Μια εισήγηση για το στωικισμό σε μια επικούρεια ιστοσελίδα, προκαλεί το λιγότερο εύλογες απορίες. Πόσο μάλλον, όταν βρίσκεται σε ισχύ μια άτυπη συμφωνία στον Κήπο, και εφαρμόζεται σιωπηλά στα οκτώ χρόνια της πορείας του, να μην κάνουμε εισηγήσεις για τις αντίπαλες φιλοσοφικές σχολές, παρά μόνο σποραδικές αναφορές στην ανάγκη να κατανοούμε καλύτερα τα επικούρεια.
Η παρούσα παρέγκλιση είναι για να αποδώσουμε «τιμή» στο στωικισμό, επειδή μιλώντας γι αυτόν, στην πραγματικότητα είναι σχεδόν σα να μιλάμε για τη φιλοσοφία που με τον ένα ή τον άλλο τρόπο έχει σήμερα επικρατήσει.
Ζούμε φιλοσοφικά
Δεν πρέπει να ξεχνάμε ότι όλων μας οι αντιλήψεις, αυτό που ονομάζουμε νοοτροπία και κυρίως η οργάνωση της καθημερινής μας ζωής ακόμη κι αν δεν το αντιλαμβανόμαστε, ακόμη κι αν το αντικρούουμε δεν είναι αφιλοσόφητη. Ζούμε με τρόπο φιλοσοφικό.
Το ότι δεν αντιλαμβανόμαστε το φιλοσοφημένο της ζωής μας, οφείλεται από τη μια στην ίδια τη φιλοσοφία και κυρίως στην εκλεκτική της τάση, ακολούθως βεβαίως στο χριστιανισμό που παρουσιάστηκε και επικράτησε σαν φιλοσοφικός τρόπος ζωής και, σήμερα πλέον στην καταβύθιση σ’ αυτά που μας ορίζουν οι κοινωνικές και οικονομικές αναγκαιότητες. Όμως θρησκεία, οικονομία και κοινωνική οργάνωση βασίζονται σε συγκεκριμένα φιλοσοφικά συστήματα.
Και τελικά, ενώ η φιλοσοφία αποτελεί τη βάση, το υπόβαθρο λέμε εμείς στον Κήπο, του τρόπου ζωής, εμείς – δηλαδή ο πολύς κόσμος - την θεωρούμε ασήμαντη και παντελώς απούσα.
Εκλεκτικισμός
Αξίζει λοιπόν να σταθούμε λίγο περισσότερο στο θέμα του εκλεκτικισμού. Όπως δεν υπάρχει παρθενογένεση στη φύση έτσι δεν υπάρχει και στον πολιτισμό, επομένως και στη φιλοσοφική σκέψη. Ο εκλεκτικισμός ως φιλοσοφική τάση εμφανίστηκε απολύτως φυσιολογικά, μετά από την διατύπωση των βασικότερων φιλοσοφικών απόψεων και συστημάτων. Όταν άρχισε να κάθεται η σκόνη, παρατηρήθηκε κυρίως ανάμεσα στις ιδεαλιστικές σχολές. Στην προσπάθειά τους να σταθούν και να πείσουν το ακροατήριο δανείζονταν ό τι βόλευε η μια από την άλλη.
Ο καλός αγωγός αυτής της τάσης ήταν η σκεπτική φιλοσοφία. Η αρχή έγινε με την Ακαδημία, επί σχολάρχη Αρκεσίλαου, σύγχρονου του Επίκουρου, που υιοθέτησε πρώτη θέσεις και τεχνικές των σκεπτικών. Και έναν αιώνα μετά, ένας άλλος σχολάρχης στην Ακαδημία ο ονομαστός Καρνεάδης ήταν στην ουσία σκεπτικός φιλόσοφος. Ο λόγος απλός: η «εποχή» των σκεπτικών εξυπηρετούσε τη διατήρηση της θολούρας των πλατωνικών ιδεών.
Η πορεία του εκλεκτικισμού σημαδεύεται από τη διδασκαλία του ακαδημεικού Αντίοχου Ασκαλωνίτη στο 1ο μισό του 1ου π.Χ. αιώνα, ο οποίος υποστήριζε πως οι τρεις σχολές: Ακαδημία, Περίπατος και Στωικισμός έλεγαν τα ίδια περίπου πράγματα με διαφορετικά λόγια. Με τον Αντίοχο η Ακαδημία περνάει καθαρά από τη Σκέψη στον εκλεκτικισμό. (Στοιχεία από Τσέλλερ – Νέστλε, ιστορία της αρχαίας ελληνικής φιλοσοφίας, σελ314, 325).
