Search
Close this search box.

Επιστολή προς Ηρόδοτο

Αποτελεί την επιτομή της Φυσικής του Επίκουρου. Περιλαμβάνεται στο 10ο βιβλίο του έργου «Βίοι φιλοσόφων» του Διογένη Λαέρτιου

Ἐπίκουρος ‘Ηροδότω χαίρειν.

35 – 36 – 37

Τοῖς μὴ δυναμένοις, ὦ ‘Ηρόδοτε, ἕκαστα τῶν περὶ φύσεως ἀναγεγραμένων ἡμῖν ἑξακριβοῦν μηδὲ τὰς μείζους τῶν συντεταγμένων βίβλους διαθρεῖν ἐπιτόμην τῆς ὅλης πραγματείας εἰς τὸ κατασχεῖν τῶν ὁλοσχερωτάτων δοξῶν τὴν μνήμην ἱκανῶς αὐτός παρεσκεύασα, ἵνα παρ’ ἑκαστους τῶν καιρῶν ἐν τοῖς κυριωτάτοις βοηθεῖν αὑτοῖς δύνωνται, καθ’ ὅσον ἂν ἐφάπτωνται τῆς περὶ φύσεως θεωρίας. Καὶ τοὺς προβεβηκότας δὲ ἱκανῶς ἐν τῇ τῶν ὅλων ἐπιβλέψει τὸν τύπον τῆς ὅλης πραγματείας τὸν καταστοιχειωμένον δεῖ μνημονεύειν· τῆς γὰρ ἀθρόας ἐπιβολῆς πυκνὸν δεόμεθα, τῆς δὲ κατὰ μέρος οὐχ ὁμοίως. βαδιστέον μὲν οὖν καὶ ἐπ’ ἐκεῖνα συνεχῶς, ἐν < δὲ > τῇ μνήμῃ τὸ τοσούτο ποιητέον, ἀφ’ οὐ ἥ τε κυριωτάτη ἐπιβολὴ ἐπὶ τὰ πράγματα ἔσται καὶ δὴ καὶ τὸ κατὰ μέρος ἀκρίβωμα πᾶν ἐξευρήσεται, τῶν ὁλοσχερωτάτων τύπων εὖ περιειλημμένων καὶ μνημονευομένων· ἐπεὶ καὶ τῷ τετελεσιουργημένῳ τοῦτο κυριώτατον τοῦ παντὸς ἀκριβώματος γίνεται, τὸ ταῖς ἐπιβολαῖς ὀξέως δύνασθαι χρῆσθαι, καὶ πρὸς ἁπλᾶ στοιχειώματα καὶ φωνὰς συναγομένως, οὐ γὰρ οἷόν τε τὸ πύκνωμα τῆς συνεχοῦς τῶν ὅλων περιοδείας εἰδέναι μὴ δυνάμενον διὰ βραχέων φωνῶν ἅπαν ἐμπεριλαβεῖν ἐν αὐτῷ τὸ καὶ κατα μέρος ἂν ἐξακριβωθέν. Ὅθεν δὴ πᾶσι χρησίμης οὔσης τοῖς ὠκειωμένοις φυσιολογίᾳ τῆς τοιαύτης ὁδοῦ, παρεγγυῶν τὸ συνεχὲς ἐνέργημα ἐν φυσιολογία καὶ τοιούτῳ μάλιστα ἐγγαληνίζων τῷ βίῳ ἐποίησά σοι καὶ τοιαύτην τινὰ ἐπιτόμην καὶ στοιχείωσιν τῶν ὅλων δοξῶν.

Ο Επίκουρος χαιρετάει τον Ηρόδοτο.

Γι’ αυτούς που δεν μπορούν, Ηρόδοτε, να μελετήσουν με ακρίβεια κάθε ένα από αυτά που έχουν γραφεί από εμένα στο Περί φύσεως, ούτε να διεξέλθουν τα μεγαλύτερα συγγράμματαπου έχουν από εμένα συνταχθεί, έχω συνθέσει επιτομή ολόκληρου του συστήματος για να μπορούν να κρατούν στη μνήμη τους οι ενδιαφερόμενοι τα βασικότερα της διδασκαλίας μου και για να μπορούν σε κάθε ευκαιρία να έχουν γι’ αυτά ένα βοήθημα, όταν θα απασχολούνται με τη μελέτη της φύσεως. Αλλά και αυτοί που έχουν προχωρήσει αρκετά στην εποπτεία του όλου συστήματος, θα πρέπει να έχουν στο μυαλό τους μια στοιχειώδη σκιαγραφία για όλη τη διαπραγμάτευση του θέματος. Γιατί συχνά έχουμε ανάγκη από τη συνολική διαπραγμάτευση του θέματος χωρίς να χρειαζόμαστε, όμως, στον ίδιο βαθμό και την λεπτομερειακή. Θα πρέπει, λοιπόν, συνεχώς εκείνα να ακολουθούμε και να τα απομνημονεύουμε, τόσο ώστε με αυτά να επιτευχθεί μια έγκυρη κατανόηση των γεγονότων, ώστε και η λεπτομέρεια να διακριβωθεί, αφού θα έχουμε μια σωστή κατανόηση και απομνημόνευση των γενικών απόψεων. Αφού και του ανθρώπου που έχει μυηθεί πλήρως στο σύστημα είναι προνόμιο η εύκολη χρήση των εννοιών, το να μπορεί να χρησιμοποιεί απλούς όρους για τα στοιχειώδη γεγονότα. Και θα μπορούσε αυτό να γίνει για όλα, αφού συγκεντρωθούν τα άλλα πράγματα και αφού τα συμπεριλάβουμε σε σύντομες διατυπώσεις. Γιατί δεν είναι δυνατόν να συγκεντρωθούν τα αποτελέσματα μιας συνεχούς επιμελημένης έρευνας της ολότητας των πραγμάτων, αν δεν μπορούμε να τα συμπεριλάβουμε σε σύντομες διατυπώσεις και να συγκρατούμε στο μυαλό μας καθετί που με ακρίβεια έχει εκφραστεί ακόμη και στην παραμικρή του λεπτομέρεια. Επομένως αφού, λοιπόν, μια τέτοια μέθοδος είναι χρήσιμη στους εξοικειωμένους με τη φυσική επιστήμη, εγώ, που αφιέρωσα όλη την ενεργητικότητά μου συνεχώς σ’ αυτό το θέμα και καρπώνομαι μια απολαυστική γαλήνη στη ζωή μου, έκανα για χάρη σου μια τέτοια επιτομή και στοιχειώδη περίληψη όλων των απόψεων.

38

Πρῶτον μὲν οὖν τὰ ὑποτεταγμένα τοῖς φθόγγοις, ὦ ‘Ηρόδοτε, δεῖ εἰληφέναι, ὅπως ἂν τὰ δοξαζόμενα ἤ ζητούμενα ἤ ἀπορούμενα ἔχωμεν εἰς ταῦτα ἀναγαγόντες ἐπικρίνειν, καὶ μὴ ἄκριτα πάντα ἡμῖν < ἴη > εἰς ἀπειρον αποδεικνυουσιν ἡ κενοὺς φθόγγους ἔχωμεν, ἀνάγκη γὰρ τὸ πρῶτον ἐννόημα καθ’ ἕκαστον φθόγγον βλέπεσθαι καὶ μηθὲν ἀποδείξεως προσδεῖσθαι, εἴπερ ἕξομεν τὸ ζητούμενον ἤ ἀπορούμενον καὶ δοξαζόμενον ἐφ’ ὁ ἀνάξομεν. Ἐτι τὲ καὶ τὰς αἰσθήσεις δεῖ πάντως τηρεῖν καὶ ἁπλῶς τὰς παρούσας ἐπιβολὰς εἴτε διανοίας εἰθ’ ὅτου δήποτε τῶν κριτηρίων, ὁμοίως δὲ καὶ τὰ ὑπάρχοντα πάθη, ὅπως ἂν καὶ τὸ προσμένον καὶ τὸ ἄδηλον ἔχωμεν οἷς σημειωσόμεθα.

Πρώτα λοιπόν, Ηρόδοτε, πρέπει να ορίσουμε με ακρίβεια τις έννοιες που αντιστοιχούν στις λέξεις, για να μπορούμε να φτάσουμε σε κρίσεις ανάγοντας σ’ αυτές τις έννοιες, τις γνώμες, τις έρευνες και τις απορίες, και να μη χάνονται οι αποδείξεις μας στο άπειρο, αφού όλα θα τα αφήνουμε άκριτα ή θα χρησιμοποιούμε άδειες φράσεις. Γιατί είναι ανάγκη το αρχικό νόημα κάθε λέξης να είναι φανερό και να μη χρειαζόμαστε απόδειξη, αν θέλουμε να έχουμε κάτι σταθερό στο οποίο θα αναφερόμαστε σε σχέση με αυτό που ζητάμε ή ερευνάμε ή υποθέτουμε. Επίσης, θα πρέπει να στηριζόμαστε στις αισθήσεις και συγκεκριμένα στις παραστάσεις που μας δίνει η διάνοια ή όποιο άλλο κριτήριο, καθώς επίσης και στα σχετικά μ’ αυτά συναισθήματα, για να μπορούμε με βάση αυτά να βγάλουμε συμπεράσματα για όσα επιδέχονται επιβεβαίωση και για τα άδηλα.

39

Ταῦτα δὲ διαλαβόντας συνορᾶν ἤδη περὶ τῶν ἀδήλων· πρῶτον μὲν ὅτι οὐδὲν γίνεται ἐκ τοῦ μὴ ὄντος. πᾶν γὰρ ἐκ παντὸς ἐγινετ’ ἂν σπερμάτων γε οὐθεν προσδεόμενον. Καί εἰ ἐφθείρετο δέ τό ἀφανιζόμενον εἰς τό μή ὅν, πάντα ἄν ἀπωλώλει τά πράγματα, οὐκ ὄντων τῶν εἰς ἅ διελύετο. καί μήν καί τό πᾶν ἀεί τοιοῦτον ἧν οἷον νῦν ἐστι, καί ἀεί τοιοῦτον ἔσται. οὐθεν γάρ ἐστιν εἰς ὅ μεταβαλεῖ. παρά γάρ τό πᾶν οὐθέν ἐστίν. ὅ ἄν εἰσελθον εἰς αὐτό τήν μεταβολήν ποιήσαιτο.

Αφού τα συμπεριλάβουμε αυτά, πρέπει ήδη να μελετήσουμε και τα άδηλα πρώτα πρώτα (πρέπει να ειπούμε) ότι τίποτα δεν γίνεται από το μη ον γιατί τότε όλα τα πράγματα θα γίνονταν από όλα [αδιακρίτως] και τίποτα δεν θα είχε ανάγκη από κάποιο σπόρο. Και αν διαλυόταν αυτό που χάνεται σ’ αυτό που δεν υπάρχει, θα είχαν χαθεί όλα τα πράγματα, επειδή αυτό στο οποίο θα διαλύονταν, θα ήταν το μη ον. Και όμως και το σύμπαν πάντοτε τέτοιο ήταν, όποιο είναι και τώρα, και αιωνίως τέτοιο θα είναι γιατί δεν υπάρχει τίποτα άλλο στο οποίο να μεταβληθεί διότι κοντά στο σύμπαν δεν υπάρχει τίποτα, το οποίο αφού έμπαινε μέσα σ’ αυτό, θα μπορούσε να κάνει τη μεταβολή.

40

Ἀλλά μήν καί [τοῦτο καί ἐν τῇ Μεγάλη ἐπιτομῆ φησι κατ’ ἀρχήν καί ἐν τῇ ά περί φύσεως] τό πᾶν ἐστι σώματα καί κενόν· σώματα μέν γάρ ὡς ἐστιν, αὐτή ἡ αἴσθησις ἐπί πάντων μαρτυρεῖ, καθ’ ἥν ἀναγκαῖον το ἄδηλον τῷ λογισμῷ τεκμαίρεσθαι· εἰ δέ μή ἧν ὅ κενόν καί χώραν καί ἀναφῆ φύσιν ὀνομάζομεν, οὐκ ἄν εἶχε τά σώματα ὅπου ἧν οὐδέ δι’ οὖ ἐκινεῖτο, καθάπερ φαίνεται κινούμενα, παρά δέ ταῦτα οὐθεν οὐδ’ ἐπινοηθῆναι δύναται οὔτε περιληπτῶς οὔτε ἀναλόγως τοῖς περιληπτοῖς ὡς καθ’ ὅλας φύσεις λαμβανόμενα καί μή ὡς τά τούτων συμπτώματα ἤ συμβεβηκότα λεγόμενα

Αλλά και το σύμπαν αποτελείται από σώματα και κενό. Ότι υπάρχουν τα σώματα το επιβεβαιώνει κυρίως η ίδια η αίσθηση, σύμφωνα με την οποία είναι αναγκαίο να συμπεραίνεται το άδηλο με τον συλλογισμό, όπως προηγούμενα ανάφερα εάν δεν υπήρχε αυτό που το ονομάζουμε κενό και χώρο και ανέγγιχτη φύση, δεν θα είχαν τα σώματα πού να σταθούν ή πού να κινηθούν, ενώ ακριβώς όπως φαίνεται κινούνται. Εκτός από αυτά (τα σώματα και το κενό) τίποτα δεν είναι δυνατόν να συλληφθεί από τον νου ότι υπάρχει, ούτε με άμεση αντίληψη ούτε κατ’ ανα­λογία με αυτή, γιατί όλα θεωρούνται ως φυσικά σύνολα και όχι ως αυτά που λέγονται ιδιότητες ή συμβεβηκότα.

41

Καί μήν καί τῶν (τοῦτο καί ἐν τῇ πρώτῃ Περί φύσεως καί τῆ ιδ’ καί ιέ καί τή Μεγάλῃ ἐπιτομῆ) σωμάτων τά μεν ἐστι συγκρίσεις, τά δ’ ἐξ ὧν αἵ συγκρίσεις πεποίηνται· ταῦτα δέ ἐστιν ἄτομα καί ἀμετάβλητα, εἴπερ μή μέλλει πάντα εἰς τό μή ὅν φθαρήσεσθαι, ἀλλ’ ἰσχύοντα ὑπομένειν ἐν ταῖς διαλύσεσι τῶν συγκρίσεων, πλήρη τήν φύσιν ὄντα,οἷα δή οὐκ ἔχοντα ὅπη ἤ ὅπως διαλυθήσεται. ὥστε τάς ἀρχάς ἀτομους ἀναγκαῖον εἶναι σωμάτων φύσεις.

Και μάλιστα από τα σώματα άλλα είναι σύνθετα κι άλλα απλά, από τα οποία τα σύνθετα έχουν γίνει. Αυτά είναι άτομα (αδιαίρετα) και αμετάβλητα, αν βέβαια δεν πρόκειται όλα να καταστραφούν στο μη ον, αλλά παραμένουν ισχυρά, όταν τα σύνθετα σώματα διαλύονται, γιατί έχουν φύση ολοκληρωμένη και επειδή είναι αδύνατον να διαλυθούν οπωσδήποτε και οπουδήποτε ώστε είναι αναγκαίο οι πρώτες αργές να είναι άτμητες οντότητες.

