Επιστολή προς Μενοικέα
Αποτελεί την επιτομή της Ηθικής του Επίκουρου. Περιλαμβάνεται στο 10ο βιβλίο του έργου «Βίοι φιλοσόφων» του Διογένη Λαέρτιου.
Ἐπίκουρος Μενοικεῖ χαίρειν.
122
Μήτε νέος τις ὢν μελλέτω φιλοσοφεῖν͵ μήτε γέρων ὑπάρχων κοπιάτω φιλοσοφῶν. οὔτε γὰρ ἄωρος οὐδείς ἐστιν οὔτε πάρωρος πρὸς τὸ κατὰ ψυχὴν ὑγιαῖνον. ὁ δὲ λέγων ἢ μήπω τοῦ φιλοσοφεῖν ὑπάρχειν ὥραν ἢ παρεληλυθέναι τὴν ὥραν ὅμοιός ἐστι τῷ λέγοντι πρὸς εὐδαιμονίαν ἢ μὴ παρεῖναι τὴν ὥραν ἢ μηκέτι εἶναι. ὥστε φιλοσοφητέον καὶ νέῳ καὶ γέροντι͵ τῷ μὲν ὅπως γηράσκων νεάζῃ τοῖς ἀγαθοῖς διὰ τὴν χάριν τῶν γεγονότων͵ τῷ δὲ ὅπως νέος ἅμα καὶ παλαιὸς ᾖ διὰ τὴν ἀφοβίαν τῶν μελλόντων· μελετᾶν οὖν χρὴ τὰ ποιοῦντα τὴν εὐδαιμονίαν͵ εἴπερ παρούσης μὲν αὐτῆς πάντα ἔχομεν͵ ἀπούσης δὲ πάντα πράττομεν εἰς τὸ ταύτην ἔχειν.
Ο Επίκουρος χαιρετάει τον Μενοικέα.
Ούτε όταν είναι νέος κανείς πρέπει να διστάζει να φιλοσοφεί, ούτε όταν γεράσει να μην έχει διάθεση να φιλοσοφεί. Γιατί για κανέναν δεν είναι νωρίς ή πολύ αργά, ώστε να ασχοληθεί με την υγεία της ψυχής του. Αυτός, μάλιστα, που λέει ότι δεν είναι ακόμα ώρα να φιλοσοφήσει ή πως έχει περάσει καιρός της φιλοσοφίας, είναι σαν να λέει ότι έχει περάσει η ώρα ή ότι δεν υπάρχει πια χρόνος για την ευτυχία. Έτσι, λοιπόν, πρέπει και ο νέος και ο γέροντας να φιλοσοφεί — ο γέροντας για να παραμένει νέος όσο γερνάει, μέσα από τις ευχάριστες αναμνήσεις των περασμένων αγαθών, και ο άλλος, αν και νέος, να είναι μαζί και ώριμος γέρος, καθώς θα ζει χωρίς να φοβάται το μέλλον. Είναι επομένως ανάγκη να μελετάμε ό,τι φέρνει ευτυχία, αφού, όταν αυτή υπάρχει, έχουμε τα πάντα, ενώ όταν μας λείπει, κάνουμε τα πάντα για να την έχουμε.
123 – 124
Ἃ δέ σοι συνεχῶς παρήγγελλον͵ ταῦτα καὶ πρᾶττε καὶ μελέτα͵ στοιχεῖα τοῦ καλῶς ζῆν ταῦτ΄ εἶναι διαλαμβάνων. Πρῶτον μὲν τὸν θεὸν ζῷον ἄφθαρτον καὶ μακάριον νομίζων͵ ὡς ἡ κοινὴ τοῦ θεοῦ νόησις ὑπεγράφη͵ μηθὲν μήτε τῆς ἀφθαρσίας ἀλλότριον μήτε τῆς μακαριότητος ἀνοίκειον αὐτῷ πρόσαπτε· πᾶν δὲ τὸ φυλάττειν αὐτοῦ δυνάμενον τὴν μετὰ ἀφθαρσίας μακαριότητα περὶ αὐτὸν δόξαζε. θεοὶ μὲν γὰρ εἰσίν· ἐναργὴς γὰρ αὐτῶν ἐστιν ἡ γνῶσις· οἵους δ΄ αὐτοὺς οἱ πολλοὶ νομίζουσιν͵ οὐκ εἰσίν· οὐ γὰρ φυλάττουσιν αὐτοὺς οἵους νομίζουσιν. ἀσεβὴς δὲ οὐχ ὁ τοὺς τῶν πολλῶν θεοὺς ἀναιρῶν͵ ἀλλ΄ ὁ τὰς τῶν πολλῶν δόξας θεοῖς προσάπτων. οὐ γὰρ προ λήψεις εἰσὶν ἀλλ΄ ὑπολήψεις ψευδεῖς αἱ τῶν πολλῶν ὑπὲρ θεῶν ἀποφάσεις. ἔνθεν αἱ μέγισται βλάβαι αἴτιαι τοῖς κακοῖς ἐκ θεῶν ἐπάγονται καὶ ὠφέλειαι. ταῖς γὰρ ἰδίαις οἰκειούμενοι διὰ παντὸς ἀρεταῖς τοὺς ὁμοίους ἀποδέχονται͵ πᾶν τὸ μὴ τοιοῦτον ὡς ἀλλότριον νομίζοντες.
