ΠΕΡΙ ΤΩΝ ΚΡΙΤΗΡΙΩΝ ΤΗΣ ΑΛΗΘΕΙΑΣ
ΟΙ ΦΑΝΤΑΣΤΙΚΕΣ ΕΠΙΒΟΛΕΣ ΤΗΣ ΔΙΑΝΟΙΑΣ
ΠΡΟΣΠΑΘΕΙΑ ΓΙΑ ΜΙΑ ΣΥΓΧΡΟΝΗ ΑΝΑΓΝΩΣΗ
Πάνω στο θέμα έχει ξεκινήσει στο Σπουδαστήριο του Κήπου της Θες/νίκης η σχετική συζήτηση από καιρό.
Γρήγορα φάνηκε πως υπήρχαν δυό ανάγκες.
Η πρώτη, να γνωρίσουμε τι εννοούσε ο Δάσκαλος τότε, με τις γνώσεις της εποχής του, με τη Φυσική του Θεωρία και τις παραδοχές που έκανε (σωστές ή εσφαλμένες αδιάφορο). Μια ερμηνεία που θα μπορούσαμε να την ονομάσουμε «αυθεντική» ή «ιστορική». Στην αναγκαιότητα αυτή, σπουδαία η συμβολή του φίλου Δημήτρη Άλτα με την εμπεριστατωμένη εργασία του.
Καλύπτοντας την οκνηρία μου, η μετριότητά μου βρήκε στην εργασία αυτή ένα γερό φέροντα σκελετό για να αναρτήσει τις όποιες σκέψεις μου, που εκτίθενται στο παρόν. Φιλοδοξία μου να καλύψω την δεύτερη αναγκαιότητα.
Να προτείνω μια ερμηνεία που να παραμερίζει (θεωρώντας τες ξεπερασμένες) κάποιες παραδοχές του Δασκάλου (στη Φυσική) και να προχωρά έτσι σε μια σύγχρονη ανάγνωση του θέματος , παραμένοντας πιστή στην Επικούρεια διδασκαλία.
Θα χρησιμοποιήσω κομμάτια από τα γραφόμενα του φίλου Δημήτρη, ιδιαίτερα, τα προσκομιζόμενα χωρία των κειμένων των πηγών, τα οποία για λόγους εύκολης αναφοράς, θα επισημάνω ως (Α),(Β),(Γ), κ.ου.κ.
Δάνεια από Δημήτρη Άλτα.
Οι φανταστικές επιβουλές της διανοίας αποτελούν το τέταρτο γνωσιολογικό κριτήριο του Επικούρειου Κανόνα, που κατά τον Διογένη τον Λαέρτιο προστέθηκε από τους Επικούρειους αλλά όχι από τον ίδιο τον Επίκουρο. Είναι αλήθεια όμως ότι ο όρος έστω και ελαφρά παραλλαγμένος αναφέρεται από τον ίδιο τον Δάσκαλο στην προς Ηρόδοτο επιστολή.
Θεωρώ χρήσιμο να αναφέρω τα σχετικά αποσπάσματα από την προς Ηρόδοτο επιστολή με τον κίνδυνο να γίνω κάπως κουραστικός.
(Α)« Θα πρέπει οπωσδήποτε να στηριζόμαστε στις αισθήσεις μας και δίχως άλλο στην άμεση αντίληψη του νού είτε σε κάποιο άλλο κριτήριο καθώς και στα υπάρχοντα συναισθήματα ώστε να έχουμε μία βάση για να βγάζουμε ασφαλή συμπεράσματα και για τα προσμένοντα επιβεβαίωση και για τα μη προφανή ».
(Β)« Πρέπει να δεχτούμε οτι κάτι απο τον εξωτερικό κόσμο έρχεται μέχρις εμάς ώστε να βλέπουμε τις μορφές και να τα κατανοούμε, γιατί τα εξωτερικά δέν θα αποτύπωναν την φύση τους καθώς και εκείνη του χρώματος και της μορφής τους διαμέσου του αέρα που υπάρχει ανάμεσα σε αυτά και εμάς, ούτε διαμέσου των ακτίνων και των οποιωνδήποτε ρευμάτων που εκπέμπονται απο εμάς προς εκείνα, έτσι ώστε να δεχόμασταν οτι απο τα πράγματα έρχονται προς εμάς κάποια ομόχρωμα ή ομοιόμορφα είδωλα με μέγεθος προσαρμοσμένο στην όραση ή την διάνοιά μας με μεγάλη ταχύτητα ».