Ἀλλά μήν καί τό πᾶν ἄπειρόν ἐστι. τό γάρ πεπερασμένον ἄκρον ἔχει, τό δέ ἄκρον παρ’ ἕτερον τί θεωρεῖται,< το δε πᾶν οὐ παρ’ ἔτερον τι θεωρεῖται·> ὥστε οὐκ ἔχον ἄκρον πέρας οὐκ ἔχει· πέρας δέ οὐκ ἔχον ἄπειρον ἄν εἴη καί οὐ πεπερασμένον.

Αλλ’ όμως και το σύμπαν άπειρο είναι, γιατί αυτό που είναι πεπερασμένο, έχει κάποιο άκρο το δε άκρο νοείται σε σύγκριση με κάποιο άλλο, επομένως αυτό που δεν έχει άκρο, δεν έχει πέρας· και εφ’ όσον δεν έχει πέρας, άπειρον θα είναι και όχι πεπερασμένο.

42

Καί μήν καί τῷ πλήθει τῶν σωμάτων ἄπειρον ἐστι τό πᾶν καί τῷ μεγέθει τοῦ κενοῦ. εἴ τέ γάρ ἧν τό κενόν ἄπειρον, τά δέ σώματα ὡρισμένα, οὐθαμοῦ ἄν ἔμενε τά σώματα, ἀλλ’ ἐφέρετο κατά τό ἄπειρον κενόν διεσπαρμένα, οὐκ ἔχοντα τά ὑπερείδοντα καί στέλλοντα κάτα τας ἀνακοπάς· εἴ τέ τό κενόν ἧν ὠρισμένον, οὐκ ἄν εἶχε τά ἄπειρα σώματα ὁπού ἐνέστη.

Και μάλιστα το σύμπαν είναι άπειρο και κατά το πλήθος των σωμάτων και ως προς το μέγεθος του κενού. Γιατί αν το κενό ήταν άπειρο, τα σώματα όμως καθορισμένα, πουθενά δεν θα έμεναν τα σώματα, αλλά θα εφέρονταν στο άπειρο κενό διεσπαρμένα, αφού δεν θα έβρισκαν στηρίγματα ή αυτά που θα τα σταματούσαν κατά τη σύγκρουση εάν πάλι το κενό ήταν περιορισμένο, δεν θα είχαν τα άπειρα σώματα πού να σταθούν.

Πρός τέ τουτοις τά ἄτομα τῶν σωμάτων καί μεστά ἐξ ὧν καί αἱ συγκρίσεις γίνονται καί εἰς ἅ διαλύονται, ἀπερίληπτά ἐστι ταῖς διαφοραῖς τῶν σχημάτων· οὐ γάρ δυνατόν γενέσθαι τάς τοσαύτας διαφοράς ἐκ τῶν αὐτῶν σχημάτων περιειλημμένων. Καί καθ’ ἑκάστην δέ σχημάτισιν ἁπλῶς ἄπειροί εἰσιν αἵ ὅμοιαι, ταῖς δέ διαφοραῖς οὔχ ἁπλῶς ἄπειροι ἀλλά μόνον ἀπεριληπτοι, (οὐδέ γάρ φησιν ἐνδοτέρω εἰς ἄπειρον τήν τομήν τυγχάνειν. λέγει δέ, ἐπειδή αἵ ποιότητες μεταβάλλονται, εἰ μέλλει τίς μή καί τοῖς μεγέθεσιν ἁπλῶς εἰς ἄπειρον αὐτας ἐκβάλλειν.

Επί πλέον τα άτομα των σωμάτων που δεν έχουν κενά και από τα οποία αποτελούνται τα σύνθετα σώματα και στα οποία διαλύονται, είναι ασύλληπτα ως προς τις διαφορές των σχημάτων τους. Γιατί δεν είναι δυνατόν να γίνει τόσο μεγάλη ποικιλία πραγμάτων όταν έχουν συμπεριληφθεί όμοια σχήματα. Και τα όμοια άτομα από κάθε είδος σχήματος εντελώς άπειρα είναι, σχετικά δε με τις διαφορές όχι εντελώς άπειρα, αλλά αδιανόητα. [Γιατί, καθόλου, όπως λέει, η υποδιαίρεση δεν μπορεί να συνεχίζει επ’ άπειρον. Κι αυτό, επειδή μεταβάλλονται οι ιδιότητες, αν είναι να μην ανάγει κανείς τα μεγέθη τους στο άπειρο].

43 – 44

Κινοῦνταί τέ συνεχῶς αἵ ἀτομοι (φησί δέ ἐνδοτερω καί ἰσοταχῶς αὐτας κινεῖσθαι τοῦ κενοῦ τήν εἶξιν ὁμοίαν παρεχόμενου καί τῇ κουφοτάτῃ καί τή βαρύτατῃ) τόν αἰῶνα, καί αἱ μέν εἰς μακράν ἀπ’ ἀλληλων διιστάμεναι, αἱ δέ αὐτοῦ τόν παλμόν ἴσχουσιν, ὅταν τύχωσι τή περίπλοκη κεκλειμέναι ἤ στεγαζόμεναι παρά των πλεκτικῶν. Ἡ τέ γάρ τοῦ κενοῦ φύσις ἡ διορίζουσα ἑκάστην αὐτήν τοῦτο παρασκευάζει, τήν ὑπέρεισιν οὐχ οἵα τέ οὖσα ποιεῖσθαι, ἥ τέ στερεότης ἡ ὑπάρχουσα αὐταῖς κατά τήν σύγκρουσιν τόν ἀποπαλμόν ποιεῖ, ἐφ’ ὁπόσον ἄν ἡ περιπλοκή τήν ἀποκατάστασιν ἐκ τῆς συγκρούσεως δίδω. ἀρχή δέ τούτων οὐκ ἔστιν, αἰδίων τῶν ἀτόμων οὐσῶν καί τοῦ κενοῦ. (φησί δ’ ἐνδοτέρω μηδέ ποιότητά τινά περί τάς ἀτομους εἶναι πλήν σχήματος καί μεγέθους καί βάρους· τό δέ χρῶμα παρά τήν θέσιν τῶν ἀτόμων ἀλλάττεσθαι ἐν ταῖς Δώδεκα στοιχειώσεσί φησι. Πᾶν τέ μέγεθος μή εἶναι περί αὐτας· οὐδέποτε γοῦν ἄτομος ὤφθη αἰσθήσει).

Και συνεχώς κινούνται τα άτομα [αναφέρει ακόμη ότι κινούνται με ίση ταχύτητα, αφού το κενό παρέχει την ίδια δυνατότητα και στο πολύ βαρύ και στο πολύ ελαφρύ] στον αιώνα τον άπαντα και μερικά απέχουν μεγάλη απόσταση το ένα από το άλλο, άλλα πάλι πάλλουν επί τόπου, αν βρεθούν κλεισμένα μέσα σε περιπλοκή ή τριγυρισμένα από μάζα άλλων ατόμων πλασμένων να περιπλέκουν. Διότι η ίδια η φύση του κενού, η οποία καθορίζει το καθένα από αυτά, δημιουργεί κενό δημιουργεί και την υποστήριξη, χωρίς να είναι τέτοια η ίδια. Και η στερεότητα που υπάρχει σ’ αυτά κατά τη σύγκρουση, τα κάνει να αναπηδούν, παρά τη μικρή απόσταση όπου αναπηδούν, όταν βρεθούν αιχμαλωτισμένα σε μια μάζα από άτομα. Αρχή δε αυτών δεν υπάρχει, αφού τα άτομα και το κενό είναι αιώνια. [Αναφέρει στη συνέχεια πιο κάτω ότι τα άτομα δεν έχουν καμιά ιδιότητα εκτός από το σχήμα, το μέγεθος και το βάρος· τα δε χρώμα (αναφέρει ότι) αλλάζει ένεκα της θέσης των ατόμων, (όπως) ισχυρίζεται στο έργο του «Δώδεκα στοιχειώσεις». Σχετικά με τα άτομα, δεν υπάρχει σ αυτά κανένα μέγεθος. Γιατί κανένα άτομο ποτέ δεν έχει γίνει αντιληπτό από τις αισθήσεις.

45

Ἡ τοσαυτη δή φωνή τούτων πάντων μνημονευόμενων τόν ἱκανόν τύπον ὑποβάλλει <ταῖς περί> τῆς τῶν ὄντων φύσεως ἐπινοιαις.

Η επανάληψη σε τέτοια έκταση όλων αυτών που τώρα φέρνουμε στο μυαλό μας, μας δίνει επαρκή σκιαγραφία για να καταλάβουμε τη φύση των όντων.

Ἀλλά μήν καί κόσμοι ἄπειροι εἰσιν, οἱ θ’ ὅμοιοι τουτω καί ἀνόμοιοι. αἵ τέ γάρ ἄτομοι ἄπειροι οὖσαι, ὡς ἄρτι ἀπεδείχθη, φέρονται καί πορρωτάτω. οὐ γάρ κατανήλωνται αἱ τοιαῦται ἄτομοι, ἐξ ὧν ἄν γένοιτο κόσμος ἤ ὑφ’ ὧν ἄν ποιηθείη, οὔτ’ εἰς ἕνα οὔτ’ εἰς πεπερασμένους, οὔθ’ ὅσοι τοιοῦτοι οὔθ’ ὅσοι διάφοροι τούτοις. ὥστε οὐδέν τό ἐμποδοστατῆσον ἐστι πρός τήν ἀπειρίαν τῶν κόσμων.

Αλλ’ όμως και οι κόσμοι είναι άπειροι, τόσο οι όμοιοι με τον δικό μας όσο και οι ανόμοιοι. Επειδή τα άτομά είναι άπειρα, όπως προ ολίγου αποδείχθηκε, μπορούν να πηγαίνουν ως τις πιο μακρινές αποστάσεις γιατί αυτού του είδους τα άτομα από τα οποία θα ήταν δυνατόν να γεννηθεί ο κόσμος ή από τα οποία θα μπορούσε να δημιουργηθεί, δεν εξαντλούνται ούτε με ένα κόσμο ούτε με πεπερασμένο αριθμό ούτε με όσους είναι τέτοιοι ούτε με όσους είναι διαφορετικοί από τον δικό μας. Επομένως τίποτε δεν υπάρχει το οποίο θα σταθεί εμπόδιο στην απειρία των κόσμων.

46 – 47 – 48

Καί μήν καί τύποι ὁμοιοσχήμονες τοῖς στερεμνίοις εἰσί, λεπτότησιν ἀπέχοντες μακράν των φαινόμενων. οὔτε γάρ συστάσεις ἀδυνατοῦσιν ἐν τῷ περιέχοντι γίνεσθαι τοιαῦται οὐτ’ ἐπιτηδειότητες πρός κατεργασίας τῶν κοιλωμάτων καί λεπτοτήτων γίνεσθαι, οὔτε ἀπόρροιαι τήν ἑξῆς θέσιν καί βάσιν διατηροῦσαι, ἥνπερ καί ἐν τοῖς στερεμνίοις εἶχον, τούτους δέ τούς τύπους εἴδωλα προσαγορεύομεν. καί μήν καί ἡ διά τοῦ κενοῦ φορά κατά μηδεμίαν ἀπάντησιν τῶν ἀντικοψόντων γινόμενη πᾶν μῆκος περιληπτόν ἐκ ἀπερινοήτῳ χρόνῳ συντελεῖ. βράδους γάρ καί τάχους ἀντικοπή καί οὐκ ἀντικοπῆ ὁμοίωμα λαμβάνει. Οὐ μήν οὐδ’ ἅμα κατά τούς διά λόγου θεωρητούς χρόνους αὐτό τό φερόμενον σῶμα ἐπί τούς πλείους τόπους ἀφικνεῖται – ἀδιανόητον γάρ ,- καί τοῦτο συναφικνούμενον ἐν αἰσθητῳ χρόνῳ ὅθεν δήποθεν τοῦ ἄπειρου οὐκ ἐξ οὗ ἄν περιλαβωμεν τήν φοράν τόπου ἔσται ἀφιστάμενον· ἀντικοπῆ γάρ ὅμοιον ἔσται, καν μέχρι τοσούτου τό τάχος τῆς φορᾶς μή ἀντικόπτον καταλίπωμεν. χρήσιμον δή καί τοῦτο κατασχεῖν τό στοιχεῖον. εἶθ’ ὅτι τά εἴδωλα ταῖς λεπτότησιν ἀνυπερβλήτοις κέχρηται, οὐθέν ἀντιμαρτυρεῖ τῶν φαινόμενων, ὅθεν καί τάχη ἀνυπέρβλητα ἔχει, πάντα πόρον σύμμετρον ἔχοντα πρός τῶ < τῶ > ἀπείρω αὐτῶν μηθέν ἀντικόπτειν ἤ ὀλίγα ἀντικόπτειν, πολλαῖς δέ καί ἀπείροις εὐθύς ἀντικοπτειν τι. πρός τέ τούτοις, ὅτι ἡ γένεσις τῶν εἰδώλων ἅμα νοήματι συμβαίνει. Καί γάρ ρεῦσις ἀπό τῶν σωμάτων τοῦ ἐπιπολῆς συνέχης, οὐκ ἐπίδηλος σημειώσει διά τήν ἀνταναπλήρωσιν, σώζουσα τήν ἐπί τοῦ στερεμνίου θέσιν καί τάξιν τῶν ἀτόμων ἐπί πολύν χρόνον, εἰ καί ἐνίοτε συγχεόμενη ὑπάρχει, καί συστάσεις ἐν τῷ περιέχοντι ὀξεῖαι διά τό μή δεῖν κατά βάθος τό συμπλήρωμα γίνεσθαι, καί ἄλλοι δέ τρόποι τινές γεννητικοί των τοιούτων φύσεων εἰσίν. οὐθεν γάρ τούτων ἀντιμαρτύρεῖται ταῖς αἰσθήσεσιν, ἄν βλέπῃ τίς, τινά τρόπον τάς ἐναργείας ἵνα καί τάς συμπάθειας ἀπό τῶν ἔξωθεν πρός ἡμᾶς ἀνοίσει.