Όσα πράγματα αδιάκοπα σε συμβούλευα να κάνεις, αυτά να κάνεις και γύρω από αυτά να στοχάζεσαι, θέτοντάς τα ως τις βάσεις για μια ευτυχισμένη ζωή. Πρώτα απ’ όλα, θεωρώντας ότι ο Θεός είναι ον άφθαρτο και μακάριο, όπως άλλωστε πιστεύουν και οι πολλοί, να μην του προσάπτεις τίποτα ξένο προς την αφθαρσία του και τίποτε ανάρμοστο στη μακαριότητά του. Αντίθετα, να πιστεύεις γι’ αυτόν οτιδήποτε είναι δυνατόν να διαφυλάξει την αιώνια μακαριότητά του. Γιατί οι θεοί υπάρχουν- η γνώση που έχουμε γι’ αυτούς είναι ξεκάθαρη. Όμως δεν είναι οι θεοί όπως τους φαντάζεται ο πολύς κόσμος, ο οποίος δε διαφυλάσσει την αρχική τους έννοια. Και ασεβής δεν είναι όποιος δεν αποδέχεται τους θεούς των πολλών, αλλά όποιος προσάπτει στους θεούς τα όσα πιστεύουν οι πολλοί. Οι διάφορες γνώμες των πολλών για τους θεούς δεν αποτελούν αληθινή γνώση, αλλά ψευδείς δοξασίες που υποστηρίζουν ότι οι θεοί προκαλούν τις μεγαλύτερες συμφορές και προσφέρουν τα σπουδαιότερα αγαθά. Γιατί οι άνθρωποι, συνηθισμένοι πάντα στις δικές τους αρετές, αποδέχονται μόνο τους όμοιούς τους, θεωρώντας ξένο ό,τι είναι διαφορετικό.
125 – 126
Συνέθιζε δὲ ἐν τῷ νομίζειν μηδὲν πρὸς ἡμᾶς εἶναι τὸν θάνατον ἐπεὶ πᾶν ἀγαθὸν καὶ κακὸν ἐν αἰσθήσει· στέρησις δέ ἐστιν αἰσθήσεως ὁ θάνατος. ὅθεν γνῶσις ὀρθὴ τοῦ μηθὲν εἶναι πρὸς ἡμᾶς τὸν θάνατον ἀπολαυστὸν ποιεῖ τὸ τῆς ζωῆς θνητόν͵ οὐκ ἄπειρον προστιθεῖσα χρόνον͵ ἀλλὰ τὸν τῆς ἀθανασίας ἀφελομένη πόθον. οὐθὲν γάρ ἐστιν ἐν τῷ ζῆν δεινὸν τῷ κατειληφότι γνησίως τὸ μηδὲν ὑπάρχειν ἐν τῷ μὴ ζῆν δεινόν. ὥστε μάταιος ὁ λέγων δεδιέναι τὸν θάνατον οὐχ ὅτι λυπήσει παρών͵ ἀλλ΄ ὅτι λυπεῖ μέλλων. ὃ γὰρ παρὸν οὐκ ἐνοχλεῖ͵ προσδοκώμενον κενῶς λυπεῖ. τὸ φρικωδέστατον οὖν τῶν κακῶν ὁ θάνατος οὐθὲν πρὸς ἡμᾶς͵ ἐπειδήπερ ὅταν μὲν ἡμεῖς ὦμεν͵ ὁ θάνατος οὐ πάρεστιν͵ ὅταν δὲ ὁ θάνατος παρῇ͵ τόθ΄ ἡμεῖς οὐκ ἐσμέν. οὔτε οὖν πρὸς τοὺς ζῶντάς ἐστιν οὔτε πρὸς τοὺς τετελευτηκότας͵ ἐπειδήπερ περὶ οὓς μὲν οὐκ ἔστιν͵ οἳ δ΄ οὐκέτι εἰσίν. Ἀλλ΄ οἱ πολλοὶ τὸν θάνατον ὁτὲ μὲν ὡς μέγιστον τῶν κακῶν φεύγουσιν͵ ὁτὲ δὲ ὡς ἀνάπαυσιν τῶν ἐν τῷ ζῆν (κακῶν αἱροῦνται. ὁ δὲ σοφὸς οὔτε παραιτεῖται τὸ ζῆν) οὔτε φοβεῖται τὸ μὴ ζῆν· οὔτε γὰρ αὐτῷ προσίσταται τὸ ζῆν οὔτε δοξάζει κακὸν εἶναί τι τὸ μὴ ζῆν. ὥσπερ δὲ τὸ σιτίον οὐ τὸ πλεῖον πάντως ἀλλὰ τὸ ἥδιστον αἱρεῖται͵ οὕτω καὶ χρόνον οὐ τὸν μήκιστον ἀλλὰ τὸν ἥδιστον καρπίζεται. Ὁ δὲ παραγγέλλων τὸν μὲν νέον καλῶς ζῆν͵ τὸν δὲ γέροντα καλῶς καταστρέφειν͵ εὐήθης ἐστὶν οὐ μόνον διὰ τὸ τῆς ζωῆς ἀσπαστόν͵ ἀλλὰ καὶ διὰ τὸ τὴν αὐτὴν εἶναι μελέτην τοῦ καλῶς ζῆν καὶ τοῦ καλῶς ἀποθνῄσκειν. πολὺ δὲ χείρων καὶ ὁ λέγων καλὸν μὲν μὴ φῦναι͵ φύντα δ΄ ὅπως ὤκιστα πύλας Ἀίδαο περῆσαι.