(Γ)« Η παράσταση λοιπόν που θα λάβουμε είτε με την διάνοια είτε με τις αισθήσεις σαν μορφή ή σάν βασικές ιδιότητες, είναι η ίδια η μορφή του στερεού σώματος που προκύπτει από την ακολουθία πυκνώσεων και αραιώσεων του ειδώλου, καθώς και από το απόθεμα των ειδώλων του σώματος ».
(Δ)« Η ομοιότητα λοιπόν των παραστάσεων που βλέπουμε ή στον ύπνο μας ή μέσω άλλων επιβολών της διανοίας ή των λοιπών κριτηρίων με τα ονομαζόμενα όντα και αληθινά δεν θα μπορούσε να εξηγηθεί εάν δεν υπήρχαν εκείνα με τα οποία θα μπορούσαμε να τις αντιπαραβάλουμε (τα είδωλα)».
Από τον Διογένη τον Οινοανδέα πληροφορούμαστε επίσης την προς την Μητέρα επιστολή του Επίκουρου όπου προσπαθεί να διασκεδάσει τις ανησυχίες της απο τους εφιάλτες που έχει σχετικά με τον γιό της:
(Ε)«….εσύ πρέπει να κάνεις για τα ζητήματα αυτά προσεκτικές και βέβαιες σκέψεις. Γιατί πράγματι οι παραστάσεις όσων δεν είναι παρόντα στην όρασή μας, όταν φτάνουν στην ψυχή την γεμίζουν με τον μεγαλύτερο φόβο. Αν όμως ξανασκεφτείς ψύχραιμα το όλο ζήτημα, θα καταλάβεις οτι οι παραστάσεις αυτές είναι εντελώς ίδιες με τις παραστάσεις των παρόντων ( των αισθητών). Γιατί αν και δεν συλλαμβάνονται με τις αισθήσεις αλλά απο τον νού έχουν μέσα τους την ίδια δύναμη (αλήθεια) ως προς τα μή παρόντα, που έχουν και ως προς τα παρόντα.
Δεν είναι εύκολο δεδομένης της ανεπάρκειας των υπαρχουσών πηγών να γίνει εύκολα κατανοητός ο όρος «φανταστικές επιβουλές της διανοίας». Οι εξηγήσεις που έχουν δοθεί με επικρατούσες εκείνη του Bailey ( ενορατική σύλληψη του νου ) και του Sedley ( Εστίαση της σκέψης σε μία εντύπωση) παραμένουν κατά την γνώμη μου αρκετά ασαφείς και δυσνόητες.
Ας σκύψουμε πάνω στα γραφόμενα :
Στα χωρία (Β) και (Γ) τις έννοιες που συναντούμε (πυκνώματα, αραιώματα, ρεύματα κ.λπ.) ας τις παραβλέψουμε. Ανήκουν στην Ιστορία, και οφείλονται στην έλλειψη επιστημονικών γνώσεων της εποχής. Αυτό συμβαίνει και σε άλλα σημεία της Φυσικής του Επίκουρου, αλλά και άλλων παλαιών φιλοσόφων.
Ερχόμαστε στο χωρίο (Α) όπου τα πράγματα είναι πιο καθαρά :
Η βάση για ασφαλή συμπεράσματα
Διαβάζουμε πως για να έχουμε μια ασφαλή βάση και να βγάζουμε ασφαλή συμπεράσματα, και για όσα προσμένουν επιβεβαίωση (δηλαδή για όσα επιδέχονται επιμαρτύρηση) αλλά και για όσα δεν είναι προφανή (δηλαδή και για όσα δεν επιδέχονται αντιμαρτύρηση) στηριζόμαστε :
Είτε στα υπάρχοντα συναισθήματα (παθήματα – πόνος, ηδονή κ.λπ.) είτε (καθώς και ) στις αισθήσεις μας.
Επίσης, μας λέει το κείμενο, να μην παραλείψουμε την άμεση αντίληψη του νού ή κάποιο άλλο κριτήριο.
Τα παθήματα και τις αισθήσεις τα έχουμε αναλύσει παλιότερα . ( ΣΚΕΨΕΙΣ ΠΑΝΩ ΣΤΟ ΚΡΙΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΕΠΙΚΟΥΡΟΥ – Σπουδαστήριο του Κήπου Θες/νικης).
ΤΕρχόμαστε στη δεύτερη πρόταση.
Την « άμεση αντίληψη του νου» ας την αφήσουμε για αργότερα, κι’ ας αναρωτηθούμε τι άραγε εννοεί με το «κάποιο άλλο κριτήριο».