Και όμως και εικόνες υπάρχουν εκτός από τα στερεά σώματα που έχουν το ίδιο σχήμα με εκείνα και που ξεπερνούν ασύγκριτα σε λεπτότητα όλα τα πράγματα που βλέπουμε. Γιατί πραγματικά δεν είναι αδύνατο να γίνονται στο περιβάλλον ενώσεις τέτοιες ούτε να λείπουν ευνοϊκές συνθήκες για την δημιουργία-κατεργασία κοιλωμάτων και επιφανειών, ούτε οι απόρροιες να μην διατηρήσουν την ίδια θέση και τάξη που έχουν μέσα στα στερεά. Αυτούς τους τύπους είδωλα τους ονομάζουμε. Και όμως, εφ’ όσον το κενό δεν αντιστέκεται καθόλου στη διά μέσο του κίνηση, καθίσταται δυνατό να καλυφθούν αποστάσεις από τα είδωλα σε χρονικό διάστημά αδιανόητο από τον νου μας. Γιατί η βραδύτητα είναι η δύναμη της αντίστασης, η οποία συντελεί στην ανακοπή της ταχύτητας, και στο σημείο αυτό δεν υπάρχει αντίσταση. Αλλά, όμως, σε χρόνο τόσο ελάχιστο, που δεν μπορεί το λογικό μας να συλλάβει, είναι δυνατόν το κινούμενο σώμα να βρεθεί σε τόπους περισσότερους από έναν – πράγμα που και αυτό είναι αδιανόητο – και είναι δυνατόν ταυτόχρονα να φθάνει σε χρόνο αισθητά αντιληπτό, από το άπειρο, από οποιοδήποτε σημείο, και άσχετα τελείως από την κίνηση που μπορούμε να αντιληφθούμε. Επειδή η αντίσταση δημιουργεί την αλλαγή κατεύθυνσης. Αυτό, μάλιστα, (γίνεται) χωρίς να υπολογίσουμε την ταχύτητά του. Είναι δε χρήσιμο να αντιληφθούμε και τούτο το στοιχείο. Έπειτα (πρέπει να αντιληφθούμε) ότι η λεπτότητα των ειδώλων δεν συγκρίνεται με τα φαινόμενα. Επομένως έχουν και ανυπέρβλητη ταχύτητα, εφ’ όσον πάντοτε βρίσκουν δίοδο για να περάσουν, διότι δεν υπάρχει τίποτα που να μπορεί να τα εμποδίσει, αντίθετα, όμως, αν βρίσκονται πολλά μαζί και άπειρα, κατ’ εξοχήν βρίσκουν αντίσταση. Εκτός δε από αυτά πρέπει να προσθέσουμε ότι η γένεσητων ειδώλων είναι γοργή όπως η σκέψη. Και διότι γίνεται από την επιφάνεια των σωμάτων συνεχής ροή χωρίς να σημειώνεται αισθητή ελάττωση στα τελευταία, γιατί εκείνο που φεύγει, αναπληρώνεται από τα άλλα είδωλα που στην πορεία αρπάζονται από τα σώματα. ‘Ύστερα σαν φύγουν από τα σώματα τα στοιχεία των ειδώλων δεν έχουν παρά να κρατήσουν και πραγματικά κρατάει το καθένα για πολύ καιρό τη θέση και την τάξη που είχαν στην επιφάνεια των σωμάτων αυτών αν και μερικές φορές γίνεται σύγχυση. Μερικά από αυτά τα είδωλα σχηματίζονται πολύ γρήγορα στον αέρα γιατί δεν χρειάζεται να έχουν καμία στερεά σύσταση. Υπάρχουν και μερικοί άλλοι τρόποι που με αυτούς μπορούν να σχηματιστούν αυτά τα είδη. Γιατί κανένα από αυτά δεν διαψεύδεται από. τις αισθήσεις, αν ζητήσει κανένας να μάθει με ποιο τρόπο οι παραστάσεις από τον εξωτερικό κόσμο θα έρχονται προς εμάς.

49 – 50 – 51 – 52

Δεῖ δέ καί νομίζειν ἐπεισιόντος τινός ἀπό τῶν ἔξωθεν τάς μορφάς ὁρᾶν ἡμᾶς καί διανοεῖσθαι, οὐ γάρ ἄν ἐναποσφραγίσαιτο τά ἔξω τήν ἑαυτῶν φύσιν τοῦ τέ χρώματος καί τῆς μορφῆς διά τοῦ ἀέρος τοῦ μεταξύ ἡμῶν τέ κἀκείνων, οὐδέ διά τῶν ἀκτίνων ἥ ὡνδήποτε ρευμάτων ἀφ’ ἡμῶν πρός ἐκεῖνα παραγινόμενων, οὕτως ὡς τύπων τινῶν ἐπεισιόντων ἡμῖν ἀπό τῶν πραγμάτων ὁμοχρόων τέ καί ὁμοιόμορφων κατά τό ἐναρμόττον μέγεθος εἰς τήν ὄψιν ἤ τήν διάνοιαν, ὠκέως ταῖς φοραις χρώμενων, εἶτα διά ταύτην τήν αἰτίαν τοῦ ἑνός καί συνεχοῦς τήν φαντασίαν ἀποδιδόντων καί τήν συμπάθειαν ἀπό τοῦ ὑποκείμενου σωζόντων κατά τόν ἐκεῖθεν σύμμετρον ἐπερεισμόν ἐκ τῆς κατά βάθος ἐν τῷ στερεμνίῳ τῶν ἀτόμων πάλσεως. καί ἥν ἄν λάβωμεν φαντασίαν ἐπιβλητικῶς τῆ διάνοιᾳ ἤ τοῖς αἰσθητηρίοις εἴτε μορφῆς εἴτε συμβεβηκότων, μορφή ἐστιν αὕτη τοῦ στερεμνίου, γινόμενη κατά τό ἑξῆς πύκνωμα ἤ ἐγκατάλειμμα τοῦ εἰδώλου, τό δέ ψεῦδος καί τό διημαρτημένον ἐν τῷ προσδοξαζομένῳ ἀεί ἐστιν. (επι του προσμένοντος) ἐπιμαρτυρηθήσεσθαι, ἠ μή ἀντιμαρτυρηθήσεσθαι, εἶτ’οὐκ ἐπιμαρτυρουμένου (ἤ ἀντιμαρτυρουμένου κατά τινά κίνησιν ἐν ἡμῖν αὐτοις συνημμένην τή φανταστική ἐπιβολὴ, διάληψιν δέ ἔχουσαν, καθ’ ἥν τό ψεῦδος γίνεται.) Ἡ τέ γάρ ὁμοιότης τῶν φαντασμῶν οἱονεί ἐν εἰκόνι λαμβανόμενων ἤ καθ’ ὕπνους γινομένων ἤ κατ’ ἄλλους τίνας ἐπιβολάς τῆς διάνοιας ἤ των λοιπῶν κριτηρίων οὐκ ἄν πότε ὑπῆρχε τοῖς οὖσί τέ καί ἀληθέσι προσαγορευομένοις, εἰ μή ἧν τινά καί ταῦτα πρός ἅ παραβάλλομεν· τό δέ διημαρτημένον οὐκ ἄν ὑπῆρχεν, εἰ μή ἐλαμβάνομεν καί ἄλλην τινά κίνησιν ἐν ἠμῖν αὐτοῖς συνημμένην μέν τή φανταστικῆ ἐπιβολή, διάληψιν δέ ἔχουσαν, κατά δέ ταύτην, ἐάν μέν μή ἐπιμαρτυρηθῆ ἡ ἀντιμαρτυρηθῆ, τό ψεῦδος γίνεται, ἐάν δέ ἐπιμαρτυρηθῆ ἤ ἀντιμαρτυρηθῆ, το αληθές. καί ταύτην οὗν σφόδρα γέ δεῖ τήν δόξαν κατέχειν, ἵνα μήτε τά κριτήρια ἀναιρῆται τά κατά τάς ἐναργείας μήτε τό διημαρτημενον ὁμοίως βεβαιούμενον πάντα συνταράττῃ.

Πρέπει ακόμη να δεχτούμε ότι κάτι έρχεται από τα έξω προς εμάς και μας κάνει να βλέπουμε τις μορφές και να τις νιώθουμε. Γιατί τα εξωτερικά αντικείμενα δεν θα μπο­ρούσαν να αποτυπώσουν την δική τους φύση, τόσο τα χρώματα όσο και τις μορφές, που υπάρχει ανάμεσα σ’ αυτά και σ’ εμάς, ούτε διαμέσου των ακτίνων, ούτε με οποιασδήποτε φύσεως ρεύματα που εκπορεύονται από εμάς προς εκείνα. Τίποτα από όλα αυτά δεν δίνει ικανοποιητική εξήγηση έστω κι αν δεχτούμε ότι από τα αντικείμενα αποσπώνται είδωλα όμοια στη μορφή και στο χρώμα με τα σώματα που περνούν σ’ εμάς σε μέγεθος αναλογικά με το μάτι και τον νου, σμικρυνόμενα είδωλα που τρέχουν με τη μεγαλύτερη ταχύτητα. Έπειτα από αυτή την αιτία επειδή τα είδωλα αυτά κινούνται με μεγάλη ταχύτητα, πράγμα που τα κάνει ικανά να σχηματίσουν με τη συγκέντρωσή τους την παράσταση ενιαίου και συναρτημένου αντικειμένου και να διατηρήσουν την ομοιομορφία με το αντικείμενο, παρά το κενό του εσωτερικού τους. Γιατί το σώμα δίνει σε κάθε τους επιφάνεια αρκετό στήριγμα με τη βοήθεια προώθησης που αποτυπώνεται στο είδωλο από το εσωτερικό προς το εξωτερικό, από τα δονούμενα άτομα του στερεού και γεμάτου σώματος που την εκπέμπει στο γύρω χώρο και έτσι η παράσταση την οποία θα λάβουμε με τον νού ή με τα αισθητήρια, είτε πρόκειται για τη μορφή είτε για τις συμπυκνωτικές ιδιότητες, είναι πάντοτε η μορφή του στερεού, η οποία έγινε από το ίδιο το αντικείμενο που σχηματίστηκε από τη μια και από την άλλη από το απόθεμα τω ειδώλων που έχει αφήσει το αντικείμενο. Το λάθος και η πλάνη βρίσκονται πάντοτε στη γνώμη που έχει σχηματισθεί εκ των προτέρων, όταν ένα γεγονός περιμένει επιβεβαίωση ή απουσία αντίφασης και ύστερα δεν επιβεβαιώνεται ή αντιφάσκεται. Γιατί και η ομοιότητα αυτών που πραγματικά υπάρχουν και ονομάζονται αληθινά δεν θα μπορούσε να εξηγηθεί αν δεν υπάρχουν από τη μια μεριά είδωλα σταλμένα σ’ εμάς, οι μορφές που βλέπουμε π.χ. στους καθρέπτες ή στα όνειρα ή κάποια άλλα πλάσματα του νου ή των υπολοίπων κριτηρίων το δε λάθος (από την άλλη μεριά) δεν θα υπήρχε αν δεν αντιλαμβανόμαστε και κάποια άλλη κίνηση, συνδεδεμένη μεν [με την φανταστική επιβολή], χωρισμένη, όμως, από το αντικείμενο. Σύμφωνα με αυτή, αν δεν επιβεβαιωθεί ή αν διακαυθεί, η πλάνη προκύπτει, αν επιβεβαιωθεί ή δεν διανυθεί, προκύπτει η αλήθεια. Και πρέπει αυτή την άποψη πολύ καλά να την κατέχουμε. Αν θέλουμε να μην αναιρέσουμε όλα τα κριτήρια που βασίζονται στην ενάργεια, ούτε με το να επιβε­βαιώνουμε το λάθος κατά τον ίδιο τρόπο και φέρουμε σε όλα αυτά γενική σύγχυση.

53

Ἀλλά μήν καί τό ἀκούειν γίνεται ρεύματος φερόμενου ἀπό τοῦ φωνοῦντος ἤ ἠχοῦντος ἤ ψοφοῦντος ἤ ὁπωσδήποτε ἀκουστικόν πάθος παρασκευάζοντος. τό δέ ρεῦμα τοῦτο εἰς ὁμοιομερεῖς ὄγκους διασπείρεται, ἅμα τινά διασώζοντας συμπάθειαν πρός ἀλλήλους καί ἑνότητα ἰδιότροπον, διατείνουσαν πρός τό ἀποστεῖλαν καί τήν ἐπαισθησιν τήν ἐπ’ ἐκεινοῦ ὡς τά πολλά ποιοῦσαν, εἰ δέ Μή γέ, τό ἔξωθεν μόνον ἔκδηλον παρασκευάζουσαν· ἄνευ γάρ ἀναφερόμενης τινός ἐκεῖθεν συμπάθειας οὐκ ἄν γένοιτο ἡ τοιαύτη ἐπαίσθησις. οὐκ αὐτόν οὖν δεῖ νομίζειν τόν ἀέρα ὑπό τῆς προιεμένης φωνῆς ἤ καί τῶν ὁμογενῶν σχηματίζεσθαι – πολλήν γάρ ἔνδειαν ἕξει τοῦτο πάσχων ὑπ’ ἐκείνης -, ἀλλ’ εὐθύς τήν γινόμενην πληγήν ἐν ἡμῖν, ὅταν φωνήν ἀφίωμεν, τοιαύτην ἔκθλιψιν ὄγκων τινῶν ρεύματος πνευματώδους ἀποτελεσματικῶν ποιεῖσθαι, ἥ το πάθος τό ἀκουστικόν ἡμῖν παρασκευάζει.

Αλλ’ όμως και η ακοή με τη σειρά της γίνεται από κάποιο ρεύμα που έρχεται σ’ εμάς από αντικείμενο που εκπέμπει φωνή ή ήχο ή κρότο ή με οποιοδήποτε τρόπο παράγει το αίσθημα της ακοής· το ρεύμα αυτό διασκορπίζεται σε ομοιογενή σωματίδια, τα οποία διατηρούν κάποια αμοιβαία συνοχή και ενότητα που επεκτείνεται ως το αντικείμενο που τα εξέπεμψε, και έτσι ως επί το πλείστον πραγματοποιείται η αντίληψη (επαίσθηση), ειδεμή μόνο την παρουσία του εξωτερικού αντικειμένου φανερώνει. Γιατί χωρίς τη μεταβίβαση από το αντικείμενο κάποιας συνοχής μεταξύ των μερών δεν είναι δυνατόν να γίνει αυτή η αίσθηση, γι’ αυτό και δεν πρέπει να θεωρούμε ότι ο ίδιος ο αέρας διαμορφώνεται σε σχήματα από τις φωνές που εκπέμπονται ή ότι σχηματίζεται από κάτι παρόμοιο (γιατί απέχει πολύ από το να πάθει κάτι τέτοιο απ’ αυτές [τις φωνές], αλλά με το χτύπημα του αέρα που γίνεται μέσα μας όταν βγάζουμε φωνή, προκαλείται μετατόπιση σωματιδίων που παράγει ρεύμα όμοιο με ανάσα, κι αυτή η μετατόπιση δημιουργεί το αίσθημα της ακοής.