Να συνηθίζεις στην ιδέα ότι ο θάνατος είναι ένα τίποτα για μας. Γιατί κάθε καλό και κάθε κακό γίνεται αντιληπτό μόνο με τις αισθήσεις, και ο θάνατος είναι η στέρηση της αίσθησης. Έτσι, το να γνωρίζουμε ότι ο θάνατος δε σημαίνει τίποτα, μας δίνει τη δυνατότητα να απολαμβάνουμε τη θνητή ζωή μας, όχι γιατί προσθέτει άπειρα χρόνια σ’ αυτήν, αλλά επειδή μας απελευθερώνει από τον πόθο της αθανασίας. Γιατί τίποτα κατά τη διάρκεια της ζωής δεν είναι φοβερό, για όποιον έχει πραγματικά συνειδητοποιήσει ότι τίποτα το φοβερό δεν υπάρχει στο να μη ζεις. Είναι, επομένως, ανόητος αυτός που λέει ότι φοβάται το θάνατο, όχι επειδή θα υποφέρει όταν έρθει ο θάνατος, αλλά επειδή υποφέρει με το δεδομένο ότι θα έρθει. Γιατί κάτι που δε μας ενοχλεί όταν είναι παρόν, δεν υπάρχει λόγος να μας βασανίζει όσο το περιμένουμε. Το πιο φρικτό λοιπόν από τα κακά, ο θάνατος, είναι ένα τίποτα για μας, ακριβώς επειδή, όταν εμείς υπάρχουμε, δεν υπάρχει ο θάνατος, κι όταν έρθει ο θάνατος, τότε δεν υπάρχουμε εμείς. Ούτε για τους ζωντανούς, λοιπόν, έχει σημασία ο θάνατος ούτε για τους πεθαμένους, αφού για τους πρώτους δεν υπάρχει, ενώ οι πεθαμένοι δεν αποτελούν πια οντότητες. Παρ’ όλα αυτά, οι πολλοί άλλοτε κάνουν τα πάντα για να αποφύγουν το θάνατο, σαν να είναι το μεγαλύτερο κακό, και άλλοτε τον επιθυμούν για να απαλλαγούν από τα βάσανα της ζωής. Ο σοφός, όμως, ούτε το να ζει αρνείται ούτε το να μη ζει φοβάται, γιατί ούτε του είναι δυσάρεστο να ζει ούτε θεωρεί κακό το να μη ζει. Κι όπως στο φαγητό πάντα προτιμάει όχι το πιο πολύ αλλά το εύγευστο, έτσι και δεν απολαμβάνει τα πολλά χρόνια αλλά τα ευχάριστα χρόνια. Όποιος, πάλι, συμβουλεύει τον νέο να ζει καλά και το γέροντα να έχει καλό τέλος, είναι αφελής, όχι μόνο γιατί η ζωή είναι επιθυμητή, αλλά και επειδή το να ζεις καλά και το να πεθαίνεις καλά είναι εξίσου θέμα εκπαίδευσης. Πολύ χειρότερος, όμως, είναι αυτός που λέει πως καλό είναι να μη γεννηθείς, αλλά αφού γεννήθηκες, γρήγορα να περάσεις τις πύλες του Άδη.
