαριασμό.

Γιατί όταν, κάποια στιγμή, πληροφορήθηκα και την ύπαρξη χωρών που τις λένε και τριτοκοσμικές, καθώς σύγκρινα, αναρρωτιόμουν : Για φαντάσου να είχα γεννηθεί σε μια τρισάθλια παράγκα σε κάποια απ’ αυτές τις χώρες, όπου εκεί τα φυσικά και τα αναγκαία είναι καταδικασμένοι οι άνθρωποι, να τα έχουν ζητούμενα από τη στιγμή της γέννησης τους; Κι αν ήμουν ένα παιδί από εκείνα τα χιλιάδες παιδιά που, πριν ακόμη δουν καλά-καλά το φως του ήλιου, πεθαίνουν από πείνα κι αρρώστιες ; Γιατί αυτό το κληρονομικό δικαίωμα τους στην ευτυχία, το πήρα όλο εγώ; Τι έφταιξε;

Έτσι καθώς μαθαίναμε στο σχολείο και ιστορία, κάποια στιγμή αγανάκτησα και της φώναξα δυνατά τρεις λέξεις : «Απληστία» «Ανοησία». και «Πόλεμος». Κι αυτή (η ιστορία) μ’ άκουσε και μου απήντησε κυνικά με ημερομηνίες και γεγονότα όπου έπρεπε να τα αποστηθίσω, μέσα από ατέλειωτες περιγραφές του του Ηρόδοτου, του Θουκιδίδη και του Ξενοφώντα. Έτσι μπήκα σ’ αυτό το μπελά, μη και τυχόν με στείλουν κι οι δάσκαλοι τιμωρία σ’ εκείνες τις τριτοκοσμικές χώρες.

Προσωπικά εκείνο που η τύχη το’φερε να υπάρχει εκτός μου, το θεώρησα σαν ένα πρωταρχικό σημείο για τη διατήρηση μιας κατάστασης εντός μου με το να επιλέγω: Να επιλέγω όλα τα υλικά του αργαλειού μου, τα βαρίδια του, τα πολύχρωμα νήματα του και να υφαίνω καθημερινά εικόνες και συναισθήματα μ’ όλες τις αισθήσεις μου τεντωμένες. Σαν τις κεραίες ενός δορυφόρου της ΝΑΣΑ , όπου στέλνει ραδιοκύματα από το Σύμπαν προς τη γη και τούμπαλιν. Όλα όσα αντιλαμβανόμουν και σκεφτόμουν περιέγραφαν καθημερινά εκείνο που ήθελα να το διατηρήσω και να το λέω «χαρά».

Αχ, αυτή η μεγάλη φιλενάδα μας η χαρά κι εμείς οι μικροί της σύντροφοι σ’ ένα καθημερινό ταξίδι για την εξερεύνηση του Κόσμου. Και καθώς η νύχτα ύφαινε τα σκοτεινά πέπλα της και κεντούσε στον ουρανό τ’ αναρίθμητα αστέρια του, εμείς κεντούσαμε στο νου μας όλα όσα είδαμε τη μέρα, μέχρι να μας πάρει ο ύπνος. Πόσα ονόματα, αρώματα, χρώματα και γεύσεις!!

Εκείνο το αχνιστό ψωμί που έβγαζε η γιαγιά από το φούρνο με τα ξύλα και μας έδινε μια φέτα βρεγμένη με λάδι και ζάχαρη. Το κρύο νεράκι που έβγαζε ο παππούς από ένα βαθύ πηγάδι. Αμ’ εκείνος ο κουβάς από λαμαρίνα δεμένος με ένα χοντρό σκοινί, τι θόρυβο έκανε σ’ όλες τις προσπάθειες να ανεβεί πάνω με τον πολύτιμο θησαυρό του, γκαπ-γκάπ-γκουπ.