Καί μήν καί τήν ὀσμήν νομιστέον, ὥσπερ καί τήν ἀκοήν οὐκ ἄν πότε οὐθέν πάθος ἐργάσασθαι, εἰ μή ὄγκοι τινές ἦσαν ἀπό τοῦ πράγματος ἀποφερόμενοι σύμμετροι πρός τοῦτο τό αἰσθητήριον κινεῖν, οἱ μέν τοῖοι τεταραγμένως καί ἀλλοτρίως, οἱ δέ τοῖοι ἀταράχως καί οἰκείως ἔχοντες.

Αλλά πρέπει να θεωρούμε ότι η οσμή, όπως και η ακοή, δεν θα μπορέσει ποτέ να παράγει κανένα αίσθημα αν δεν μεταβιβάζονται από το αντικείμενο μερικοί σχηματισμοί σωματιδίων κατάλληλων να ερεθίζουν το αισθητήριο της όσφρησης. Μερικοί, από αυτούς το ερεθίζουν κατά τρόπο που προκαλεί σύγχυση και ταραχή και άλλοι δημιουργούν ήσυχα και ευχάριστα ερεθίσματα.

54 – 55

Καί μήν καί τάς ἀτόμους νομιστέον μηδεμίαν ποιότητα τῶν φαινόμενων προσφέρεσθαι πλήν σχήματος καί βάρους καί μεγέθους καί ὅσα ἐξ ἀνάγκης σχήματος συμφυῆ ἐστι. ποιότης γάρ πάσα μεταβάλλει, αἱ δέ ἄτομοι οὐδέν μεταβάλλουσιν, ἐπειδή περ δεῖ τί ὑπομένειν ἐν ταῖς διαλύσεσι τῶν συγκρίσεων στερεόν καί ἀδιάλυτον, ὅ τάς μεταβολᾶς οὐκ εἰς τό μή ὅν ποιήσεται οὐδ’ ἐκ τοῦ μή ὄντος, ἀλλά κατά μεταθέσεις ἐν πολλοῖς, τινῶν δέ καί προσόδους καί ἀφοδους. ὅθεν ἀναγκαῖον τά μετατιθέμενα ἄφθαρτα εἶναι καί τήν τοῦ μεταβάλλοντος φύσιν οὐκ ἔχοντα, ὀγκούς δέ καί σχηματισμούς ἰδίους· ταυτα γάρ καί ἀναγκαῖον ὑπομένειν. καί γάρ ἐν τοῖς παρ’ ἡμῖν μετασχηματιζομένοις κατά τήν περιαίρεσιν τό σχῆμα ἐνυπάρχον λαμβάνεται, αἱ δέ ποιότητες οὐκ ἐνυπάρχουσαι ἐν τῷ μεταβαλλόντι, ὥσπερ ἐκεῖνο καταλείπεται, ἀλλ’ ἐξ ὅλου του σώματος ἀπολλύμεναι. ἱκανά οὖν τά ὑπολειπόμενα ταῦτα τάς τῶν συγκρίσεων διαφορᾶς ποιεῖν, ἐπειδή πέρ ὑπολείπεσθαί γέ τινά ἀναγκαῖον καί μή εἰς τό μή ὄν φθείρεσθαι.

Και κυρίως πρέπει να θεωρούμε ότι τα άτομα από όλες τις ιδιότητες που παρουσιάζονται στον εξωτερικό κόσμο έχουν μόνο το σχήμα, το βάρος, το μέγεθος και όσα είναι αξεχώριστα από το σχήμα. Γιατί πραγματικά κάθε ιδιότητα αλλάζει, ενώ τα άτομα δεν αλλάζουν διόλου αφού πρέπει σε κάθε διάλυση του σύνθετου να μένει κάτι στερεό και αδιάλυτο κάτι που να κάνει τις αλλαγές με απλή μετάθεση των ατόμων, ώστε οι αλλαγές να μην καταλήγουν στο μη ον, ούτε και να γίνονται από το μη ον. Επομένως πρέπει να δεχτούμε ότι εκείνο που αλλάζει θέση είναι άφθαρτο και ότι έχει τη φύση αυτού που μεταβάλλεται, αλλά είναι προικισμένο με δική του μάζα και διαμόρφωση. Γιατί αυτά (μάζα-σχήμα) πρέπει να παραμένουν, να έχουν σταθερή υπόσταση. Γιατί βέβαια και στην πρακτική μας ζωή, όταν βλέπουμε μορφικές μεταβολές, σύμφωνα με την άποψη που γίνεται παραδεκτή, πάντοτε παραδεχόμαστε το σχήμα σαν ενύπαρκτο όχι όμως και τις ιδιότητες σαν ενύπαρκτες στο αντικείμενο που μεταβάλλεται, αλλά ότι χάνονται από όλο το σώμα. Έτσι λοιπόν αυτά που απομένουν είναι επαρκή για να δημιουργήσουν τις διαφορές των συνθέτων σωμάτων, αφού είναι ανάγκη να παραμείνει κάτι και να μην καταστρέφονται στο μη ον.

56 – 57 – 58 – 59

Ἀλλά μήν οὐδέ δεῖ νομίζειν πᾶν μέγεθος ἐν ταῖς ἀτόμοις ὑπάρχειν, ἴνα μή τά φαινόμενα ἀντιμαρτυρῆ· παραλλαγάς δέ τίνας μεγεθῶν νομιστέον εἶναι. βέλτιον γάρ καί τούτου προσόντος τά κατά τά πάθη καί τας αἰσθήσεις γινόμενα ἀποδοθησεται. πᾶν δέ μέγεθος ὑπάρχειν οὔτε χρήσιμόν ἐστι πρός τας ταῶν ποιοτήτων διαφοράς, αφῖχθαί τε ἅμ’ἔδει και προς ἠμᾶς ὀρατας ἀτομους, ὁ οὐ θεωρεῖται γινόμενον οὔθ’ ὅπως ἄν γένοιτο ὁρατή ἄτομος ἐστιν ἐπινοῆσαι. Πρός δέ τουτοις οὐ δεῖ νομίζειν ἐν τῷ ὠρισμένω σώματι ἀπείρους ὄγκους εἶναι οὐδ’ ὀπηλίκους οὖν. ὥστε οὐ μόνον τήν εἰς ἄπειρον τομήν επί τοὔλαττον αναιρετέον ἵνα μη πάντα ασθενῆ ποιῶμεν καν ταῖς περιλήψεσι ταῶν αθρόων είς τό μή ὅν ἀναγκαζώμεθα τά ὄντα θλίβοντες καταναλίσκειν, ἀλλά καί τήν μετάβασιν μή νομιστέον γινέσθαι ἐν τοῖς ὡρισμένοις εἰς ἄπειρον μηδ’ ἐπῖ τοὔλαττον. οὔτε γάρ ὅπως, ἐπειδάν ἅπαξ τίς εἴπη ὅτι ἄπειροι ὄγκοι ἔν τινι ὑπάρχουσιν ἤ ὁπηλίκοι οὖν, ἔστι νοῆσαι, ὅπως ἄν ἔτι τοῦτο πεπερασμένον εἴη τό μέγεθος. πηλίκοι γάρ τινές δῆλον ὡς οἱ ἄπειροι εἰσιν ὄγκοι· καί οὗτοι ὁπηλίκοι ἄν πότε ὦσιν, ἄπειρον ἄν ἦν καί τό μέγεθος. ἄκρον τέ ἔχοντος τοῦ πεπερασμένου διαληπτόν, εἰ μή καί καθ’ ἑαυτό θεωρητόν, οὐκ ἔστι μή οὐ καί τό ἕξης τούτου τοιοῦτον νοεῖν καί οὕτω κατά τό ἑξῆς τοὔμπροσθεν βαδίζοντα εἰς τό ἄπειρον ὑπάρχειν καί τό τοιοῦτον ἀφικνεῖσθαι ταῆ ἐννοία. τό τέ ἐλάχιστόν το ἐν τῇ αἰσθησει δεῖ κατανοεῖν ὅτι οὔτε τοιοῦτον ἐστιν οἶον τό τάς μεταβάσεις ἔχον οὔτε πάντῃ πάντως ἀνόμοιον, ἀλλ’ ἔχον μέν τινά κοινότητα τῶν μεταβατῶν, διάληψιν δέ μερῶν οὐκ ἔχον, ἀλλ’ ὅταν διά τήν τῆς κοινότητος προσεμφέρειαν οἰηθῶμεν διαλήψεσθαί τί αὐτοῦ, τό μέν ἐπιτάδε, τό δέ ἐπέκεινα, τό ἴσον ἡμῖν δεῖ προσπίπτειν, ἑξῆς τέ θεωροῦμεν ταῦτα ἀπό τοῦ πρώτου καταρχόμενοι καί οὐκ ἐν τῶ αὐτῶ, οὐδέ μέρεσι μερῶν ἁπτόμενα, ἀλλ’ ἤ ἐν τῇ ἰδιότητι τῆ ἑαυτῶν τά μεγέθη καταμετροῦντα, τά πλείω πλεῖον καί τά ἐλαττῶ ἔλαττον. ταύτη τῆ ἀναλογία νομιστέον καί τό ἐν τῆ ἀτόμω ἐλάχιστον κεχρῆσθαι, μικρότητι γάρ ἐκεῖνο δῆλον ὡς διαφέρει τοῦ κατά τήν αἴσθησιν θεωρούμενου, ἀναλογία δέ τῆ αὑτῆ κέχρηται. ἐπεί πέρ καί ὅτι μέγεθος ἔχει ἡ ἄτομος, κατά τήν ἐνταῦθα ἀναλογίαν κατηγορήσαμεν, μικρόν τι μόνον μακράν ἐκβαλόντες. ἔτι τέ τά ἐλάχιστα καί ἀμιγῆ πέρατα δεῖ νομίζειν τῶν μηκῶν τό καταμέτρημα ἐξ αὐτῶν πρώτων τοῖς μείζοσι καί ἐλάττοσι παρασκευάζοντα τῆ διά λόγου θεωρία ἐπί τῶν ἀοράτων.ἡ γάρ κοινότης ἡ ὑπάρχουσα αὐτοῖς πρός τά ἀμετάβολα ἱκανή το μέχρι τούτου συντελέσαι, συμφόρησιν δέ ἐκ τούτων κίνησιν ἐχόντων οὐχ οἶον τέ γίνεσθαι.

Ακόμη δεν πρέπει να νομίζουμε ότι υπάρχει στα άτομα κάθε είδους μέγεθος για να μη βρεθούμε σε αντίφαση με τα πραγματικά γεγονότα. Αλλά πρέπει να δεχθούμε ότι στο μέγεθος παρουσιάζουν μερικές παραλλαγές. Εφ’ όσον δε και αυτό υπάρχει, καλύτερα θα αποδοθούν και τα γεγονότα τα σχετικά με τα συναισθήματα και τις αισθήσεις. Κάθε μέγεθος εφ’ όσον υπήρχε ούτε χρήσιμο θα ήταν στην εξήγηση των διαφορών των ιδιοτήτων. Κοντά σ’ αυτά, στην περίπτωση αυτή θα έπρεπε να υπάρχουν μερικά άτομα που να είναι ορατά στα μάτια μας: πράγμα το οποίο δεν θεωρείται ότι έγινε, ούτε ότι είναι δυνατόν να γίνει, δηλ. να το χωρέσει ο νους μας ότι είναι δυνατόν να γίνει ένα άτομο ορατό. Εκτός δε από αυτά δεν πρέπει να νομίζουμε ότι υπάρχουν σε οποιοδήποτε πεπερασμένο σώμα άπειρα σε αριθμό μέρη, όσο μικρά και αν είναι αυτά. Επομένως δεν πρέπει μόνο να απορρίψουμε την επ’ άπειρον μόνο υποδιαίρεση, για να μην εξασθενήσουμε όλα τα πράγματα και στις αντιλήψεις μας για τα αθροίσματα να μην αναγκαζόμαστε να καταλήγουμε στο μη ον αφού εκμηδενίζουμε τα όντα, αλλά δεν πρέπει να νομίζουμε και ότι η μετάβαση στο άπειρο γίνεται στα πεπερασμένα, ούτε σε μικρότερη αύξηση. Γιατί δεν είναι δυνατόν να κατανοηθεί όταν και άπαξ είπε κάποιος ότι άπειρος αριθμός σωματιδίων περιέχονται σε κάτι ή λιγότερα, είναι δυνατόν αυτό να είναι ακόμη πεπερασμένο ως προς το μέγεθος. Γιατί εφ’ όσον είναι φανερό ότι έχουν κάποιο μέγεθος τα απειράριθμα σωματίδια, δεν έχει σημασία οποιοδήποτε και αν είναι το μέγεθος αυτό απειράριθμα θα ήσαν και κατά το μέγεθος. Αφού λοιπόν το πεπερασμένο αυτό έχει ένα ακρότατο σημείο κατανοητό, έστω και αν καθαυτό δεν είναι νοητό, είναι ωστόσο νοητό μέσα στο σώμα που ανήκει. Και κατ’ ακολουθία, αν υποθέσουμε ότι υπάρχει ένα σώμα που ξεπερνάει το προηγούμενο σε μικρότητα, δεν είναι δυνατόν να μην το δεχθούμε όμοιο με το πρώτο δηλ. ότι έχει και αυτό ένα ακρότατο σημείο που δεν χωρίζεται από αυτό. Και το ελάχιστο στην αίσθηση πρέπει να αντιλαμβανόμαστε ότι ούτε τέτοιο είναι, ως μη αντίστοιχο προς το ικανό να επεκτείνει, ούτε πάλι ως εξ ολοκλήρου ανόμοιο, αλλά σαν να έχει κάτι το κοινό με αυτά που μπορούν να επεκταθούν, αν και δεν παρουσιάζει διάκριση μερών. Αλλά όταν εξαιτίας των κοινών στοιχείων δεχτούμε πως κάποιο έχει κοινές ιδιότητες με τα σώματα που τα άτομά τους είναι ευδιάκριτα και μπορούν να μετατεθούν, και μπορέσουμε να αντιληφθούμε σ’ αυτό άτομα που τα τοποθετούμε το ένα από εδώ και το άλλο από εκεί, βρισκόμαστε σχετικά με τα άτομα αυτά στην ίδια με τα παραπάνω περίπτωση τη σχετική με το όλο. Και κοιτάζουμε αυτά τα σημεία διαδοχικά, ξεκινώντας από το πρώτο, όχι το ίδιο καθαυτό ούτε εκεί που αγγίζει τα πλαϊνά του, αλλά βάσει της χαρακτη­ριστικής τους ιδιότητας ν’ αποτελούν μέτρο του μεγέθους των σωμάτων, με το να είναι περισσότερα σε μεγαλύτερο σώμα και λιγότερα σε μικρότερο. Πρέπει, λοιπόν, να θεωρούμε ότι και το ελάχιστο μέρος του ατόμου επίσης έχει την ίδια σχέση με το όλον. Γιατί παρ’ όλη τη μικρότητά του, είναι προφανές ότι ξεπερνά εκείνο που γίνεται αισθητό, διατηρεί όμως τις ίδιες σχέσεις. Πραγματικά, δεχθήκαμε ότι το άτομο έχει ένα μέγεθος από αναλογία προς τα νοητά πράγματα ξεκινώντας από κάτι μικρό και αποφεύγοντας να πάμε πολύ μακριά τα όρια της μικρότητας. Πρέπει ακόμη να δεχθούμε πως υπάρχουν απόλυτα ελάχιστα και έσχατα όρια μέσα στα άτομα. Αυτά τα ελάχιστα είναι το αρχικό μέτρο για να καθορίζουμε όλα τα μεγέθη, όσο τεράστια και όσο μικρά κι αν είναι. Λέμε όλα τα μεγέθη, διότι πρόκειται να εκτιμήσουμε με το συλλογισμό τα αόρατα μεγέθη. Γιατί πραγματικά η κοινή συμμετοχή που υπάρχει σ’ αυτά σχετικά με τα αμετάβλητα, φθάνει για να δικαιολογήσει το συμπέρασμα αυτό. Όμως αυτά τα ελάχιστα μέρη του ατόμου είναι αδύνατον να αποτελέσουν συμπλέγματα καθόσον είναι ανίκανα να κινηθούν.