127
Εἰ μὲν γὰρ πεποιθὼς τοῦτό φησιν͵ πῶς οὐκ ἀπέρχεται ἐκ τοῦ ζῆν; ἐν ἑτοίμῳ γὰρ αὐτῷ τοῦτ΄ ἐστίν͵ εἴπερ ἦν βεβουλευ μένον αὐτῷ βεβαίως· εἰ δὲ μωκώμενος͵ μάταιος ἐν τοῖς οὐκ ἐπιδεχομένοις. Μνημονευτέον δὲ ὡς τὸ μέλλον οὔτε πάντως ἡμέτερον οὔτε πάντως οὐχ ἡμέτερον͵ ἵνα μήτε πάντως προσμένωμεν ὡς ἐσόμενον μήτε ἀπελπίζωμεν ὡς πάντως οὐκ ἐσόμενον.
Αν το πιστεύει αυτό που λέει, γιατί δεν εγκαταλείπει τη ζωή; Εύκολα μπορεί να το κάνει, εφόσον πράγματι το έχει σκεφτεί καλά. Αν, όμως, αστειεύεται, μιλάει απερίσκεπτα για πράγματα που δεν επιδέχονται αστεία. Πρέπει επίσης να θυμόμαστε ότι το μέλλον ούτε είναι εντελώς δικό μας ούτε εντελώς μη δικό μας, συνεπώς δεν πρέπει να περιμένουμε ότι σίγουρα θα έρθει, ούτε να απελπιζόμαστε με την ιδέα ότι σίγουρα δε θα έρθει.
128
Ἀναλογιστέον δὲ ὡς τῶν ἐπιθυμιῶν αἱ μέν εἰσι φυσικαί͵ αἱ δὲ κεναί͵ καὶ τῶν φυσικῶν αἱ μὲν ἀναγκαῖαι͵ αἱ δὲ φυσι καὶ μόνον· τῶν δὲ ἀναγκαίων αἱ μὲν πρὸς εὐδαιμονίαν εἰσὶν ἀναγκαῖαι͵ αἱ δὲ πρὸς τὴν τοῦ σώματος ἀοχλησίαν͵ αἱ δὲ πρὸς αὐτὸ τὸ ζῆν. τούτων γὰρ ἀπλανὴς θεωρία πᾶσαν αἵρεσιν καὶ φυγὴν ἐπανάγειν οἶδεν ἐπὶ τὴν τοῦ σώματος ὑγίειαν καὶ τὴν τῆς ψυχῆς ἀταραξίαν͵ ἐπεὶ τοῦτο τοῦ μακαρίως ζῆν ἐστι τέλος. τούτου γὰρ χάριν πάντα πράττομεν͵ ὅπως μήτε ἀλγῶμεν μήτε ταρβῶμεν. ὅταν δὲ ἅπαξ τοῦτο περὶ ἡμᾶς γένηται͵ λύεται πᾶς ὁ τῆς ψυχῆς χειμών͵ οὐκ ἔχοντος τοῦ ζῴου βαδίζειν ὡς πρὸς ἐνδέον τι καὶ ζητεῖν ἕτερον ᾧ τὸ τῆς ψυχῆς καὶ τοῦ σώματος ἀγαθὸν συμπληρώσεται. τότε γὰρ ἡδονῆς χρείαν ἔχομεν͵ ὅταν ἐκ τοῦ μὴ παρεῖναι τὴν ἡδονὴν ἀλγῶμεν· ὅταν δὲ μὴ ἀλγῶμεν͵ οὐκέτι τῆς ἡδονῆς δεόμεθα.
Είναι ακόμα ανάγκη να αναλογιζόμαστε ότι, από τις επιθυμίες, άλλες είναι φυσικές και άλλες μάταιες, και ότι, από τις φυσικές, άλλες είναι αναγκαίες και άλλες μόνο φυσικές. Και από τις αναγκαίες επιθυμίες, άλλες είναι αναγκαίες για την ευτυχία, άλλες για να μην αισθάνεται ενοχλήσεις το σώμα και άλλες για την επιβίωση . Η σωστή εκτίμηση αυτών των θεμάτων μας καθοδηγεί ώστε να ανάγουμε ό,τι επιλέγουμε και ό,τι αποφεύγουμε στην υγεία του σώματος και στην αταραξία της ψυχής, αφού αυτός είναι ο σκοπός της μακάριας ζωής. Γιατί τα πάντα για χάρη αυτού του στόχου τα κάνουμε, για να μην πονάμε και να μη φοβόμαστε. Όταν μια για πάντα το εξασφαλίσουμε αυτό, παύει η τρικυμία της ψυχής, γιατί η ζωντανή ύπαρξη δε χρειάζεται πια να πορεύεται προς κάτι που της λείπει, και να αναζητάει κάτι άλλο με το οποίο θα ολοκληρώσει την ευτυχία της ψυχής και του σώματος. Γιατί τότε έχουμε ανάγκη την ηδονή, όταν η απουσία της μας προ- καλεί πόνο — όταν όμως δεν πονάμε, δε χρειαζόμαστε πια την ηδονή.