Διαβάζουμε ,σχετικά ( ΤΣΕΛΛΕΡ ΝΕΣΤΛΕ – Ιστορία της αρχαίας Ελ. Φιλοσοφίας – εκδόσεις Κάλβος- σελ. 319 ) :
« Από τα αισθήματα που μπαίνουν μέσα μας στη μορφή εικόνων (είδωλα) είτε σα «ρεύματα» γεννιούνται μνημονικές παραστάσεις ή γενικές έννοιες (προλήψεις) γιατί εκείνο που αισθάνεται κανείς απανωτά χαράζεται στη μνήμη. Επειδή οι έννοιες αυτές αναφέρονται σε προγενέστερα αισθήματα, είναι κι’ αυτές πάντα αληθινές. Μπορούν λοιπόν κοντά στις αισθήσεις και τα συναισθήματα (πάθη) κι’ οι έννοιες να λογαριαστούν στα κριτήρια. Κι’ επειδή οι παραστάσεις της φαντασίας (φανταστικαί επιβολαί της διανοίας) κατά τον Επίκουρο γεννιούνται επίσης από αντικειμενικές, παρούσες μέσα στην ψυχή, εικόνες, μπαίνουν κι’ αυτές στα κριτήρια.»
Καταλήγουμε, λοιπόν, στις προλήψεις και τις φανταστικές επιβολές της διανοίας.
Για τις προλήψεις τα έχουμε αναλύσει παλιότερα στην εργασία του Σπουδαστηρίου μας που μνημονεύσαμε παραπάνω.
Για τις φανταστικές επιβολές της διανοίας, το πρώτο πρόβλημα που αντιμετωπίζουμε είναι στην πρόκληση ,τη διέγερση της σχετικής δραστηριότητας. Με ποιο μηχανισμό (μη αισθητό) εκκινεί η διαδικασία ενεργοποίησής τους (των φαντ. επιβ. της διανοίας).
Η απλοϊκή εξήγηση που δίνει ο Επίκουρος, είναι η ύπαρξη υλικών ειδώλων, ρευμάτων αποτελουμένων από λεπτότατα άτομα κ.λπ. (ως χωρία (Β) και (Γ) του παρόντος) οπότε η πρόσληψή τους αντιστοιχεί στην αισθητηριακή πρόσληψη κ.λπ.
Αν παραδεχθούμε την ύπαρξη ενός άλλου αισθητηρίου πέρα από τα γνωστά, (από την εμπειρία) ικανού να συλλαμβάνει μη υλικά ερεθίσματα, νομίζω ότι θα μπερδέψουμε τα πράγματα.
Θα φτάσουμε να χωρίζουμε τον κόσμο σε υλικά και σε νοητά πράγματα, όπου οι αισθήσεις συλλαμβάνουν τα πρώτα και ο νους τα δεύτερα. Οπότε άλλα κριτήρια (της αληθείας ) θα ισχύουν για τα πρώτα και άλλα για τα δεύτερα, δηλαδή, υλικά για τα πρώτα, νοητά για τα δεύτερα. Φθάνουμε δηλαδή στον Αριστοτέλη.
Παρατήρηση εκτός κειμένου αυτή ακριβώς η ανάγκη για ένα όργανο ελέγχου της αληθείας των νοητών, οδήγησε τον Αριστοτέλη να επινοήσει τη Λογική του.
Μας λέει λοιπόν ο Επίκουρος, ότι ο νους μπορεί να έχει «άμεση αντίληψη», να επεμβαίνει δηλαδή στον κόσμο των παθημάτων και των προλήψεων «άμεσα», δηλαδή, χωρίς διαμεσολάβηση, χωρίς εξωτερική διέγερση, από «άμεση αντίληψη».
Αυτή είναι η λειτουργία της φαντασίας, που μπορεί να διεγείρεται είτε από εξωτερικά ερεθίσματα, είτε από εξωτερικά ερεθίσματα αλλά παραμορφωμένα (κατά την πρόσληψη ή κατά τον σχηματισμό της παράστασης ) , είτε όμως και χωρίς εξωτερικά ερεθίσματα, από την ικανότητα του νου να έχει «άμεση αντίληψη».