Ζήνων ο Κιτιεύς
Η πρώτη όμως και κατ’ εξοχήν εκλεκτική φιλοσοφία όπως επισημαίνει ο Θεοδωρίδης, είναι του Ζήνωνα. Αυτή που αργότερα ονομάστηκε στωική, από το σημείο που επέλεξε ο Ζήνων να διδάσκει, την Ποικίλη Στοά της αγοράς των Αθηνών. Ο Ζήνων (334 – 262π.Χ.) σύγχρονος του Επίκουρου, ήταν φοινικικής καταγωγής από το Κίτιο της Κύπρου όπου υπήρχε μεγάλη παροικία Φοινίκων. Ο πατέρας του ήταν έμπορος, κι ο ίδιος ο Ζήνων στα 22 του χρόνια, συνοδεύοντας ένα φορτίο ναυάγησε και βρέθηκε στην Αθήνα. Γνωρίζουμε τι ήταν η Αθήνα τα ελληνιστικά χρόνια, μια μεγαλούπολη σε παρακμή μεν, με την αίγλη των δοξασμένων χρόνων να τη συνοδεύει, με 2 οργανωμένες φιλοσοφικές σχολές σε λειτουργία, και πολλούς δάσκαλους με αυτοσχέδια σχολεία.
Ο Ζήνων γοητεύτηκε και προφανώς μήνυσε στον πατέρα του, πως μαζί με την διευθέτηση των εκκρεμοτήτων του ναυαγίου θα μείνει στην Αθήνα λίγο παραπάνω, για να παραμείνει εν τέλει όλη του τη ζωή. Παρακολούθησε μαθήματα του κυνικού Κράτη. Οι κυνικοί ήταν ένα παρακλάδι της σωκρατικής παράδοσης. Πήρε μαθήματα και από Μεγαρικούς – κι αυτό σωκρατικό παρακλάδι - και από τον πλατωνικό Πολέμωνα.
Κύριο αντικείμενο της προσοχής στα ελληνιστικά χρόνια είναι ο άνθρωπος, κι από αυτή την άποψη, όπως υποστηρίζουν οι ιστορικοί, η φιλοσοφία αναβιώνει τη σωκρατική παράδοση.
Στωικισμός
Ο Ζήνων 6 χρόνια μετά την ίδρυση του Κήπου, διατυπώνει και διδάσκει το δικό του σύστημα (300π.Χ.). Κρατάει την άσκηση της αρετής ως τον φυσικό σκοπό της ζωής του ανθρώπου αλλά προσπερνά τους κυνικούς και το Σωκράτη, που δεν ενδιαφέρονταν για τη φυσική, γιατί θέλει να στηρίξει την ηθική του θεωρία στην επιστημονική αλήθεια. Οι στωικοί περηφανεύονταν πως στη φυσική τους ακολουθούν τον Ηράκλειτο.
Πράγματι, ο Ζήνων, σταχυολογώντας τον Ηράκλειτο, κάνει προμετωπίδα του συστήματός του την ενότητα των πάντων, το «το παν και ένα είναι κόσμον», καλοβλέπει και παίρνει από το Δημόκριτο το «κατ ανάγκην γίνεται», όχι όμως και την ατομική θεωρία. Προτιμά να μιλά για τις 4 μορφές της ύλης. Από τον Ηράκλειτο επίσης παίρνει και τον λόγο, που τον παραλλάσσει σε μεταφυσική εντολή. Αποδέχεται την συνεχή ροή και αλλαγή των πραγμάτων μέχρι και την τελική εκπύρωση, συνδέοντας τα όλα με το «πρώτο κινούν» και το «κινούν ακίνητο» του Αριστοτέλη και την πλατωνική ειμαρμένη. Και καθώς ο ίδιος είναι ανατολίτης, εκεί που όπως λέμε για τον Επίκουρο ότι η ηθική και κοινωνικοπολιτική του αφετηρία είναι η ελευθερία, η δική του σαν ανατολίτη είναι ο Θεός. Οι ανατολικοί, το βλέπουμε αφού δεν έχουν αλλάξει ως σήμερα, ζωή και θρησκεία δεν τα ξεχωρίζουν, ζουν και ταυτόχρονα θρησκεύονται. Η έννοια του θεού είναι κυρίαρχη σε κάθε ικμάδα της ζωής τους.
Ο Ζήνων δεν αναφέρεται ευθέως σε θεότητα γιατί δεν το χρειάζεται. Χρησιμοποιεί έννοιες όπως: «νοερή δύναμη», «των αιτιών αιτία» ή «ακώλυτος και άτρεπτος ανάγκη» και μεταγράφει την ειμαρμένη του σε όρους όπως «πρόνοια» και «αλήθεια». Ο διάδοχός του όμως ο Κλεάνθης από την Τρωάδα, αφιερώνει έναν ύμνο στο Δία που έκανε εντύπωση:
άγου δε μ’, ω Ζευ, κι εσύ γ’ η πεπρωμένη
όποι που’ υμίν ειμί διατεταγμένος
ως έψομαι γ’ άοκνος. Ην δε γε μη θέλω
κακός γενόμενος, ουδέν ήττον έψομαι.