129 – 130
Καὶ διὰ τοῦτο τὴν ἡδονὴν ἀρχὴν καὶ τέλος λέγομεν εἶναι τοῦ μακαρίως ζῆν. ταύτην γὰρ ἀγαθὸν πρῶτον καὶ συγγενικὸν ἔγνωμεν͵ καὶ ἀπὸ ταύτης καταρχόμεθα πάσης αἱρέσεως καὶ φυγῆς͵ καὶ ἐπὶ ταύτην καταντῶμεν ὡς κανόνι τῷ πάθει πᾶν ἀγαθὸν κρίνοντες. Καὶ ἐπεὶ πρῶτον ἀγαθὸν τοῦτο καὶ σύμφυτον͵ διὰ τοῦτο καὶ οὐ πᾶσαν ἡδονὴν αἱρούμεθα͵ ἀλλ΄ ἔστιν ὅτε πολλὰς ἡδονὰς ὑπερβαίνομεν͵ ὅταν πλεῖον ἡμῖν τὸ δυσχερὲς ἐκ τούτων ἕπηται· καὶ πολλὰς ἀλγηδόνας ἡδονῶν κρείττους νομίζομεν͵ ἐπειδὰν μείζων ἡμῖν ἡδονὴ παρακολουθῇ πολὺν χρόνον ὑπομείνασι τὰς ἀλγηδόνας. πᾶσα οὖν ἡδονὴ διὰ τὸ φύσιν ἔχειν οἰκείαν ἀγαθόν͵ οὐ πᾶσα μέντοι αἱρετή· καθάπερ καὶ ἀλγηδὼν πᾶσα κακόν͵ οὐ πᾶσα δὲ ἀεὶ φευκτὴ πεφυκυῖα. τῇ μέντοι συμμετρήσει καὶ συμφερόντων καὶ ἀσυμφόρων βλέψει ταῦτα πάντα κρίνειν καθήκει. χρώμεθα γὰρ τῷ μὲν ἀγαθῷ κατά τινας χρόνους ὡς κακῷ͵ τῷ δὲ κακῷ τοὔμπαλιν ὡς ἀγαθῷ.
Γι’ αυτό και θεωρούμε την ηδονή αρχή και απώτερο σκοπό της ευτυχισμένης ζωής. Γιατί έχουμε αναγνωρίσει ότι είναι πρωταρχικό και έμφυτο αγαθό μέσα μας και ότι από αυτήν ξεκινάει το τι θα προτιμήσουμε και το τι θα αποφύγουμε, και σε αυτήν καταλήγουμε όταν αξιολογούμε κάθε αγαθό με κριτήριο την αίσθησή της. Και επειδή η ηδονή είναι το πρωταρχικό και έμφυτο αγαθό, γι’ αυτό δεν επιλέγουμε οποιαδήποτε ηδονή, αλλά μερικές φορές δεν ενδίδουμε σε πολλές ηδονές, όταν αυτές μας προκαλούν μεγαλύτερα προβλήματα. Πολλούς πόνους, μάλιστα, τους θεωρούμε προτιμότερους από τις ηδονές, εφόσον είναι μεγαλύτερη για μας η ηδονή που θα ακολουθήσει, εάν υπομείνουμε για πολύ χρόνο τους πόνους. Κάθε ηδονή λοιπόν, επειδή η φύση της μας είναι οικεία, είναι κάτι το καλό, δε συμβαίνει όμως να επιλέγουμε μια οποιαδήποτε ηδονή- όπως ακριβώς και κάθε πόνος είναι κακός, ωστόσο, από τη φύση του, δε γίνεται πάντοτε να τον αποφεύγουμε. Όλα αυτά, όμως, οφείλει να τα κρίνει κανείς συγκρίνοντάς τα και αξιολογώντας προσεκτικά τι είναι συμφέρον και τι ασύμφορο. Γιατί σε ορισμένες περιπτώσεις χρησιμοποιούμε το καλό σαν κακό και, αντίστροφα, το κακό σαν καλό.