60

Καί μήν καί τοῦ ἀπείρου ὡς μέν ἀνωτάτω ἡ κατωτάτω οὐ δεῖ κατηγορείν τό ἄνω ἤ κάτω. ἴσμεν μέντοι τό ὑπέρ κεφαλῆς, ὅθεν ἄν στῶμεν, εἰς ἄπειρον ἄγειν ὄν μηδέποτε φανεῖσθαι τοῦτο ἡμῖν, ἤ το ὑποκάτω τοῦ νοηθέντος εἰς ἄπειρον ἅμα ἄνω τέ εἶναι καί κάτω πρός τό αὐτό· τοῦτο γάρ ἀδύνατον διανοηθῆναι. ὥστε ἔστι μίαν λαβεῖν φοράν τήν ἄνω νοούμενην εἰς ἄπειρον καί μίαν τήν κάτω, ἄν καί μυριάκις πρός τούς πόδας τῶν ἐπάνω το παρ’ ἡμῶν φερόμενον εἰς τούς ὑπέρ κεφαλῆς ἡμῶν τόπους ἀφικνῆται ἤ ἐπί τήν κεφαλήν τῶν ὑποκάτω το παρ’ ἠμῶν κάτω φερόμενον, ἡ γάρ ὅλη φορά οὐθέν ἧττον ἑκάτερα ἑκάτερα ἀντικειμένη ἐπ’ ἄπειρον νοεῖται.

Και όμως δεν πρέπει να ορίζουμε για το άπειρο το ανώτερο και το κατώτερο για το ανώτατο και το κατώτατο (σαν να υπάρχει ένα ζενίθ και ναδίρ). Για τον χώρο πάνω από το κεφάλι μας, όμως, όπου κι αν σταθούμε φθάνει στο άπειρο, και ποτέ δεν θα μας φανεί ο χώρος αυτός ότι είναι άνω και κάτω ταυτόχρονα, αναφορικά με το ίδιο σημείο. Κάτι τέτοιο είναι αδιανόητο. Ώστε πρέπει να πάρουμε μια κατεύθυνση την εννοούμενη προς τα άνω εις το άπειρο και μια προς τα κάτω, αν και δέκα χιλιάδες φορές προς τα πόδια θα συμβεί, ώστε ένα στοιχείο που ξεκίνησε από εμάς για τους υπεράνω από το κεφάλι μας χώρους, να φτάσει σε εκείνους που βρίσκονται πάνω από εμάς ή αντίστροφα κάτω από εμάς να φτάσει πάνω από το κεφάλι εκείνων που βρίσκονται κάτω από εμάς. Γιατί η όλη κατεύθυνση στην αντίστοιχη περίπτωση νοείται ως επ’ άπειρον επεκτεινόμενη προς την αντίθετη κατεύθυνση.

61 – 62

Καί μήν καί ἰσοταχεῖς ἀναγκαῖον τάς ἀτομους εἶναι, ὅταν διά τοῦ κενοῦ εἰσφέρωνται μηθενός ἀντικόπτοντος. οὔτε γάρ τά βαρέα θᾶττον οἰσθήσεται τῶν μικρῶν καί κουφῶν, ὅταν γέ δή μηδέν ἀπαντᾶ αὐτοῖς· οὔτε τά μικρά των μεγάλων, πάντα πόρον σύμμετρον ἔχοντα, ὅταν μηθέν μηδέ ἐκείνοις ἀντικόπτη· οὔθ’ ἡ ἄνω οὔθ’ ἡ εἰς τό πλάγιον διά τῶν κρούσεων φορά, οὔθ’ ἡ κάτω διά τῶν ἰδίων βαρῶν. ἐφ’ ὁπόσον γάρ ἄν κατίσχη ἑκάτερον, ἐπί τοσοῦτον ἅμα νοήματι τήν φοράν σχήσει, ἕως ἀντικόψη ἤ ἔξωθεν ἤ ἐκ τοῦ ἰδίου βάρους πρός τήν τοῦ πληξαντος δύναμιν. Ἀλλά μήν καί κατά τάς συγκρίσεις θάττων ἑτέρα φορηθήσεται τῶν ἀτόμων ἰσοταχῶν οὐσῶν, τῷ ἐφ’ ἕνα τόπον φέρεσθαι τάς ἐν τοῖς ἀθροίσμασιν ἀτόμους κατά τόν ἐλάχιστον συνεχῆ χρόνον, εἰ < καί > μή ἐφ’ ἕνα κατά τούς λόγω θεωρητούς χρόνους, ἀλλά πυκνόν ἀντικόπτουσιν, ἕως ἄν ὑπό τήν αἴσθησιν τό συνεχές της φορᾶς γίνηται· τό γάρ προσδοξάζομενον περί τοῦ ἀοράτου, ὡς ἄρα καί οἱ διά λόγου θεωρητοί χρόνοι τό συνεχές της φορᾶς ἕξουσιν, οὐκ ἀληθές ἐστιν ἐπί τῶν τοιούτων, ἐπεί τό γέ θεωρούμενον πᾶν ἤ κατ’ ἐπιβολήν λαμβανόμενον τή διανοία ἀληθές ἐστι.

Επίσης, είναι αναγκαίο τα άτομα να έχουν την ίδια ταχύτητα, όταν μετακινούνται δια μέσω του κενού εφ’ όσον δεν συναντούν κανένα εμπόδιο. Γιατί ούτε τα βαριά θα κινηθούν γρηγορότερα από τα μικρά και τα ελαφρά, όταν τίποτα δεν τα αναχαιτίζει, ούτε τα μικρά γρηγορότερα από τα μεγάλα, όσο κι αν βρίσκουν βολικότερο πέρασμα, όταν και σε εκείνα δεν υπάρχει κανένα εμπόδιο. Και η ισότητα αυτή στην ταχύτητα παρατηρείται τόσο στην προς τα πάνω, όσο και στην πλάγια κίνηση που προκαλείται από χτύπημα, αλλά και στην κίνηση προς τα κάτω που οφείλεται στο βάρος τους. Γιατί για όσο χρονικό διάστημα ένα άτομο θα διατηρεί την ώθηση από κάποιο χτύπημα ή από το βάρος του, τόσο διάστημα θα κινείται γρήγορα σαν τη σκέψη, έως ότου συναντήσει εμπόδιο ή από τα έξω ή από το ίδιο του το βάρος, αφού δημιουργείται αντίθετη ενέργεια προς τη δύναμη της ωστικής δύναμης. Από το άλλο μέρος θα λεχθεί ότι τα σύνθετα κινούνται γρηγορότερα αφού τα άτομα έχουν ίσην ταχύτητα. Κι αυτό γιατί τα άτομα στα αθροίσματα φέρονται προς μια κατεύθυνση κατά τον ελάχιστο συνεχή χρόνο, μολονότι κινούνται προς διάφορες κατευθύνσεις σε τόσο σύντομο χρονικό διάστημα που μόνο θεωρητικά μπορεί να εκτιμηθεί, αλλά συχνά συγκρούονται ώσπου το συνεχές της μετακίνησης να υποπέσει στην αίσθηση. Γιατί η γνώμη που σχηματίζουμε συμπερασματικά σχετικά με το αόρατο, δηλ. πως μονάχα ο χρόνος που την ύπαρξή του μας την αποκαλύπτει το λογικό είναι συνεχής και στο βάθος αισθητός, καθώς και οι κινήσεις που γίνονται μέσα σ’ αυτόν (η γνώμη αυτή ξαναλέμε δεν είναι σωστή) σχετικά με τα αντικείμενα που κινούνται στο κενό, γιατί ένα συμπέρασμα δεν μπορεί να υπερισχύσει μιας άμεσης παρατήρησης. Κανόνας μας είναι ότι μόνο η άμεση παρατήρηση από τις αισθήσεις ή η άμεση κατανόηση από τον νου είναι το σταθερά αληθινό.

63 – 64 – 65 – 66 – 67 – 68

Μετά δέ ταῦτα δεῖ συνορᾶν ἀναφέροντα ἐπί τάς αἰσθήσεις καί τά πάθη – οὕτω γάρ ἡ βεβαιοτάτη πίστις ἔσται -, ὅτι ἡ ψυχή σῶμα ἐστι λεπτομερές πάρ΄ ὅλον το ἄθροισμα παρεσπαρμένον, προσεμφερέστατον δέ πνευματι θερμοῦ τινά κρᾶσιν ἔχοντι καί πῆ μέν τούτω προσεμφερές, πῆ δέ τούτω, ἔστι δέ το < τρίτον > μέρος πολλήν παραλλαγήν εἰληφός τῆ λεπτομέρεια καί αὐτῶν τούτων, συμπαθές δέ τούτῳ μᾶλλον καί τῷ λοιπῶ ἀθροίσματι, τοῦτο δέ πᾶν αἱ δυνάμεις τῆς ψυχῆς δηλοῦσι καί τά πάθη καί αἱ εὐκινησίαι καί αἱ διανοήσεις καί ὧν στερόμενοι θνήσκομεν. καί μήν καί ὅτι ἔχει ἡ ψυχή τῆς αἰσθήσεως τήν πλείστην αἰτίαν δεῖ κατεχειν· οὐ μήν εἰλήφει ἄν ταύτην, εἰ μή ὑπό τοῦ λοιποῦ ἀθροίσματος ἐστεγάζετό πώς. τό δέ λοιπόν ἄθροισμα παρασκεύασαν ἐκείνη τήν αἰτίαν ταύτην μετείληφε καί αὐτό τοιούτου συμπτώματος παρ’ ἐκεινῆς, οὐ μεντοι πάντων ὧν ἐκείνη κέκτηται, διό ἁπαλλαγείσης τῆς ψυχῆς οὐκ ἔχει τήν αἴσθησιν. οὐ γάρ αὐτό ἐν ἐαυτῶ ἡμῶν ταύτην ἐκέκτητο τήν δύναμιν, ἀλλ’ ἕτερον ἅμα συγγεγενημένον αὐτῶ παρεσκεύαζεν, ὅ διά τῆς συντελεσθείσης περί αὐτό δυνάμεως κατά τήν κίνησιν σύμπτωμα αἰσθητικόν εὐθύς ἀποτελουν ἑαυτῶ ἀπεδίδου κατά τήν ὁμουρησιν καί συμπάθειαν καί ἐκείνω, καθάπερ εἶπον. Διό δή καί ἐνυπάρχουσα ἡ ψυχή οὐδέποτε ἄλλου τινός μέρους ἀπηλλαγμένου ἀναισθητεῖ, ἀλλ’ ἅ ἄν καί ταύτης ξυναπόληται τοῦ στεγάζοντος λυθέντος εἰθ’ ὅλου εἴτε καί μέρους τινός, ἐάν πέρ διαμένη, σώζει τήν αἴσθησιν. Τό δέ λοιπόν ἄθροισμα διαμένον καί ὅλον καί κατά μέρος οὐκ ἔχει τήν αἴσθησιν ἐκεινοῦ ἀπηλλαγμένου, ὅσον ποτέ ἐστι τό συντεῖνον τῶν ἀτόμων πλῆθος εἰς τήν τῆς ψυχῆς φύσιν. Καί μήν καί λυόμενου τοῦ ὅλου ἀθροίσματος ἡ ψυχή διασπείρεται καί οὐκέτι ἔχει τάς αὐτάς δυνάμεις οὐδέ κινεῖται, ὥσπερ οὐδ’ αἴσθησιν κέκτηται. οὐ γάρ οἰον τέ νοειν αὐτό αἰσθανόμενον μή ἐν τούτῳ τῷ συστήματι καί ταῖς κινήσεσι ταύταις χρώμενον, ὅταν τά στεγάζοντα καί περιέχοντα μή τοιαῦτα ἧ, ἐν οἶς νυν οὖσα ἔχει ταύτας τάς κινήσεις. (λέγει ἐν ἄλλοις καί ἐξ ἀτόμων αὐτήν συγκεῖσθαι λειοτάτων καί στρογγυλωτάτων, πολλῷ τινι διαφερουσῶν τῶν τοῦ πυρός, καί τό μέν τί ἄλογον αὐτῆς, ὅ τῷ λοιπῷ παρεσπάρθαι σώματι, τό δέ λογικόν ἐν τῷ θώρακι, ὡς δῆλον ἔκ τέ τῶν φόβων καί τῆς χαρᾶς. Ὕπνον τέ γίνεσθαι τῶν τῆς ψυχῆς μερῶν τῶν παρ’ ὅλην τήν σύγκρισιν παρεσπαρμένων ἐγκατεχομένων ἤ διαφορουμένων, εἶτα συμπιπτόντων τοῖς ἐπερεισμοῖς. τό τέ σπέρμα ἀφ’ ὅλων τῶν σωμάτων φέρεσθαι.) Ἀλλά μήν καί τόδε γέ δεῖ προσκατανοεῖν, ὅτι τό ἀσώματον λέγομεν κατά τήν πλείστην ὁμιλίαν τοῦ ὀνόματος ἐπί τοῦ καθ’ ἑαυτό νοηθέντος ἄν, καθ’ ἑαυτό δέ οὐκ ἔστι νοῇσαι τό ἀσώματον πλήν τοῦ κενοῦ. τό δέ κενόν οὔτε ποιῆσαι οὔτε παθεῖν δύναται, ἀλλά κίνησιν μόνον δί’ ἐαυτοῦ τοῖς σωμασι παρέχεται. ὥστ’ οἱ λέγοντες ἀσώματον εἶναι τήν ψυχήν ματαΐζουσιν. οὐθεν γάρ ἄν ἐδύνατον ποιεῖν οὔτε πάσχειν, εἰ ἦν τοιαύτη νῦν δ’ ἐναργώς ἀμφότερα ταῦτα διαλαμβάνεται περί τήν ψυχην τά συμπτώματα. ταῦτα οὖν πάντα τα διαλογίσματα τά περί ψυχῆς ἀνάγων τίς ἐπί τά πάθη καί τάς αἰσθήσεις, μνημονεύων τῶν ἐν άρχῇ ρηθέντων, ἱκανῶς κατόψεται τοῖς τύποις ἐμπεριειλημμένα εἰς τό κατά μέρος ἀπό τούτων ἑξακριβοῦσθαι βεβαίως.