Για την αποφυγή παρεξηγήσεων, σχετικά με τη φύση και το ρόλο του νού ας επαναλάβουμε μαζύ με την κ. Κεχρολόγου (Ανθρωπολογικές σταθερές αυτονομίας στον Επίκουρο – Χρυσ. Κεχρολόγου – Διδακτορική διατριβή Α.Π.Θ. )
« Η λειτουργία της σκέψης ,δεν είναι κάτι το επίκτητο, αλλά καθαρή οργανική ιδιότητα της ύλης. Όταν η παρατήρηση διακομίζει μέσω των αισθήσεων τις διαφορές κι’ αλλαγές του πραγματικού (το διαφορετικό ,το όμοιο, το ανόμοιο) η νόηση αναλαμβάνει την εκμάθηση του γενικού στον άνθρωπο. Το νοείν αναπτύχθηκε από την πράξη και από τον αγώνα της ύπαρξης και όχι για να αποτελέσει το όργανο της καθαρής γνώσης. Μέσα στην εξελικτική πορεία , βέβαια, το σκέπτεσθαι , οι πνευματικές δυνάμεις του ανθρώπου χρησιμοποιήθηκαν για την τελειοποίηση της ανθρώπινης πρακτικής ».
Είναι πιά φανερό ότι ο νούς χωρίς να είναι αισθητήριο, μπορεί να συνδυάζει ,να τροποποιεί, να διαμορφώνει «παραστάσεις» ανασύροντάς τες από το αποταμίευμα των παραστάσεων, τις «προλήψεις».
Η διαδικασία αυτή είναι θεμελιωδώς απαραίτητη για κάθε γνώση που από το ειδικό οδηγεί στο γενικό,
Αν δεν λειτουργούσαν έτσι τα πράγματα, θα έβλεπα ένα μαλλιαρό ζώο και θα μου ήταν αδύνατο να το αναγνωρίσω σαν πρόβατο όπως το έχω συναντήσει στο παρελθόν (προλήψεις οφειλόμενες σε παραστάσεις που δημιουργήθηκαν από αισθητηριακές προσλήψεις) ή όπως το πληροφορήθηκα από διαβάσματα ή αφηγήσεις (προλήψεις οφειλόμενες σε παραστάσεις που δημιουργήθηκαν από νοητική λειτουργία, από φαντασία ).
Τα όνειρα
Έχουν υλική αιτία τα όνειρα ή όχι ;
Υπάρχουν όνειρα που έχουν άμεση και αναγνωρίσιμη σχέση με όσα είδε ο άνθρωπος ή έπαθε κατά τη διάρκεια της ημέρας.
Μέρα με φόβους και λαχτάρες ή με ευχαρίστηση και απόλαυση, πιθανόν να φ΄ρει τα αντίστοιχα όνειρα που θα έχουν φανερή την αιτία τους.
Άλλα όνειρα μπορούν να έχουν σχέση με αναγνωρίσιμες αισθητηριακές αιτίες.
Ο πεινασμένος είναι εξηγήσιμο γιατί ονειρεύεται καρβέλια.
Μετά από ένα βαρύ δείπνο, τα στενάχωρα όνειρα που πιθανόν να εμφανιστούν, εύλογα τα αποδίδουμε στο στομάχι που υποφέρει.
Και άλλα τέτοια, δείχνουν τη φανερή τη διαγνώσιμη υλική αιτία από την οποία διεγείρεται ο νους και δομεί το όνειρο, διαμορφώνοντας τις ονειρικές παραστάσεις από το απόθεμα των υπαρχόντων, αποταμιευμένων προλήψεων.
Υπάρχουν όμως και όνειρα που δεν έχουν υλική αιτία, πρόκληση.
Ας έρθουμε στο χωρίο (Γ) (παραβλέποντας τα περί πυκνώσεων των ειδώλων και τα σχετικά, για λογους που εξηγήσαμε στην αρχή).
Εδώ σαφώς έχουμε «παράσταση που θα λάβουμε με τη διάνοια … από το απόθεμα των ειδώλων του σώματος…»
Δηλαδή, από τις αποταμιευμένες προλήψεις.
Τα ίδια συναντούμε και στο χωρίο (Ε) :
« Γιατί πράγματι οι παραστάσεις όσων δεν είναι παρόντα στην όρασή μας, όταν φτάνουν στην ψυχή την γεμίζουν με τον μεγαλύτερο φόβο. Αν όμως ξανασκεφτείς ψύχραιμα το όλο ζήτημα, θα καταλάβεις ότι οι παραστάσεις αυτές είναι εντελώς ίδιες με τις παραστάσεις των παρόντων (των αισθητών). Γιατί αν και δεν συλλαμβάνονται με τις αισθήσεις αλλά από το νου, έχουν μέσα τους την ίδια δύναμη (αλήθεια)ως προς τα μη παρόντα, που έχουν και ως προς τα παρόντα».