131 – 132
Καὶ τὴν αὐτάρκειαν δὲ ἀγαθὸν μέγα νομίζομεν͵ οὐχ ἵνα πάντως τοῖς ὀλίγοις χρώμεθα͵ ἀλλ΄ ὅπως ἐὰν μὴ ἔχωμεν τὰ πολλά͵ τοῖς ὀλίγοις ἀρκώμεθα͵ πεπεισμένοι γνησίως ὅτι ἥδιστα πολυτελείας ἀπολαύουσιν οἱ ἥκιστα ταύτης δεόμενοι͵ καὶ ὅτι τὸ μὲν φυσικὸν πᾶν εὐπόριστόν ἐστι͵ τὸ δὲ κενὸν δυσπόριστον͵ ὅτι τε λιτοὶ χυλοὶ ἴσην πολυτελεῖ διαίτῃ τὴν ἡδονὴν ἐπιφέρουσιν͵ ὅταν ἅπαν τὸ ἀλγοῦν κατ΄ ἔνδειαν ἐξαιρεθῇ͵ καὶ μᾶζα καὶ ὕδωρ τὴν ἀκροτάτην ἀποδίδωσιν ἡδονήν͵ ἐπειδὰν ἐνδέων τις αὐτὰ προσενέγκηται. τὸ συνεθίζειν οὖν ἐν ταῖς ἁπλαῖς καὶ οὐ πολυτελέσι διαίταις καὶ ὑγιείας ἐστὶ συμπληρωτικὸν καὶ πρὸς τὰς ἀναγκαίας τοῦ βίου χρήσεις ἄοκνον ποιεῖ τὸν ἄνθρωπον καὶ τοῖς πολυτελέσιν ἐκ διαλειμμάτων προσερχομένοις κρεῖττον ἡμᾶς διατίθησι καὶ πρὸς τὴν τύχην ἀφόβους παρασκευάζει. Ὅταν οὖν λέγωμεν ἡδονὴν τέλος ὑπάρχειν͵ οὐ τὰς τῶν ἀσώτων ἡδονὰς καὶ τὰς ἐν ἀπολαύσει κειμένας λέγομεν͵ ὥς τινες ἀγνοοῦντες καὶ οὐχ ὁμολογοῦντες ἢ κακῶς ἐκδεχόμενοι νομίζουσιν͵ ἀλλὰ τὸ μήτε ἀλγεῖν κατὰ σῶμα μήτε ταράττεσθαι κατὰ ψυχήν· οὐ γὰρ πότοι καὶ κῶμοι συνείροντες οὐδ΄ ἀπολαύσεις παίδων καὶ γυναικῶν οὐδ΄ ἰχθύων καὶ τῶν ἄλλων͵ ὅσα φέρει πολυτελὴς τράπεζα͵ τὸν ἡδὺν γεννᾷ βίον͵ ἀλλὰ νήφων λογισμὸς καὶ τὰς αἰτίας ἐξερευνῶν πάσης αἱρέ σεως καὶ φυγῆς καὶ τὰς δόξας ἐξελαύνων͵ ἐξ ὧν πλεῖστος τὰς ψυχὰς καταλαμβάνει θόρυβος.
Το να αρκείται κανείς σ’ αυτά που έχει το θεωρούμε πολύ μεγάλο αγαθό, όχι για να μένουμε πάντοτε στα λίγα, αλλά για να αρκούμαστε στα λίγα όταν δεν έχουμε πολλά, πιστεύοντας πραγματικά ότι πολύ πιο ευχάριστα απολαμβάνουν την πολυτέλεια αυτοί που ελάχιστα την έχουν ανάγκη, και ότι καθετί το φυσικό το αποκτάμε εύκολα, ενώ ό,τι είναι μάταιο το αποκτάμε δύσκολα. Και μια λιτή σούπα δίνει ευχαρίστηση εξίσου όσο κι ένα πλούσιο γεύμα, από τη στιγμή που εξαφανίζεται κάθε ενόχληση που προκαλείται από τη στέρηση, και το ψωμί όπως και το νερό δίνουν τη μέγιστη ηδονή, όταν τα έχει κάποιος την ώρα ακριβώς που τα χρειάζεται. Το να συνηθίζει, λοιπόν, κανείς στον απλό και όχι στον πολυτελή τρόπο ζωής, και στην καλή υγεία συμβάλλει, και κάνει τον άνθρωπο ακούραστο στις αναγκαίες απαιτήσεις της ζωής, και όταν σπάνια προσερχόμαστε σε πολυτελή γεύματα, μας κάνει να τα απολαμβάνουμε περισσότερο, και μας προετοιμάζει να αντιμετωπίζουμε άφοβα τις εναλλαγές της τύχης. Όταν, λοιπόν, υποστηρίζουμε ότι ο σκοπός της ζωής είναι η ηδονή, δεν εννοούμε τις ηδονές των ασώτων και τις αισθησιακές απολαύσεις, όπως από άγνοια ορισμένοι νομίζουν, και επειδή διαφωνούν μαζί μας ή παρερμηνεύουν αυτά που λέμε, αλλά εννοούμε το να μην υπάρχει πόνος στο σώμα και ταραχή στην ψυχή. Γιατί τη ζωή δεν την κάνουν γλυκιά τα συνεχή φαγοπότια και τα γλέντια, ούτε οι απολαύσεις με αγόρια και γυναίκες, ούτε τα ψάρια και όσα άλλα προσφέρει ένα πολυτελές τραπέζι, αλλά ο νηφάλιος στοχασμός που εξετάζει τους λόγους για τους οποίους προτιμούμε ή αποφεύγουμε το καθετί, και διώχνει τις ιδέες που προκαλούν τη μεγάλη ταραχή που κυριεύει την ψυχή μας.