Όταν άρχισαμε να μετρούμε τα ζώα ήταν η πρόσθεση : Δυο οι σκύλοι, τρία τα κατσίκια, τέσσερις οι γάτες, δέκα οι κότες. Στα περιστέρια, στα λουλούδια και στα δέντρα, ήσαν πολλά και χάσαμε το λογαριασμό. Κι όταν τα δέντρα μας γέμιζαν με τους καρπούς, να και οι εποχές! Τα πορτοκάλια και τα μανταρίνια, ο χειμώνας! Ζαλάδα η άνοιξη με τις ευωδιές και τα χρώματα των λουλουδιών! Τα γλυκά ροδάκινα και τα βερύκοκα, το καλοκαίρι. Εδώ κι η γαλάζια ελληνική θάλασσα που δεν θές να ξεκολλήσεις απ’ τη δροσερή αγκαλιά της. Κι ο ήλιος, εκείνος ο πρώτος, ο ζηλιάρης, να ρίχνει πάνω στα νερά τα «χέρια αχτίνες» του για να πλατσουρίσει μαζί μας! Ήθελε, λέει, να δροσιστεί λίγο, μα τσουρούφλιζε εμάς σαν κόκκινους αστακούς. Μα όταν έπιανε η βροχή το τρελό χορό της με το φθινόπωρο, όλα τα ξεδιψούσαν γύρω τους.

Κάθε μέρα η χαρά ήταν που μας χάριζε την ενέργεια, για να τρέχουμε σαν το κατσίκι πάνω-κάτω μέσα σ’ εκείνο το αγρόκτημα. Όταν κάποια στιγμή θελήσαμε να της τραγουδήσουμε όλα όσα βλέπαμε γύρω μας, τότε σκαρώναμε και κάτι στιχάκια με όλες τις ξεχασμένες νότες του πενταγράμμου: Τα περιστέρια ελεύθερα πετάνε// κλαδί ελιάς στο ράμφος τους κρατάνε// τα φωνάζουμε κι εκείνα απαντάνε// τιτίβισμα μιλάνε//χρυσό καλαμποκάκι στα χέρια μας τσιμπάνε// στους ώμους μας πατάνε//μπερδεύουν τα μαλλιά μας και γελάνε//λευκά περιστεράκια εγέμισ’ όλη η γη!!

Μα όταν διάβασαμε ποίηση, είδαμε τη χαρά να μας γελά σ’ όλο της το μεγαλείο, μέσα σε αυτούς τους δυο στίχους ενός μεγάλου μας Ποιητή, του Διονύσιου Σολωμού : «Δεν το’λπιζα να’ναι η ζωή μέγα καλό και πρώτο» ή «Πως έστησε ο έρωτας χορό με το ξανθό Απρίλη». Έτσι κάποιο ξανθό Απρίλη της εφηβείας μας, ανακαλύψαμε μέσα σ’ εκείνο το αγρόκτημα, μια κρυφή γωνιά με κάτι μώβ ζουμπούλια, που ανέδυαν μια τρελή ευωδιά. Τότε είπαμε ότι η «τρέλλα» και ο «έρωτας» μπορεί να έχουν το άρωμα και το χρώμα τους.

Ήλθε όμως και μια συννεφιά, λίγο πριν από ένα πάσχα, όπου στο καθημερινό ταξίδι έχασα τη μεγάλη φίλη μου, τη χαρά. Ήταν μια άνοιξη όταν είδα τον παππού, να έχει κρεμάσει πάνω σε ένα δέντρο ένα απ’ τα τρία κατσίκια και να το γδέρνει.

Ήμουν μονάχη όταν έμαθα την αφαίρεση κι εκείνο το «ποτέ πια». Γιατί την επόμενη άνοιξη δεν ξαναμέτρησα κι ούτε ματαείδα, από τότε, εκείνο το μικρό κατσίκι να βοσκά στο χλωρό χορτάρι. Εκείνο το «ποτέ πια» του θανάτου, το ένιωσα να ηχεί πολύ δυνατά, εντός μου. Σαν μια παραφωνία που ο θόρυβος του «κούφανε» τα σωθικά μου και μ’ έκανε να κλάψω. Εκείνη τη μέρα δεν ήθελα να τρέξω. Έτσι καθώς περιδιάβαινα αργά και γύρω-γύρω το αγρόκτημα μες τη θολούρα των δακρύων μου, δεν είδα καλά και σκόνταψα σ’ ένα χοντρό καλάμι.