Αυτά για μας σημαίνουν :
Ο νους «εξασκημένο από την πράξη εργαλείο», ανασύρει «συλλαμβάνει» από το απόθεμα των παραστάσεων συνδυάζει, τροποποιεί και παρουσιάζει μια νέα παράσταση, που είναι ισότιμα αληθινή :
Πρώτον : με τις προλήψεις του νου, (παραστάσεις μη παρόντων) , από τις οποίες προέρχεται. ( «…έχουν μέσα τους την ίδια δύναμη (αλήθεια) ως προς τα μη παρόντα ».)
Δεύτερον : με τις παραστάσεις των παρόντων.(«…και ως προς τα παρόντα »).
Είναι η περίπτωση όπου φόβος ή ταραχή ή ανάμνηση κ.λπ. επιβάλλονται με την αλήθεια τους, κατακαλύπτοντας τις παραστάσεις των παρόντων.( «γιατί πράγματι οι παραστάσεις όσων δεν είναι παρόντα στην όρασή μας , όταν φτάνουν στην ψυχή την γεμίζουν με το μεγαλύτερο φόβο» )
Στην ζωή, συναντούμε τέτοια περιστατικά σε περιπτώσεις πολύ έντονων ονείρων που η επίδρασή τους συνεχίζεται και τη μέρα, όπως, συχνότερα, στις περιπτώσεις όπου ένα έντονο συναίσθημα, μας εμποδίζει να προσλάβουμε την πραγματικότητα, τα παρόντα.
(συνηθισμένες εκφράσεις : «στο θυμό του δεν ακούει τίποτα» ή «από την απελπισία μου δεν έχω μάτια να ιδώ τον κόσμο » κ.λπ).
Αυτή όμως η επικάλυψη του φανταστικού, του φτιαγμένου από το νου, η υπερίσχυση στις παραστάσεις του ορατού κόσμου είναι συνήθεις στα οράματα των τρελών.
Τα οράματα των τρελών
Αντίστοιχα με όσα είπαμε για τα όνειρα ισχύουν και για τα οράματα των τρελών.
Άλλα προκύπτουν από ερεθίσματα των αισθητηρίων και άλλα από φαντασιώσεις, επεμβάσεις του, αρρωστημένου τους, νου.
Ο Ορέστης βλέπει το πραγματικό αντικείμενο, την Ηλέκτρα, αλλά ο διαταραγμένος νους του αντί να σχηματίσει την παράσταση της αδελφής του (να την ανασύρει από το απόθεμα των προλήψεων που έχει από την εποχή της κοινής ζωής τους) ανασύρει την πρόληψη της Ερινύας, (που διαμορφώθηκε στο νου του από αφηγήσεις ,θρησκευτικές τελετές και απεικονίσεις ).
Δημιουργεί λοιπόν την παράσταση της Ερινύας, βλέπει στην αδελφή του την Ερινύα .
Εδώ , είχαμε την περίπτωση όπου ο σχηματισμός του οράματος έχει μια υλική αιτία, ένα ερέθισμα, μια υλική αρχή διέγερσης.
Δυνατόν όμως τα οράματα των τρελών να προκύπτουν και από τις παραστάσεις που ο διαταραγμένος τους ανασύρει από το απόθεμα των προλήψεων χωρίς την ύπαρξη υλικού αιτίου, αισθητηριακού ερεθίσματος.( «με άμεση αντίληψη» όπως αναλύσαμε παραπάνω).
Στο φυσιολογικό νου οι παραστάσεις αφού ελεγχθούν με την ενάργεια, ως αληθείς πλέον παραστάσεις, αποταμιεύονται ως προλήψεις.
Με την συσσώρευση των γνώσεων, οι προλήψεις συνδυάζονται μεταξύ τους ή με νέες παραστάσεις, και δημιουργούν άλλες προλήψεις που πλουτίζουν το απόθεμα. Όλη η διαδικασία σε όλα τα στάδιά της ελέγχεται από την ενάργεια, την επιμαρτύρηση κ.λπ.