Τούτων δὲ πάντων ἀρχὴ καὶ τὸ μέγιστον ἀγαθὸν φρόνησις. διὸ καὶ φιλοσοφίας τιμιώτερον ὑπάρχει φρόνησις͵ ἐξ ἧς αἱ λοιπαὶ πᾶσαι πεφύκασιν ἀρεταί͵ διδάσκουσα ὡς οὐκ ἔστιν ἡδέως ζῆν ἄνευ τοῦ φρονίμως καὶ καλῶς καὶ δικαίως οὐδὲ φρονίμως καὶ καλῶς καὶ δικαίως ἄνευ τοῦ ἡδέως. συμπεφύ κασι γὰρ αἱ ἀρεταὶ τῷ ζῆν ἡδέως͵ καὶ τὸ ζῆν ἡδέως τούτων ἐστὶν ἀχώριστον.
Αρχή για όλα αυτά και μέγιστο αγαθό είναι η φρόνηση. Γι’ αυτό, ακόμα και από τη φιλοσοφία, μεγαλύτερη αξία έχει η φρόνηση, από την οποία πηγάζουν όλες οι αρετές και η οποία μας διδάσκει ότι δεν είναι δυνατόν να ζεις ευχάριστα χωρίς σύνεση, ομορφιά και δικαιοσύνη, ούτε μπορείς να ζεις με σύνεση, ομορφιά και δικαιοσύνη, χωρίς να ζεις ευχάριστα. Γιατί οι αρετές είναι από τη φύση τους συνυφασμένες με την ευχάριστη ζωή, και η ευχάριστη ζωή είναι αχώριστη σύντροφός τους.
133 – 134 – 135
Ἐπεὶ τίνα νομίζεις εἶναι κρείττονα τοῦ καὶ περὶ θεῶν ὅσια δοξάζοντος καὶ περὶ θανάτου διὰ παντὸς ἀφόβως ἔχοντος καὶ τὸ τῆς φύσεως ἐπιλελογισμένου τέλος͵ καὶ τὸ μὲν τῶν ἀγαθῶν πέρας ὡς ἔστιν εὐσυμπλήρωτόν τε καὶ εὐπόριστον διαλαμβάνοντος͵ τὸ δὲ τῶν κακῶν ὡς ἢ χρόνους ἢ πόνους ἔχει βραχεῖς; τὴν δὲ ὑπό τινων δεσπότιν εἰσαγομένην πάντων ἀγγέλλοντος (λέγει ἐν ἄλλοις γίνεσθαι ἃ μὲν κατ΄ ἀνάγκην͵ ἃ δὲ ἀπὸ τύχης͵ ἃ δὲ παρ΄ ἡμᾶς͵ διὰ τὸ τὴν μὲν ἀνάγκην ἀνυπεύθυνον εἶναι͵ τὴν δὲ τύχην ἄστατον ὁρᾶν͵ τὸ δὲ παρ΄ ἡμᾶς ἀδέσποτον͵ ᾧ καὶ τὸ μεμπτὸν καὶ τὸ ἐναντίον παρακολουθεῖν πέφυκεν). ἐπεὶ κρεῖττον ἦν τῷ περὶ θεῶν μύθῳ κατακολουθεῖν ἢ τῇ τῶν φυσικῶν εἱμαρμένῃ δουλεύειν· ὁ μὲν γὰρ ἐλπίδα παραιτήσεως ὑπογράφει θεῶν διὰ τιμῆς͵ ἣ δὲ ἀπαραίτητον ἔχει τὴν ἀνάγκην. τὴν δὲ τύχην οὔτε θεὸν ὡς οἱ πολλοὶ νομίζουσιν ὑπολαμβάνων, —οὐθὲν γὰρ ἀτάκτως θεῷ πράττεται— οὔτε ἀβέβαιον αἰτίαν, (οὐκ) οἴεται μὲν γὰρ ἀγαθὸν ἢ κακὸν ἐκ ταύτης πρὸς τὸ μακαρίως ζῆν ἀνθρώποις δίδοσθαι͵ ἀρχὰς μέντοι μεγάλων ἀγαθῶν ἢ κακῶν ὑπὸ ταύτης χορηγεῖσθαι· κρεῖττον εἶναι νομίζων εὐλογίστως ἀτυχεῖν ἢ ἀλογίστως εὐτυχεῖν· βέλτιον· γὰρ ἐν ταῖς πράξεσι τὸ καλῶς κριθὲν (μὴ ὀρθωθῆναι ἢ τὸ μὴ καλῶς κριθὲν) ὀρθωθῆναι διὰ ταύτην.