Βρέθηκα με τη μούρη κάτω στο χώμα όταν με επισκέφτηκε κάτι άλλο που λεγόταν λύπη. Κι ο πόνος της είχε ζωγραφίσει τις πληγές στα χέρια και στα γόνατα μου. Αυτό μ’ έκανε να φωνάξω δυνατά: Μα που πήγε η χαρά ;

Η φωνή μου, ήχησε απέναντι σε ένα μεγάλο ύψωμα κι επέστρεψε πάλι πίσω «ΧΑΡΑΑΑΑ». Εκείνη η ηχώ μ’ έκανε να κοιτάξω γύρω μου : Όλα ήταν όπως χθες και προχθές. Όλα ήταν στη θέση τους. Όλα διατηρούσαν την καθημερινότητα τους. Κάτι έλειπε, κι ήταν εκείνο το μικρό κατσίκι. Όμως τα περιστέρια ακόμη τιτίβιζαν χαρούμενα, οι σκύλοι ακόμη γαύγιζαν, τα δέντρα ακόμη είχαν τους καρπούς τους…Και τα λουλούδια ; Να’ τα όλα εκεί γύρω κι εγώ να κλαίω σαν χαζή. Πόσο θα κρατήσει αυτό σκέφτηκα;

Όχι, αυτό δεν είναι κάτι που θέλω να διατηρήσω μέσα μου, όχι αυτή δεν είναι η χαρά μου. Κάτι πρέπει να κάνω και κοίταξα το καλάμι που σκόνταψα. Το σήκωσα, το κράτησα σφιχτά και σκέφτηκα: Αυτό θα είναι το όπλο μου ενάντια στα δάκρυα και στη λύπη. Μ’ αυτό το καλάμι θα βρίσκω τη δύναμη και θα τα διώχνω. Μ’ αυτό θα σχηματίζω πάνω στο χώμα κύκλους και μέσα τους θα χαράζω εμένα κι όλα εκείνα που μ’ έμαθε η χαρά ν’ αγαπώ : Τους ανθρώπους, τα ζώα και τα δέντρα. Για να μη ξεχνώ, πως θα υπάρχουν εκεί μέχρι να πιάσουν οι πρώτες βροχές του Σεπτέμβρη, όπου όλα τότε θα σβηστούν και θα χαθούν. Κι όταν σταματούν οι βροχές, θα τρέχω πάλι να τα ξανασχηματίζω. Μέσα σ’ αυτό το «παιχνίδι», αυτό το «γίγνεσθαι» με τους κύκλους, βγήκε και ένα συμπέρασμα: «Όλα στη φύση γεννιούνται και πεθαίνουν σχηματίζοντας τους κύκλους τους».

Το παιδί παρατηρεί, παίζει και βγάζει αυθόρμητα και κάποια συμπεράσματα, γιατί όπως είπε και ο Θαλής ο Μιλήσιος : «Η παιδική ηλικία δείχνει τον άνθρωπο, όπως η αυγή την ημέρα». Όμως υπάρχουν και κάποιοι, όπως π.χ. «ο παπάς μιας ενορίας», ο οποίος υποχρέωνε, τότε, τους γονείς να στέλνουν τα παιδιά τους κάθε Κυριακή στην εκκλησία. Μα εμένα δεν μου έφτανε αυτό, έπρεπε να πάω την ίδια μέρα το απόγευμα και στο κατηχητικό.

Όταν το μόνο που σαν παιδί ήθελα ήταν να παίξω, όχι στο δικό του παράδεισο, αλλά στο δικό μου μέσα σ’ εκείνο το αγρόκτημα, όπου όλα όσα ήθελα τα έβρισκα και ήσαν χειροπιαστά. Αυτό το υποχρεωτικό έγινε ο μπελάς μου, όχι μόνο γιατί μου στερούσε την ελευθερία μου, αλλά δεν μου έδινε και απαντήσεις στα «γιατί» μου.

Και μια μέρα όταν είπα τι έκανα με τους κύκλους, όταν τα ζώα και οι άνθρωποι πεθαίνουν, ο παπάς με διόρθωσε :

– Τα ζώα, παιδί μου, δεν λέμε ότι πεθαίνουν, λέμε ότι ψοφάνε. –

Γιατί πάτερ, τον ρώτησα?

– Διότι αυτά, μου απήντησε, δεν θα αναστηθούν, σαν εμάς τους ανθρώπους, για να κληρονομήσουν την αιώνιο ζωή και τη βασιλεία των ουρανών.