Ύστερα από αυτά, αναφορικά με τις αισθήσεις και τα συναισθήματα, πρέπει να έχουμε υπ’ όψη μας (γιατί έτσι θα είναι πιο βέβαιη η πίστη), ότι η ψυχή είναι σώμα που αποτελείται από λεπτότατα μέρη κατεσπαρμένα σε ολόκληρο το άθροισμα των σωματικών μορίων, ομοιότατο με άνεμο ανάμεικτο με θερμότητα. Κι από ορισμένες απόψεις είναι όμοιο με άνεμο, ενώ από άλλες με θερμότητα. Αλλά υπάρχει και το τρίτο μέρος που ξεπερνάει κατά πολύ τα δύο άλλα στη λεπτότητα των μορίων του, και μέσω του οποίου βρίσκεται σε στενή επαφή με το υπόλοιπο άθροισμα. Όλο τούτο το φανερώνουν οι δυνάμεις της ψυχής και τα συναισθήματα και οι συγκινήσεις και οι σκέψεις και αυτά που αν τα στερηθούμε, πεθαίνουμε. Και όμως, ότι η ψυχή κατέχει το μεγαλύτερο μέρος στην αιτιολογία της αίσθησης, αυτό πρέπει να το γνωρίζουμε. Αλλ’ όμως δεν θα είχε προκαλέσει τα αισθήματα, εάν δεν καλυπτόταν από το υπόλοιπο συσσωμάτωμα. Αλλά και το υπόλοιπο άθροισμα δηλ. το σωματικό μέρος αν και γι’ αυτό τον λόγο της προμηθεύει (της ψυχής) την απαραίτητη αυτή κατάσταση, εντούτοις έχει και αυτό ένα μερίδιο από αυτές τις ικανότητες της ψυχής, όχι όμως όλες όσες εκείνη έχει αποκτήσει. Γιατί αυτό το ίδιο όχι από δική του δύναμη έχει αποκτήσει την ικανότητα αυτή, αλλά κάποιο άλλο πράγμα που ήταν μαζί μ’ αυτό συνδεμένο του την παρασκεύαζε. Το οποίο με τη δύναμη που συντελείτο γύρω από αυτό (το σώμα) κατά την κίνηση, έχει σαν αποτέλεσμα την ιδιότητα της αισθητικότητας και την μεταβιβάζει σε εκείνο λόγω της γειτνίασης και της συνοχής, όπως είπα, αναμεταξύ τους. Για τούτο, εφ’ όσον η ψυχή ενυπάρχει στο σώμα αυτό ποτέ δεν αναισθητοποιείται ακόμα κι αν απαλλαγεί από κάποιο άλλο μέρος του. Αυτό που το περιέχει μπορεί να διαλυθεί ή όλο ή εν μέρει και ως εκ τούτου μπορεί να χάνονται μερίδες της ψυχής, σε πείσμα όμως αυτών, αν η ψυχή κατορθώσει να επιζήσει, θα έχει την ικανότητα της αίσθησης. Το υπόλοιπο όμως άθροισμα, είτε όλο εάν επιζήσει είτε ένα μέρος αυτού εάν επιζήσει, δεν θα έχει την αισθητικότητα εάν απαλλαγεί από εκείνο, όσο κι αν είναι μικρό το πλήθος των ατόμων που συντελούν στη φύση της ψυχής. Επίσης, αν διαλυθεί το όλο άθροισμα η ψυχή διασκορπίζεται και δεν έχει τις αυτές δυνατότητες ούτε κινείται, ώστε ούτε αισθητικότητα διαθέτει. Γιατί είναι αδύνατον να θεωρήσουμε ότι αισθάνεται, αν δεν υπάρχει στον οργανισμό και δεν μπορεί, επομένως, να προκαλέσει αυτές τις κινήσεις, όταν αυτό που την περιέχει και την περιβάλλει δεν είναι πια το ίδιο, όπως και το περιβάλλον όπου τώρα υπάρχει και κινείται. ([Αλλά επιπλέον αλλού αναφέρει ότι η ψυχή σύγκειται από άτομα πάρα πολύ λεπτά και στρογγυλότατα, σε κάποιο μεγάλο βαθμό διαφορετικά από τα (άτομα) της φωτιάς]. Και το μεν άλογο (μέρος) αυτής είναι διασκορπισμένο σε ολόκληρο το σώμα. Το λογικό μέρος της ψυχής βρίσκεται μέσα στον θώρακα, όπως εκδηλώνεται με χαρές και με φοβίες. Ο ύπνος, επέρχεται, όταν τα μέρη της ψυχής, που είναι διασκορπισμένη σ’ ολόκληρο το σώμα, συγκεντρώνονται ή διασκορπίζονται και στη συνέχεια συγκρούονται και συνευρίσκονται). Το δε σπέρμα προέρχεται από το σύνολο του σώματος και αυτό πρέπει να κατανοήσουμε ότι εννοούμε το ασώματο σύμφωνα με την κοινή σημασία, αν πρόκειται να το εννοήσουμε καθ’ αυτό. Από μόνο του δεν είναι δυνατόν να νοηθεί το ασώματο εκτός από το κενό, το κενό όμως ούτε να κάνει ούτε να πάθει κάτι είναι δυνατόν, αλλά μόνο κίνηση διά μέσω του εαυτού του παρέχει στα σώματα. Επομένως, αυτοί που λένε ότι η ψυχή είναι ασώματη λένε ανοησίες. Γιατί τίποτα δεν θα μπορούσε να κάνει ή να πάθει, αν ήταν τέτοια (ασώματη). Τώρα όμως και οι δύο αυτές ιδιότητες φαίνεται φανερά ότι υπάρχουν στην ψυχή. Αυτές, λοιπόν, όλες τις σκέψεις περί της ψυχής εάν τις ανάγει κάποιος στα αισθήματα και στα συναισθήματα, αφού μνημονευθούν αυτά που ελέχθησαν από την αρχή, θα φανεί ότι είχαμε κατανοήσει ικανοποι­ητικά το ζήτημα σε σκιαγραφία και ότι θα μπορέσουμε να εξακριβώσουμε (με πεποίθηση και ακρίβεια) τις λεπτομέρειες.

69

Ἀλλά μήν καί τά σχήματα καί τά χρώματα καί τά μεγέθη καί τά βάρη καί ὅσα ἀλλά κατηγορεῖται σώματος ὡσανεί συμβεβηκότα ἤ πᾶσιν ἤ τοῖς ὁρατοῖς καί κατά τήν αἴσθησιν αὐτήν γνωστά, οὔθ’ ὡς καθ’ ἑαυτάς εἰσι φύσεις δοξαστέον –οὐ γάρ δυνατόν ἐπινοῆσαι τοῦτο- οὔτε ὅλως ὡς οὐκ εἰσίν, οὔθ’ ὡς ἕτερ’ ἄττα προσυπάρχοντα τουτῷ ἀσώματα, οὔθ’ ὡς μόρια τούτου, ἀλλ’ ὡς τό ὅλον σῶμα καθόλου ἐκ τούτων πάντων τήν ἑαυτοῦ φύσιν ἔχον ἀίδιον, οὐχ οἶον δέ εἶναι συμπεφορημένον – ὥσπερ ὅταν ἐξ αὐτῶν τῶν ὄγκων μεῖζον ἄθροισμα συστῇ ἤτοι τῶν πρώτων ἤ των τοῦ ὅλου μεγεθῶν τοῦδε τινος ἐλαττόνων-, ἀλλά μόνον, ὡς λέγω, ἐκ τούτων ἁπάντων τήν ἐαυτοῦ φύσιν ἔχον ἀίδιον. καί ἐπιβολᾶς μέν ἔχοντα ἴδιας πάντα ταῦτα ἐστι καί διαλήψεις, συμπαρακολουθοῦντος δέ τοῦ ἀθρόου καί οὐθαμῇ ἀποσχιζόμενου, ἀλλά κατά τήν ἀθρόαν ἔννοιαν τοῦ σώματος κατηγορίαν εἰληφότος.

Αλλ’ όμως και τα σχήματα και τα χρώματα και τα μεγέθη και τα βάρη και όσα άλλα (γνωρίσματα) αποδίδονται στα σώματα σαν ιδιότητες (συμβεβηκότα) ή σε όλα ή στα ορατά και όσα είναι αντιληπτά από την αίσθηση, αυτές ακριβώς οι ιδιότητες, δεν πρέπει να νομίζουμε ότι υπάρχουν από μόνες τους (γιατί δεν είναι δυνατόν να το σκεφτούμε αυτό) ούτε ότι δεν υπάρχουν καθόλου, ούτε και να τις θεωρήσουμε σαν ασώματες οντότητες, ούτε σαν μέρη του σώματος αλλά πρέπει να δεχτούμε γενικά από όλα αυτά, ότι ολόκληρο το σώμα, έχει τη μόνιμη φύση του, αν και δεν σχηματίζεται με την συγκέντρωση αυτών, όπως όταν από αυτά τα ίδια τα μόρια θα γίνονταν ένα μεγαλύτερο άθροισμα είτε τα μόρια αυτά είναι από τα πρώτα είτε από οποιαδήποτε μεγέθη μικρότερα από το συγκεκριμένο σύνολο. Αλλά μόνον, όπως λέω, απ’ όλα αυτά, αφού έχει διαφορετική φύση αθάνατη (μόνιμη). Επιπλέον, όλες αυτές έχουν τους δικούς τους χαρακτηριστικούς τρόπους στο να είναι αντιληπτές και να ξεχωρίζονται. Αλλά (υπάρχουν αυτά) όταν συμβαδίζουν με το σύνολο του σώματος με το οποίο είναι συμφυή και ποτέ δεν αποχωρίζονται από αυτό σ’ αυτή την πλήρη έννοια του σώματος έχουν λάβει τα κύρια χαρακτηριστικά τους (έτσι δηλώνονται).

70 – 71

Καί μήν καί τοῖς σώμασι συμπίπτει πολλάκις καί οὐκ ἀίδιον παρακολουθεῖν οὐτ’ ἐν τοῖς ἀοράτοις καί οὔτε ἀσώματα. ὥστε δή κατά τήν πλείστην φορᾶν τούτῳ τῷ ὀνόματι χρώμενοι φανερά ποιοῦμεν τά συμπτώματα οὔτε τήν τοῦ ὅλου φύσιν ἔχειν, ὅ συλλάβοντες κατά τό ἀθρόον σῶμα προσαγορεύομεν, οὔτε τήν τῶν ἀίδιον παρακολουθούντων, ὧν ἄνευ σῶμα οὐ δυνατόν νοεῖσθαι. κατ’ ἐπιβολᾶς δ’ ἄν τίνας παρακολουθοῦντος τοῦ ἀθρόου εκαστα προσαγορευθείη, ἀλλ’ ὅτε δήποτε ἕκαστα συμβαίνοντα θεωρεῖται, οὐκ ἀίδιον τῶν συμπτωμάτων παρακολουθούντων. Καί οὐκ ἐξελατέον ἐκ τοῦ ὄντος ταύτην τήν ἐνάργειαν, ὅτι οὐκ ἔχει τήν τοῦ ὅλου φύσιν ὦ συμβαίνει ὅ δή καί σῶμα προσαγορεύομεν, οὐδέ τήν τῶν ἀίδιον παρακολουθούντων, οὐδ’ αὖ καθ’ αὑτά νομιστέον – οὐδέ γάρ τοῦτο διανοητόν οὔτ’ ἐπί τούτων οὔτ’ ἐπί τῶν ἀίδιον συμβεβηκότων-, ἀλλ’ ὅπερ καί φαίνεται, συμπτώματα πάντα < κατά > τα σώματα νομιστέον, καί οὐκ π ἀίδιον παρακολουθοῦντα οὐδ’ αὖ φύσεως καθ’ ἑαυτά τάγμα ἔχοντα, ἀλλ’ ὅν τρόπον αὐτή ἡ αἴσθησις τήν ἰδιότητα ποιεῖ, θεωρεῖται.

Και όμως πολλές φορές στα σώματα παρουσιάζονται ιδιότητες που δεν τα παρακολουθούν μόνιμα και που δεν ανήκουν ούτε στα αόρατα ούτε στα ασώματα. Ώστε κατά τις περισσότερες φορές χρησιμοποιούμε τον όρο συμπτώματα σαν κοινή έννοια και λέμε καθαρά ότι τα συμπτώματα δεν έχουν τη φύση του όλου πράγματος που ανήκουν και το οποίο αφού το συλλάβουμε ως σύνολο, το προσαγο­ρεύουμε με το όνομα του σώματος, χωρίς να παρακολουθούμε εκείνη των μόνιμων ιδιοτήτων, χωρίς τις οποίες είναι αδύνατον να νοηθεί το σώμα. Με ορισμένους όμως τρόπους αντίληψης στους οποίους πάντοτε προσφέρεται το πλήρες (αθρόον) σώμα, το καθένα μπορεί να προσαγορευθεί σύμπτωμα, μόνον όμως εφ’ όσον το βλέπουμε να συμβαίνει. Εφ’ όσον αυτό (το άθροισμα) το σύμπτωμα δεν είναι από τα αιώνια (μόνιμα) επακόλουθα. Δεν πρέπει όμως να εξοβελίσουμε από την πραγματικότητα αυτήν την ενάργεια (την ολοκάθαρη έννοια) γιατί δεν έχει (το σύμπτωμα) την ιδιότητα του όλου στο οποίο ανήκει και από την οποία το λέμε σώμα, ούτε εκείνη των μόνιμων ιδιοτήτων που συνοδεύουν το σώμα, ούτε πάλι πρέπει να θεωρήσουμε ότι το σύμπτωμα έχει ανεξάρτητη ύπαρξη (γιατί αυτό δεν είναι νοητό ούτε γι’ αυτά ούτε για τ’ άλλα που έχουν μόνιμα χαρακτηριστικά), αλλά όπως είναι φανερό, όλα τα σχετικά με το σώμα πρέπει να τα θεωρήσουμε συμπτώματα και όχι σαν μόνιμα παρακολουθήματά τους ούτε ακόμη ως ανήκοντα στην τάξη αυτοτελών υπάρξεων. Αλλά μάλλον φαίνονται να είναι όπως η ίδια η αίσθηση απαιτεί να είναι.