Γιατί ποιος νομίζεις ότι είναι καλύτερος από εκείνον που με τις απόψεις του σέβεται τους θεούς, είναι τελείως απαλλαγμένος από το φόβο του θανάτου, έχει κατανοήσει το σκοπό της φύσης και γνωρίζει ότι είναι εύκολο να πλησιάσεις και να κατακτήσεις το όριο των αγαθών, αλλά και ότι το κακό ή έχει μικρή διάρκεια ή δεν είναι πολύ οδυνηρό; Όσο για την αναγκαιότητα, που ορισμένοι την εμφανίζουν σαν εξουσία στα πάντα, αυτός γελάει μαζί της… και απαντάει ότι κάποια πράγματα συμβαίνουν αναγκαστικά, άλλα γίνονται από τύχη, ορισμένα όμως οφείλονται στη δική μας βούληση — βλέπει άλλωστε ότι στην ανάγκη δεν μπορεί να αποδοθεί ευθύνη και ότι η τύχη είναι άστατη, η θέλησή μας όμως είναι ελεύθερη και φυσικά επιδέχεται, και τη μομφή, και τον έπαινο. Θα ήταν πράγματι καλύτερο να ακολουθεί κανείς το μύθο για τους θεούς, παρά να υποδουλώνεται στην ειμαρμένη των φυσικών φιλοσόφων. Γιατί ο μύθος αφήνει κάποια ελπίδα να εξευμενιστούν οι θεοί τιμώντας τους, ενώ η ανάγκη δεν κάμπτεται με παρακλήσεις. Και την τύχη αυτός ο άνθρωπος ούτε Θεό τη θεωρεί, όπως πιστεύουν οι πολλοί — αφού τίποτα δε γίνεται χωρίς τάξη από ένα Θεό —, ούτε αιτία που επηρεάζει με αστάθεια τα πράγματα, και δεν πιστεύει, όσον αφορά την ευτυχία της ζωής, ότι από την τύχη δίνεται στους ανθρώπους το καλό ή το κακό, αλλά ότι σ’ αυτήν οφείλεται το ξεκίνημα των μεγάλων καλών ή των μεγάλων κακών. Πιστεύει, μάλιστα, ότι είναι προτιμότερο να έχει ατυχία έπειτα από σωστή σκέψη, παρά επιτυχία έπειτα από απερισκεψία. Γιατί στις πράξεις του ανθρώπου, είναι καλύτερο να αποτύχει κάτι που έχει κριθεί σωστά, παρά να πετύχει, χάρη στην τύχη, αυτό που βασίστηκε σε λάθος σκεπτικό.
Ταῦτα οὖν καὶ τὰ τούτοις συγγενῆ μελέτα πρὸς σεαυτὸν ἡμέρας καὶ νυκτὸς πρός τε τὸν ὅμοιον σεαυτῷ͵ καὶ οὐδέποτε οὔθ΄ ὕπαρ οὔτ΄ ὄναρ διαταραχθήσῃ͵ ζήσῃ δὲ ὡς θεὸς ἐν ἀνθρώποις. οὐθὲν γὰρ ἔοικε θνητῷ ζῴῳ ζῶν ἄνθρωπος ἐν ἀθανάτοις ἀγαθοῖς.
Αυτά λοιπόν, και ό,τι έχει σχέση μ’ αυτά, να τα σκέφτεσαι μέρα και νύχτα, μόνος σου και με όποιον σκέφτεται σαν κι εσένα, και ποτέ δε θα ταραχθείς, ούτε ξύπνιος ούτε στον ύπνο σου, αλλά θα ζήσεις σαν Θεός ανάμεσα σε ανθρώπους . Γιατί καθόλου δε μοιάζει με θνητή ύπαρξη ο άνθρωπος που ζει μέσα σε αθάνατα αγαθά.
Διογένης Λαέρτιος Χ 122 – 135
Από το βιβλίο του Χάρη Λύτα ”Λάθε βιώσας” των εκδόσεων Κέδρος