— Ναι ό,τι πείτε, εκείνα τα σκοτώνουμε, τα γδέρνουμε και τα τρώμε κάθε πάσχα και μετά το πανηγυρίζουμε κιόλας, για να λέμε ότι ψοφάνε. Όμως μήπως λέμε ότι ψοφάνε, γιατί δεν μπορούν να σκεφτούν και να μιλήσουν σαν εμάς τους ανθρώπους; Μήπως γιατί δεν καταλαβαίνουν ότι θα ψοφήσουν; Εμείς όμως είμαστε οι άνθρωποι που σκεφτόμαστε, μιλάμε και καταλαβαίνουμε ότι όπως και τα ζώα θα ψοφήσουν, έτσι κι εμείς θα πεθάνουμε μια μέρα. Όσο για την αιώνιο ζωή και τη βασιλεία των ουρανών, αν δούμε του χρόνου το πάσχα, εδώ δίπλα μας σε εκείνους τους τάφους τους κεκοιμισμένους δούλους σας, να ψήνουν κατσίκια και να χορεύουν τσάμικο και καλαματιανό, τότε θα το επαληθεύσουμε. Κι αφού ενοχλούσα συχνά τον παπά με ερωτήσεις μου, στο τέλος με είπε και «αρχιφασαρία» κι έπαψαν η εκκλησία και το κατηχητικό να είναι για μένα υποχρεωτικά. Λίγο αργότερα στο γυμνάσιο και σε έναν αυστηρό καθηγητή θεολόγο, όταν κάποια στιγμή τον ρώτησα :

– Όλα αυτά που λέει η θρησκεία και μας περιγράφετε κι εσείς, γιατί εμείς δεν μπορούμε να τα αντιληφθούμε με τις αισθήσεις μας?

— Κι εκείνος μου απάντησε : Μόνο οι χαζοί άνθρωποι που έχουν ένα κεφάλι άδειο σαν κουβά δεν μπορούν να χωρέσουν τον ωκεανό που λέγεται θεός.

– Δηλαδή, του λέω, εννοείτε ότι πολλοί συμμαθητές μου εδώ, έχουν κεφάλια άδεια σαν κουβάδες;

– Φυσικά μου λέει, κι εσύ που ρωτάς άδειο σαν κουβά το έχεις.

– Τότε κύριε καθηγητά εγώ παίρνω το κουβαδάκι μου και πάω να παίξω σε άλλη παραλία.

Γέλια, χαμός στην αίθουσα με τις τσιρίδες του καθηγητή να φωνάζει: «Έξωωω από την αίθουσα αναιδεστάτη».

…………………………..……………………………………………………

Έτσι, «πήρα των ομματιών μου» κι έφυγα οριστικά από εκείνη την αίθουσα, για να’ρθω μέσα σ’ αυτήν εδώ την αίθουσα. Κι αν κάποιοι εντός και εκτός αυτής της αίθουσας με ρωτήσουν, για πες μας γενικά τι είπε εκείνος ο μεγάλος Δάσκαλος για το τι μπορεί να είναι ευτυχία ; Τότε θα απαντήσω με βεβαιότητα κι όσο πιο απλά μπορώ: Πιστεύω πως είναι εκείνο το «αγρόκτημα» που έχουμε κρυμμένο στη μνήμη μας, από τότε που ήμασταν παιδιά. Κι αφού τώρα μεγαλώσαμε και γίναμε τα ώριμα παιδιά μπορούμε και πιο εύκολα, να το ανασύρουμε από τη μνήμη και να το ονομάσουμε «Κήπο». «Ο Κήπος του Επίκουρου». Γιατί με μεγάλη σαφήνεια, εκείνος ο καλός παππούς, μας είπε : Παιδιά μου, η ευτυχία υπάρχει εντός σας, απ’ όταν γεννηθήκατε και είναι εύκολο, όποτε το θέλετε να βρίσκετε τη δύναμη, να αντέχετε και να παραμερίζετε όσα σας κάνουν τη ζωή δύσκολη. Μη φοβάστε ο θεός ή «πόσοι είναι βρες άκρη» δεν ασχολήθηκαν, μα ούτε θα ασχοληθούν ποτέ με τους ανθρώπους και τα πράγματα. Το φως της αλήθειας μπορείτε να το δείτε σ’ όλη τη φύση γύρω σας κι είναι μέσα σε όλα όσα σας δίδαξα. Γιατί όσα ακούσατε κατά καιρούς και σας μπέρδεψαν, ήταν γιατί αυτά δεν είναι η αλήθεια, αλλά οι σκιές της.