72 – 73

Καί μήν καί τόδε γέ δεῖ προσκατανοῆσαι σφοδρῶς· τόν γάρ δή χρόνον οὐ ζητητέον ὥσπερ καί τά λοιπά, ὅσα ἐν ὑποκειμένω ζητοῦμεν ἀνάγοντες ἐπί τάς βλεπομένας παρ’ ἡμῖν αὐτοῖς προλήψεις, ἀλλ’ αὐτό τό ἐνάργημα, καθ’ ὅ τόν πολύν ἤ ὀλίγον χρόνον ἀναφωνοῦμεν, συγγενικῶς τοῦτο περιφέροντες, ἀναλογιστέον. καί οὔτε διαλέκτους ὡς βελτίους μεταληπτέον, ἀλλ’ αὐταῖς ταῖς ὑπαρχούσαις κατ’ αὐτοῦ χρηστέον, οὔτε ἄλλο τί κατ’ αὐτοῦ κατηγορητέον, ὡς τήν αὐτήν οὐσίαν ἔχοντος τῷ ἰδιώματι τούτῳ – καί γάρ τοῦτο ποιοῦσί τινες -, ἀλλά μόνον ᾦ συμπλέκομεν τό ἴδιον τοῦτο καί παραμετροῦμεν, μάλιστα ἐπιλογιστέον. καί γάρ τοῦτο οὐκ ἀποδείξεως προσδεῖται ἀλλ’ ἐπιλογισμοῦ, ὅτι ταῖς ἡμέραις καί ταῖς νυξί συμπλέκομεν καί τοῖς τούτων μέρεσιν ὡσαύτως δέ καί τοῖς πάθεσι καί ταῖς ἀπαθείαις, καί κινήσεσι καί στάσεσιν, ἴδιόν τι σύμπτωμα περί ταῦτα πάλιν αὐτό τοῦτο ἐννοοῦντες, καθ’ ὅ χρόνον ὀνομάζομεν. (φησί δέ τοῦτο καί ἐν τῇ δεύτερα Περί φύσεως καί ἐν τῇ Μεγάλη ἐπιτομή).

Επιπλέον, όμως, πρέπει και αυτό το ζήτημα προσεκτι­κά να κατανοήσουμε. Γιατί τον χρόνο δεν πρέπει να τον ερευνήσουμε όπως τα άλλα ζητήματα, όσα ερευνούμε σε υποκειμενικές έννοιες, ανάγοντάς τον σε έννοιες που έχουν σχηματισθεί από πριν αλλά να τον συσχετίσουμε περισσότερο με την ενάργεια που μας κάνει να μιλάμε για μικρή ή μεγάλη χρονική διάρκεια, αφού ανάγουμε στην ίδια έννοια τις δύο καταστάσεις. Ούτε να χρησιμοποιήσουμε όρους λαϊκούς ως καλύτερους αλλά να χρησιμοποιούμε τις λέξεις που υπάρχουν, ούτε να του αποδίδουμε άλλα γνωρίσματα σαν να έχει την ίδια ουσία με αυτή που περιέχεται στην κυριολεκτική σημασία του όρου χρόνος (γιατί αυτό κάνουν μερικοί). Πολύ περισσότερο πρέπει να σκεφτούμε με τι συνδέουμε την ιδιότητα αυτή και με τι την μετρούμε. Γιατί και αυτό δεν έχει ανάγκη πρόσθετης απόδειξης αλλά λίγης σκέψης, επειδή συνδέουμε τις ημέρες και τις νύχτες και τις υποδιαιρέσεις τους (με την έννοια του χρόνου), κατά τον ίδιο τρόπο δε και με τα συναισθήματα και με την ηρεμία της ψυχής και με τις κινήσεις και τις στάσεις, αφού παρατηρούμε σε αυτά πάλι το ίδιο σύμπτωμα (χαρακτηριστικό) σύμφωνα με το οποίο μιλάμε για χρόνο. [Τούτο δε το αναφέρει και στο δεύτερο βιβλίο (του έργου του) «Περί Φύσεως» και στη «Μεγάλη Επιτομή».]

74

Ἐπί τέ τοῖς προειρημένοις τούς κόσμους δεῖ καί πάσαν σύγκρισιν πεπερασμένην τό ὁμοειδές τοῖς θεωρουμένοις πυκνῶς ἔχουσαν νομίζειν γεγονέναι ἀπό τοῦ ἀπείρου, πάντων τούτων ἐκ συστροφῶν ἰδίων ἀποκεκριμένων καί μειζόνων καί ἐλλατόνων· καί πάλιν διαλύεσθαι πάντα, τά μέν θᾶττον, τά δέ βραδύτερον, καί τά μέν ὑπό τῶν τοιῶνσδε, τά δέ ὑπό τῶν τοιῶνσδε τοῦτο πάσχοντα. [δῆλον οὖν ὡς καί φθαρτούς φησι τούς κόσμους, μεταβαλλόντων τῶν μερῶν. καί ἐν ἄλλοις, τήν γῆν τῷ ἀέρι ἐποχεῖσθαι.] Ἐτι δέ τούς κόσμους οὔτε ἐξ ἀνάγκης δεῖ νομίζειν ἕνα σχηματισμόν ἔχοντας, [ἀλλά καί διάφορους αὐτούς ἐν τῇ ιβ΄ περί φύσεως φησιν· οὕς μέν γάρ σφαιροειδεῖς, καί ὠοειδεῖς ἄλλους, καί ἀλλοιοσχήμονας ἑτέρους· οὐ μέντοι πᾶν σχῆμα ἔχειν. οὐδέ ζῶα εἶναι ἀποκριθέντα ἀπό τοῦ άπείρου.] οὐδέ γάρ ἄν ἀποδείξειεν οὐδείς, ὡς < ἐν > μέν τῷ τοιούτῳ καί οὐκ ἄν ἐμπεριελήφθη τά τοιαῦτα σπέρματα, ἐξ ὧν ζῶα τέ καί φυτά καί τά λοιπά πάντα <τά> θεωρούμενα συνίσταται, ἐν δέ τῷ τοιούτῳ οὐκ ἄν ἐδυνήθη. (ὡσαύτως δέ καί ἐντραφῆναι.) τόν αὐτόν δέ τρόπον καί ἐπί γῆς νομιστέον.

Μετά από όσα έχουμε προαναφέρει, πρέπει να δεχθούμε ότι οι κόσμοι και κάθε σύνθετος οργανισμός που έχει όρια και που παρουσιάζει μεγάλη ομοιότητα με αυτά τα οποία κάθε στιγμή βλέπουμε γύρω μας, προέρχονται από το άπειρο. Γιατί όλα αυτά μικρά ή μεγάλα έχουν αποχωριστεί από ειδικές συστροφές ατόμων. Και ξανά όλα αυτά διαλύονται, άλλα γρηγορότερα και άλλα αργότερα, τα μεν κάτω από την επήρεια μιας σειράς αιτίων, τα δε από άλλη. [Και στο (έργο του) «Περί Φύσεως» παραδέχεται ότι οι κόσμοι είναι φθαρτοί και ότι μεταβάλλονται τα μέρη τους, και, εκτός των άλλων, ότι η γη στηρίζεται (φέρεται) πάνω στον αέρα.] Ακόμη δεν πρέπει να θεωρούμε ότι κατ’ ανάγκη οι κόσμοι έχουν ένα μόνο σχήμα, [αντίθετα στο δεύτερο βιβλίο «Περί Φύσεως» αναφέρει ότι (οι κόσμοι) έχουν διαφορετικά σχήματα, ότι δηλαδή, άλλοι είναι σφαιρικοί, άλλοι ωοειδείς και άλλοι ότι έχουν διαφορετικό σχήμα. Όμως δεν συμπεριλαμβάνονται όλα τα σχήματα. Και ότι δεν υπάρχουν ζώντα όντα τα οποία αποσπάστηκαν από το άπειρο]. Κανείς άλλωστε, δεν μπορεί να αποδείξει ότι στον έναν (κόσμο) δεν έτυχε να συμπεριληφθούν τα σπέρματα, από τα οποία αποτελούνται τα ζώα, τα φυτά και όλα όσα βλέπουμε, ενώ στον άλλον δεν ήταν δυνατόν (να συμπεριληφθούν). [Κατά τον ίδιο τρόπο συμβαίνει και σχετικά με την τροφή (των ζώντων) όντων.] Κατά τον ίδιο τρόπο πρέπει να θεωρήσουμε ότι εμφανίστηκαν στη γη.

75 – 76

Ἀλλά μήν ὑποληπτέον καί τήν φύσιν πολλά καί παντοῖα ὑπό αὐτῶν τῶν πραγμάτων διδαχθῆναί τε καί ἀναγκασθῆναι· τόν δέ λογισμόν τά ὑπό ταύτης παρεγγυηθέντα ὕστερον ἐπακριβοῦν καί προσεξευρίσκειν ἐν μέν τισί θᾶττον, ἐν δέ τισί βραδύτερον καί ἐν μέν τισί περιόδοις καί χρόνοις < μείζους λαμβάνειν ἐπιδόσεις >, ἐν δέ τισί κατ’ ἐλάττους. Ὅθεν καί τά ὀνόματα ἐξ άρχῆς μή θέσει γενέσθαι, ἀλλ’ αὐτας τάς φύσεις τῶν ἀνθρώπων καθ’ ἕκαστα ἔθνη ἰδία πασχούσας πάθη καί ίδία λαμβανούσας φαντάσματα ἰδίως τόν ἀέρα ἐκπέμπειν στελλόμενον ὑφ’ ἑκάστων τῶν παθῶν καί τῶν φαντασμάτων, ὡς ἄν πότε καί ἡ παρά τούς τόπους τῶν ἐθνῶν διαφορά ᾖ ὕστερον δέ κοινῶς καθ’ ἕκαστα ἔθνη τά ἴδια τεθῆναι πρός τό τάς δηλώσεις ἧττον ἀμφιβόλους γενέσθαι ἀλλήλοις καί συντομωτέρως δηλουμένας· τινά δέ καί οὐ συνορώμενα πράγματα εἰσφέροντας τούς συνειδότας παρεγγυῆσαί τινας φθόγγους τούς ἀναγκασθέντας ἀναφωνῆσαι, τούς δέ τῷ λογισμῷ ἐλομένους κατά τήν πλείστην αἰτίαν οὕτως ἐρμηνεῦσαι.

Αλλά πρέπει να λάβουμε υπόψη μας ότι και η φύση (ο άνθρωπος) πολλά και διάφορα διδάχτηκε και αναγκάστηκε από τα ίδια τα γεγονότα. Ο δε λογισμός ήρθε ύστερα ν’ αποδείξει αυτά που προσελήφθησαν μ’ αυτόν τον τρόπο και να κάνει καινούργιες ανακαλύψεις. Αυτό σε ορισμένες φυλές έγινε νωρίς, σε άλλες αργότερα. Και οι επιδόσεις που σημειώθηκαν σε ορισμένους καιρούς και χρόνους υπήρξαν μεγαλύτερες και σε άλλους μικρότερες. Γι’ αυτό και οι ονομασίες από την αρχή δεν έχουν τεθεί με συμβατικό τρόπο, αλλά η φύση των ανθρώπων, σύμφωνα με τις διαφορετικές τους εθνικότητες είχε τα δικά τους χαρακτηριστικά συναισθήματα και δέχθηκε τις δικές τους χαρακτηριστικές εντυπώσεις, κι έτσι καθ’ ένας με τον τρόπο του εκπνέει τον αέρα που διαμορφώνεται από αυτά τα συναι­σθήματα και τις εντυπώσεις, ανάλογα και με τις γεωγραφικές διαφορές των εθνών. Αργότερα την ιδιαίτερη λαλιά την αντικατάστησαν στον κάθε λαό με κοινή γλώσσα για να αποφεύγουν τη σύγχυση και να κάνουν συντομότερες τις εκφράσεις. Για μερικά πράγματα που δεν είναι ορατά βρήκαν όρους αυτοί που τα ήξεραν καλά κι ένιωθαν την ανάγκη να τα ανακοινώσουν. Οι άλλοι οδηγημένοι από τη σκέψη τους, δέχτηκαν αυτές τις λέξεις και τις χρησιμοποί­ησαν σαν έννοια που επικράτησε.

77

Καί μήν ἐν τοῖς μετεώροις φορᾶν καί τροπήν καί ἔκλειψιν καί ἀνατολήν καί δύσιν καί τά σύστοιχα τούτοις μήτε λειτουργοῦντος τινός νομίζειν δεῖ γινέσθαι καί διατάττοντος ἤ διατάξοντος καί ἅμα τήν πασαν μακαριότητα ἔχοντος μετ’ ἀφθαρσίας – (οὐ γάρ συμφωνοῦσι πραγματεῖαι καί φροντίδες καί ὀργαί καί χάριτες μακαριότητι, ἀλλ’ ἐν ἀσθένεια καί φόβῳ καί προσδεήσει τῶν πλησίον ταῦτα γίνεται), μήτε αὖ πυρός ἀνάμματα συνεστραμμένον τήν μακαριότητα κεκτημένα κατά βούλησιν τάς κινήσεις ταύτας λαμβάνειν· ἀλλά πᾶν το σέμνωμα τηρεῖν, κατά πάντα ὀνόματα φερόμενα ἐπί τάς τοιαύτας ἐννοίας, ἵνα μηδέν ὑπεναντίοι ἐξ αὐτῶν < γένωνται > τῷ σεμνώματι δόξαι· εἰ δέ μή, τόν μέγιστον τάραχον ἐν ταῖς ψυχαῖς αὐτή ἡ ὑπεναντιότης παρασκευάσει. ὅθεν δή κατά τάς ἐξ ἀρχῆς ἐναπολήψεις τῶν συστροφῶν τούτων ἐν τῇ τοῦ κόσμου γενέσει δεῖ δοξάζειν καί τήν ἀνάγκην ταύτην καί περίοδον συντελεῖσθαι.

Και όμως η κίνηση στα ουράνια φαινόμενα και η αλλαγή (στην κατεύθυνση) και η έκλειψη και η ανατολή και η δύση και τα παρόμοια με αυτά, δεν γίνονται με την ενέργεια κανενός που τα έχει σαν υποχρέωσή του, που τα κανονίζει και θα τα κανονίζει πάντοτε και που ωστόσο κατέχει την τέλεια μακαριότητα και την αφθαρσία. Γιατί οι πολλές ασχολίες, οι φροντίδες και οι θυμοί και οι έγνοιες δεν ταιριάζουν με την μακαριότητα αλλά είναι σημάδια αδυναμίας και φόβου και ανάγκης να στηριχθεί κανείς στους άλλους. Ούτε ότι τα ουράνια σώματα είναι φωτιές που με τα στριφογυρίσματα πήραν σχήμα σφαιρικό και που κατείχαν ωστόσο τη μακαριότητα και ότι εκτελούν τις κινήσεις τους από δική τους βούληση. Πρέπει να τηρούμε τη σοβαρότητα που ταιριάζει σε κάθε μεγαλείο όταν προσκολλούμε σ’ αυτά έννοιες όπως η μακαριότητα και η αθανασία, για να μην προκύπτουν ασύστατες δοξασίες γι’ αυτό το θεϊκό μεγαλείο (σέμνωμα). Αλλιώς οι ίδιες αυτές αντιφάσεις αρκούν για να προκαλέσουν τη μεγαλύτερη ταραχή στις ψυχές μας. Γι’ αυτό, λοιπόν, πρέπει να δεχτούμε ότι από μιας αρχής κατά τη γένεση του κόσμου τα ουράνια σώματα πήραν μαζί με το σχήμα και την ανα­γκαιότητα και την περιοδικότητα της κίνησής τους.