Εναργής παράσταση ο έλαφος , εναργής παράσταση και ο τράγος. Ο φυσιολογικός νους μπορεί να συνδυάσει τις δύο παραστάσεις σε ένα ζώο, δεν θα παρασυρθεί όμως να θεωρήσει την παράσταση αυτή ως αληθή, άσχετα αν προέρχεται από αληθείς παραστάσεις. Δεν θα της δώσει πιστοποιητικό αληθείας, γιατί δεν δύναται να επιβεβαιωθεί από την ενάργεια. Ο φυσιολογικός νους, μπορεί να παίζει με την παράσταση του τραγέλαφου και να τη συνδυάζει με άλλες, μόνο όμως σαν παιχνίδι φαντασίας.
Ο νους του τρελού, στο παράδειγμά μας, από τις αληθείς παραστάσεις του τράγου και της ελάφου, που τις προσλαμβάνει από τον αισθητό κόσμο, σχηματίζει την παράσταση του τραγέλαφου και την αποθηκεύει ως αληθή πρόληψη (ο τρελός δεν μπορεί να κάνει τον έλεγχο της αληθείας ). Κατόπιν αυτή παραμένει σαν πρόληψη και συμμετέχει μαζύ με άλλες εξίσου όμοιες ανεξέλεγκτες προλήψεις στα οράματα του τρελού. Οπότε δεν είναι παράξενο να αντιδρά ο τρελός σαν να βλέπει τραγέλαφους να βόσκουν, να μάχονται με άλλα πραγματικά ή εξ’ ίσου φανταστικά όντα , να τον απειλούν κ.λπ. εφ’ όσον πράγματι τα βλέπει όλα αυτά.
Στα οράματα λοιπόν των τρελών, βρίσκουμε παραστάσεις που είναι αληθείς μεν για τον ίδιο τον τρελό, το υποκείμενο, η ενάργεια όμως απουσιάζει και τον έλεγχο για την αλήθεια καλείται να διεκπεραιώσει η εμπειρία.
Δηλαδή, η δοκιμασία της επιμαρτύρησης και μη αμφισβήτησης ή αντιμαρτύρησης και αμφισβήτησης , με βάση την εμπειρία.
Εδώ όμως μας επιτρέπεται να σταματήσουμε.
Επιστήμονες ,χρόνια τώρα, ερευνούν τα δύσκολα προβλήματα για τα όνειρα, τη φαντασία και την τρέλα. Θεωρίες διατυπώνονται και αμφισβητούνται. Κάθε θεωρία ,βέβαια, προσφέρει μια διαφορετική εξήγηση των διαπιστώσεων της εμπειρίας. ( η Επιστήμη προχωρά με γενικεύσεις ). Ταυτόχρονα επεκτείνει τον χώρο της εμπειρίας.
Ο Επικουρισμός, ενδιαφέρεται για την ευτυχία του Ανθρώπου, τις σχέσεις με τους άλλους το πρόβλημα της Αρετής. Κατά συνέπεια κινείται στο χώρο της κοινωνικής εμπειρίας. Κατά συνέπεια, ο προνομιακός χώρος της Επικούρειας Διδασκαλίας, είναι η Ηθική του. Η Φυσική Θεωρία του Επίκουρου αν και απλή,είναι καταπληκτικά εύστοχη και η μόνη που συμβιώνει με τις σύγχρονες αποδεδειγμένες απόψεις.
Η θεωρία της γνώσης και του ελέγχου της γνώσης, η γνωσιοθεωρία του Επίκουρου είναι η βάση για την Ηθική. Η παρούσα εργασία έρχεται να προστεθεί στην προηγούμενη με τίτλο «Σκέψεις πάνω στο κριτήριο του Επίκουρου» που εκπονήθηκε από το Σπουδαστήριο του Κήπου Θες/νίκης.
Κάθε φίλος προσκαλείται να σκύψει πάνω στα κείμενα, να επισημάνει τα ίσια και τα στραβά.
Φυσικά, το θέμα δεν έκλεισε. Απλά με τις εργασίες αυτές επιχειρούμε να βάλουμε κάποια θεματικά πλαίσια, έτσι ώστε η συνεισφορά του κάθε φίλου να βρίσκει θέση και να αξιοποιείται, και να μη σκορπά και χάνεται σε περαστικές συζητήσεις.
Το Σπουδαστήριο είναι ανοιχτό σε όλους που με θέρμη και έρωτα για τη Διδασκαλία του Επίκουρου, με μελέτη και φιλία, έρευνα και πράξη τιμούν την τελευταία εντολή που μας άφησε :
ΧΑΙΡΕΤΕ ΚΑΙ ΜΕΜΝΗΣΘΑΙ ΤΑ ΔΟΓΜΑΤΑ
Γιώργος Μεταξές, Δημήτρης Άλτας