Άλλωστε μη ξεχνάτε η ζωή των ανθρώπων μέσα στην αιωνιότητα του χρόνου έχει διάρκεια ένα δευτερόλεπτο κι εσείς θα το ζήσετε εδώ κι όχι κάπου αλλού. Γιατί είναι βέβαιο πως όταν θα χαθεί κι αυτό, θα χαθεί και η αντίληψη σας. Όμως σε όλη τη διάρκεια της ζωής σας, να θυμάστε ποια είναι τα φυσικά και τα αναγκαία σας κι όσο μπορείτε αυτά να επιλέγετε. Έτσι θα μπορέσετε να ζήσετε τη ζωή σας σαν το πιο ακριβό δώρο που σας χαρίστηκε, το οποίο δεν το ξεπληρώνετε όχι μόνο με τα δάνεια αυτού του όμορφου τόπου που κατοικείτε και λέγεται Ελλάδα, αλλά με όλα τα δάνεια του κόσμου μαζί. Α! και κάτι άλλο που είναι το πιο σημαντικό : Ας επιδιώκετε όσο μπορείτε να ψάχνετε – γιατί είναι σίγουρο ότι θα τις βρείτε – κάποιες συγγενικές φύσεις με σας και καθώς γνωρίζεστε να μιλάτε μεταξύ σας με σαφήνεια, ευγένεια και καλωσύνη.

Ας ενώνετε όλοι μαζί τα χέρια σας σφιχτά με τη φιλία. Την πραγματική φιλία που έχει τη βάση της στην αμοιβαία εμπιστοσύνη μιας τυχόν μελλοντικής σας ανάγκης, όποτε θα χρειαστείτε μια βοήθεια.

Έτσι καθώς σχηματίζετε αυτούς τους κύκλους της φιλίας μεταξύ σας, όποτε το ο επιθυμείτε, ας παίρνετε και τα μελάνια σας, για να γράφετε κι όλες τις αρετές της ευτυχίας : Τη φρόνηση, την ομορφιά και τη δικαιοσύνη.

Γιατί όπως το αντιλήφθηκα κι εγώ, έτσι κι εσείς εύκολα θα το αντιληφθείτε : Τα περισσότερα κακά απορρέουν από τους άπληστους κερδοσκόπους, τους πολιτικούς και τα αλί και τρισαλί των ιερατείων. Γιατί είναι βέβαιο, πως αυτοί έχουν σαν κύριο σκοπό τους, όταν χορεύουν οι άνθρωποι να τους σκουντάνε στους ώμους επιδειχτικά, επιδιώκοντας με τα λόγια και τα έργα τους μόνον αυτό: Να σταματούν όλοι οι χοροί, για να είναι οι άνθρωποι λυπημένοι, φοβισμένοι και οι πεινασμένοι δούλοι τους πνευματικά και σωματικά. Οποτεδήποτε συμβαίνει αυτό στη ζωή σας, εσείς να θυμάστε τα λόγια μου, δείχνοντας τη δύναμη τους κυρίως μέσα από τις πράξεις σας.

Για παράδειγμα τώρα, που κάποιοι σας λένε και σας ξαναλένε, ότι εσείς είστε κάτι νεοέλληνες που χρωστάτε και 340 δις ευρώ, γιατί μπορεί να έλθει ο καιρός*, να πάρετε μια θέση όπως κι ο παρακάτω επίλογος :

«Λάθε βιώσας και λάθος ώμους σκουντήσατε ! Οι επικούρειοι έλληνες, δεν μάθαμε με τα’ ανεξίτηλα μελάνια μας, να τυπώνουμε τα ευρώ σας! Εμείς δημιουργούμε τους ανθρώπινους κύκλους μας, όπου εντός τους χαράσσονται φυσικές αλήθειες που εσείς σκόπιμα κρύβετε. Κι όσο οι κύκλοι μας θα μεγαλώνουν, τόσο πιο ψηλά θα πετούν οι αετοί. Οι ελεύθεροι αετοί που γράφουν στα φτερά τους : Άφοβον ο θεός, ανύποπτον ο θάνατος και τ’ αγαθόν μεν εύκτητον. Το δε δεινόν ευεκκαρτέρητον»

*Κι εδώ η λέξη καιρός με την έννοια που τη λέγαν οι έλληνες, δηλαδή η κατάλληλη στιγμή που αλίμονο αν την αφήκεις και προσπεράσει!