78 – 79 – 80 – 81 – 82

Καί μήν καί τήν ὑπέρ τῶν κυριωτατων αἰτίαν ἑξακριβωσαι φυσιολογίας ἔργον εἶναι δεῖ νομιζειν, καί τό μακάριον ἐν τῇ περί μετεώρων γνωσει ἐνταύθα πεπτωκεναι καί ἐν τῷ τινές φύσεις αἵ θεωρουμεναι κατά τά μετέωρα ταυτι, καί ὅσα συγγενῆ πρός τήν εἰς τοῦτο ἀκρίβειαν, ἐτι τέ οὐ τό πλεοναχως ἐν τοῖς τοιουτοις εἶναι καί τό ἐνδεχόμενον καί ἄλλως πώς ἐχειν, ἀλλ’ ἁπλῶς μή εἶναι ἐν ἀφθαρτω καί μακάρια φύσει τῶν διάκρισιν ὑποβαλλόντων ἡ τάραχον μηθεν. Καί τουτο καταλαβεῖν τή διάνοια ἐστιν ἁπλῶς εἶναι. τό δ’ ἐν τῇ ἱστορία πεπτωκός τῆς δύσεως καί ἀνατολῆς καί τροπῆς καί ἐκλείψεως καί ὅσα συγγενῆ τούτοις μηθέν ἔτι πρός τό μακάριόν της γνώσεως συντείνειν, ἀλλ’ ὁμοίως τούς φόβους ἔχειν τούς ταῦτα κατειδότας, τινές δ’ αἵ φύσεις ἀγνοοῦντας καί τινές αἵ κυριώταται αἰτίαι, καί εἰ μή προσήδεισαν ταῦτα· τάχα δέ καί πλείους, ὅταν τό θάμβος ἐκ τῆς τούτων προσκατανοήσεως μή δύνηται τήν λύσιν λαμβάνειν κατά τήν περί τῶν κυριοτάτων οἰκονομίαν.Διό δή καί πλείους αἰτίας εὐρισκόμεν τρόπων καί δύσεων καί ἀνατολῶν καί ἐκλείψεων καί τῶν τοιουτοτρόπων, ὥσπερ καί ἐν τοῖς κατά μέρος γινομένοις, ἦν οὐ δεῖ νομίζειν τήν ὑπέρ τούτων χρείαν ἀκρίβειαν μή ἀπειληφέναι, ὅση πρός τό ἀτάραχον καί μακάριον ἡμῶν συντείνει. ὥστε παραθεωροῦντας ποσαχῶς παρ’ ἡμῖν τό ὅμοιον γίνεται, αἰτιολογητέον ὑπέρ τέ τῶν μετεώρων και παντός του αδήλου,καταφρονοῦντας τῶν οὔτε τό μοναχῶς ἔχον ἥ γινόμενον γνωριζόντων οὔτε τό πλεοναχῶς συμβαῖνον, τήν ἐκ τῶν ἀποστημάτων φαντασίαν παριδόντων, ἔτι τέ ἀγνοούντων καί ἐν ποίοις οὐκ ἐστιν ἀταρακτῆσαι < καί ἐν ποίοις ὁμοίως ἀταρακτῆσαι >. ἄν οὖν οἰώμεθα καί ὡδί πώς ἐνδεχόμενον αὐτό γίνεσθαι, αὐτό το ὅτι πλεοναχῶς γίνεται γνωρίζοντες, ὥσπερ κἄν ὅτι ὡδί πως γίνεται εἴδωμεν, ἀταρακτήσομεν. Ἐπί δέ τούτοις ὅλως ἄπασιν ἐκεῖνο δεῖ κατανοεῖν, ὅτι τάραχος ὁ κυριωτατος ταῖς ἀνθρωπίναις ψυχαῖς γίνεται ἐν τῷ ταῦτα μακάρια τέ δοξάζειν < εἶναι > καί ἄφθαρτα καί ὑπεναντίας ἔχειν τούτοις ἅμα βουλήσεις καί πράξεις καί αἰτίας, καί ἐν τῷ αἰώνιον τί δεινόν ἀεί προσδοκᾶν ἤ ὑποπτεύειν κατά τούς μύθους, εἴτε καί αὐτήν τήν ἀναισθησίαν τήν ἐν τῷ τεθνάται φοβούμενος ὥσπερ οὖσαν κατ’ αὐτούς, καί ἐν τῷ μή δόξαις ταῦτα πάσχειν ἀλλ’ ἀλόγω γέ τινι παραστάσει, ὅθεν μή ὁρίζοντας τό δεινόν τήν ἴσην ἤ καί ἐπιτεταμένην ταραχήν λαμβάνειν τῷ εἰκαίως δοξάζοντι ταῦτα· ἡ δέ ἀταραξία το τούτων πάντων ἀπολέλυσθαι καί συνέχη μνήμην ἔχειν τῶν ὅλων καί κυριωτάτων. Ὅθεν τοῖς παθέσι προσεκτέον τοῖς παρούσι, καί ταῖς αἰσθήσεσι, κατά μέν τό κοινόν ταῖς κοιναῖς, κατά δέ τό ἴδιον τάς ἰδίαις, καί πάσῃ τή παρούςῃ καθ’ ἕκαστον τῶν κριτηρίων ἐνάργεια. ἄν γάρ τούτοις προσέχωμεν, τό ὅθεν ὁ τάραχος καί ὁ φόβος ἐγίνετο ἑξαιτιολογήσομεν ὀρθῶς καί ἀπολύσομεν, ὑπέρ τέ μετεώρων αἰτιολογοῦντες καί τῶν λοιπῶν τῶν ἀεί παρεπιπτόντων, ὅσα φοβεῖ τούς λοιπούς ἐσχάτως.

Και επίσης πρέπει να πιστεύουμε ότι το έργο της φυσικής επιστήμης είναι και το να φτάσουμε σε μια ακριβή γνώση σχετικά με την αιτία των ουρανίων φαινομένων. Επίσης να έχουμε υπ’ όψη μας ότι και η μακαριότητα από αυτό εξαρτάται και ότι επίσης έργο της φυσικής επιστήμης είναι να γνωρίσει το πώς είναι στην πραγματικότητα τα ουράνια σώματα και κάθε τι που συμβάλλει στην ακριβή γνώση από αυτή την άποψη (για την εξασφάλιση δηλ. της μακαριότητας). Επίσης, ότι δεν έχει σημασία η πολλαπλότητα των αιτίων και το ενδεχόμενο πως μπορεί να είναι αλλιώς, και ότι τίποτα απ’ όσα προκαλούν αμφιβολία ή ταραχή δεν μπορεί να σχετίζεται με τη μακάρια και άφθαρτη φύση. Και τούτο είναι απλό στη διάνοιά μας να το αντιληφθεί. Όσα, όμως, εμπίπτουν στην εξέταση των ανατολών, των δύσεων, τον τροπών, των εκλείψεων και όλων όσων είναι παρόμοια μ’ αυτά, δεν συντείνουν καθόλου στην μακαριότητα που προκαλεί η γνώση. Όσοι τα γνωρίζουν μεν αλλά δεν έχουν ιδέα για τη βαθύτερη αιτία και για τις αρχικές αιτίες τους, βασανίζονται από τους ίδιους φόβους σαν να μην τα γνώριζαν. Ίσως μάλιστα και από μεγαλύτερους, όταν η απορία που γεννιέται από την εμβάθυνση στις λεπτομέρειες δεν βρίσκει τη λύση της με την κατανόηση της βασικής οικονομίας του κόσμου. νομίζουμε ότι η έρευνά μας θα παραλείψει να πάρει από αυτά όση ακρίβεια συντελεί στην αταραξία και την μακαριότητα. Πρέπει, λοιπόν, να εξετάζουμε προσεκτικά με πόσους τρόπους παράγεται στη γη ένα φαινόμενο, όταν ερευνούμε τις αιτίες των ουρανίων φαινομένων και όσων δεν γίνονται αντιληπτά από τις αισθήσεις και πρέπει να περιφρονούμε όσους δεν αναγνωρίζουν είτε ό,τι υπάρχει ή γίνεται με ένα μόνο τρόπο είτε ό,τι μπορεί να συμβεί με πολλούς, στην περίπτωση των πραγμάτων που μπορούμε να δούμε από μακριά, και ακόμη δεν γνωρίζουν κάτω από ποιες συνθήκες είναι αδύνατον να επιτύχουν ψυχική ηρεμία. Αν, λοιπόν, θεωρούμε πως ένα φαινόμενο μπορεί να συμβεί μ’ έναν τέτοιο τρόπο, και ότι στις συνθήκες υπό τις οποίες είναι εξίσου πιθανό να έχουμε ηρεμία, όταν διαπιστώσουμε ότι μπορεί να συμβεί με πολλούς τρόπους, θα ενοχληθούμε τόσο ως να γνωρίζαμε ότι συμβαίνει μ’ έναν τέτοιο (συγκεκριμένο) τρόπο. Πάνω από όλα γενικά εκείνο που πρέπει να κατανοούμε είναι ότι η βασική ταραχή στις ανθρώπινες ψυχές προέρχεται κατά πρώτο λόγο από το να παίρνει κανείς τα ουράνια σώματα σαν μακάρια και άφθαρτα, ενώ από την άλλη μεριά τους αποδίδει βουλήσεις, δράσεις και αιτιότητες, πράγματα ασυμβίβαστα με τις ανωτέρω δοξασίες. Και ακόμη κατά δεύτερο λόγο η ίδια ταραχή γεννιέται από το να περιμένει κανείς διαρκώς ή να υποψιάζεται ένα αιώνιο βάσανο σύμφωνα με τους μύθους ή από το να φοβάται την κατάσταση αναισθησίας που προκαλείται από το να είναι κανείς πεθαμένος. Όπως ακριβώς συνέβαινε κατά τη γνώμη τους, αλλά και στο να μη θεωρούν ότι παθαίνουν αυτοί αλλά από κάποια παράλογη πίστη. Επομένως, επειδή δεν μπορούν να καθορίσουν πού είναι το φοβερό δέχονται ίση ή και μεγαλύτερη ταραχή, επειδή ακριβώς αυτά πιστεύουν. Η αταραξία όμως (η γαλήνη της ψυχής) είναι η λύτρωση από όλες αυτές τις ταραχές και η διατήρηση στη μνήμη των υψηλοτέρων και σπουδαιότερων αληθειών. Γι’ αυτό θα πρέπει να εξετάσουμε προσεκτικά τα παρόντα συναισθήματα τόσον εκείνα του ανθρώπου γενικά όσο και τα ατομικά καθώς και όλη την ενάργεια που μας δίδεται από καθένα από τα κριτήρια της αλήθειας. Γιατί αν μελετήσουμε προσεκτικά όλα αυτά, θα εξιχνιάσουμε την αιτία τους και θα απομακρύνουμε την πηγή της ταραχής και του φόβου ερμηνεύοντας σωστά τα ουράνια φαινόμενα και όλα τα άλλα πράγματα που από καιρούς σε καιρούς μας συμβαίνουν και φοβίζουν στον ύψιστο βαθμό τους άλλους ανθρώπους.

83

Ταῦτα σοί, ὦ ‘Ηρόδοτε, ἔστι κεφαλαιωδέστατα ὑπέρ τῆς τῶν ὅλων φύσεως ἐπιτετμημένα, ὥστ’ ἐάν γένηται οὗτος ὁ λόγος δυνατός κατασχεθεῖς μετ’ ἀκρίβειας, οἶμαι, ἐάν μή καί πρός ἅπαντα βαδίση· τίς τῶν κατά μέρος ἀκριβωμάτων, ἀσύμβλητον αὐτόν πρός τούς λοιπούς ἀνθρώπους ἁδρότητα λήψεσθαι. Καί γάρ καί καθαρά ἀφ’ ἐαυτοῦ ποιήσει πολλά ταῶν κατά μέρος ἑξακριβουμένων κατά τήν ὅλην πραγματείαν ἡμῖν, καί αὐτά ταῦτα ἐν μνήμη τιθέμενα συνεχῶς βοηθήσει. Τοιαῦτα γάρ ἐστιν, ὥστε καί τούς κατά μέρος ἤδη ἑξακριβοῦντας ἱκανῶς ἤ καί τελείως, εἰς τάς τοιαύτας ἀναλύοντας ἐπιβολᾶς, τάς πλείστας τῶν περιοδειῶν ὑπέρ τῆς ὅλης φύσεως ποιεῖσθαι· ὅσοι δέ μή παντελῶς αὐτῶν τῶν ἀποτελούμενων εἰσίν,ἐκ τούτων καί κατά τόν ἄνευ φθόγγων τρόπον τήν ἅμα νοήματι περίοδον τῶν κυριωτάτων πρός γαληνισμόν ποιοῦνται.»

Αυτά για χάρη σου λοιπόν, Ηρόδοτε, είναι εν συντομία οι βασικές περί φύσεως απόψεις. Αν αυτές συγκρατηθούν με ακρίβεια και εντυπωθούν, είμαι βέβαιος πως αυτός ο άνθρωπος θα είναι ασύγκριτα καλύτερα εξοπλισμένος από τους άλλους έστω και αν δεν προχωρήσει στη λεπτομερειακή εξακρίβωσή τους. Γιατί, βέβαια και μόνος του θα ξεκαθαρίσει πολλά λεπτομερειακά σημεία που επεξεργάστηκα στην πλήρη έκθεσή μου και η ίδια η επιτομή απομνημονευόμενη συνεχώς θα τον βοηθεί. Γιατί είναι τέτοια ώστε και εκείνοι που ήδη αρκετά ή τέλεια εξακριβώνουν τις λεπτομέρειες να μπορούν, αναλύοντας τις γνώσεις τους από τις τέτοιες στοιχειώδεις αντιλήψεις, καλύτερα να διε­ξάγουν τις έρευνές τους στη φυσική επιστήμη σαν σύνολο. Αλλά και εκείνοι που δεν είναι καθόλου μελετητές θα μπορούν σταθερά και γρήγορα να διεξέρχονται τις κυριότερες διδασκαλίες προς επίτευξη της ψυχικής τους γαλήνης.

Διογένης Λαέρτιος Χ 35 – 83

Από το βιβλίο ”Επίκουρος – Άπαντα” των εκδόσεων Κάκτος

Σχολιάζοντας

Το βήμα των μελών

Σύγχρονες εκδόσεις

Βίντεο