Μας τον έσωσε ο Επίκτητος. (Επίκτ., Εγχειρ. c 59, St. V. Fr. I 527). Οδήγησέ με Δία, κι εσύ πεπρωμένο εκεί που μ’ έχετε ταγμένο. Θα σας ακολουθήσω αδίσταχτος. Γιατί κι αν δεν το θελήσω, θ’ αναγκαστώ ν’ ακολουθήσω, μόνο που θα μείνω με την κακία μου. (Μετάφραση Χ. Θεοδωρίδης).
Έτσι η κοσμοθεωρία των στωικών, όπως επισημαίνει και ο Θεοδωρίδης, συνθέτει μια θεολογία στηριγμένη στον ελληνικό επιστημονικό ντετερμινισμό. Ταυτίζεται με αυτό που στα νεώτερα χρόνια ονομάστηκε πανθεϊσμός. Κλειδώνει τον τρόπο που ο θεός κατευθύνει τον κόσμο. Τον θέτει κάτω από τη μηχανική ανάγκη. Η ανάγκη γίνεται αρμονία του κόσμου. Η μια αιτία φέρνει την άλλη κι έτσι όλα μελετημένα έρχονται εδώ που είμαστε και πορεύονται προς τα εκεί που ο θεός το έχει τάξει. Ο Θεός έκανε τα πάντα με μια πνοή, τη θεϊκή άχνα που είναι η ίδια η ψυχή του κόσμου κι έτσι βρίσκεται μέσα σε όλα. Είναι η αιτία και η ουσία όλων των πραγμάτων. Το ίδιο το είναι και ταυτόχρονα το αενάως γίγνεσθαι.
Στο σημείο αυτό να κάνουμε την πρώτη παρένθεση. Να πάμε μερικούς αιώνες μετά ως και τα σημερινά. Στο χριστιανισμό ο θεός των Ιουδαίων με τη φιλοσοφική άδεια του Πλάτωνα είναι εξωκόσμιος – αυτό δεν το λένε οι στωικοί - ως δημιουργός είναι της ζωής χορηγός και πανταχού παρών και τα πάντα πληρών. Αυτά είναι στωικά. Ο Θεός ορίζει και παίρνει μέρος στη διαλεκτική του σύμπαντος.
Έπειτα, οτιδήποτε ορίζεται ως κινούν ακίνητο, ως σημείο αναφοράς γύρω από το οποίο κινούνται τα πράγματα, είναι στωικό. Η a priori ιδέα στις σύγχρονες ιδεολογίες, το κεφάλαιο στον καπιταλισμό, το δίκιο του εργάτη στο μαρξισμό, η αλήθεια του κόμματος ή του αρχηγού στις αντιπροσωπευτικές δημοκρατίες.
Ο άνθρωπος ως θραύσμα του κόσμου
Αφού ο Θεός ταυτίζεται με τον κόσμο είναι περιττό ν’ αναρωτηθούμε πού βρίσκεται ο άνθρωπος: «Εσύ είσαι κομμάτι του Θεού. Μέσα σου έχεις κάποιο μέρος εκείνου. Γιατί λοιπόν δεν αντιλαμβάνεσαι τη συγγένειά σου με το Θεό; Γιατί δεν γνωρίζεις την προέλευσή σου; Δεν θέλεις, όταν τρως, να θυμάσαι ποιος είσαι εσύ που τρως και ποιον θρέφεις; (…) Φέρεις παντού μαζί σου το Θεό, δύστυχε, και δεν το γνωρίζεις. (…) Μέσα σου τον έχεις το Θεό…»
Τα παραπάνω δεν είναι ούτε ένα από άμβωνος λογύδριο ιεροκήρυκα ούτε Παύλος, ούτε Αυγουστίνος, ούτε Τερτυλλιανός. Είναι Επίκτητος, στωικός φιλόσοφος του 1ου αιώνα της χρονολογίας μας.
Εδώ συναντάμε έναν ιδιότυπο δυισμό. Η συνείδηση του ανθρώπου υπάρχει μόνο και μόνο για να κατανοήσει την υλική προέλευση, σύσταση και διάλυση των υλικών στοιχείων και την αιώνια επαναφορά τους στην κοινή τους πηγή. Αυτή είναι η ουσία για τους στωικούς, καθώς όλα τα άλλα τα ορίζουν ως «αδιάφορα».
«Ο στωικός που γνωρίζει φυσική, γράφει στη ‘Στωική τέχνη του βίου’ η Χριστίνα Κούρφαλη, αντιλαμβάνεται τον εαυτό του ως μέρος ενός ευρύτερου συνόλου. Η γνώση αυτή και ο αναστοχασμός της μας απομακρύνει σταθερά από μια καθαρά ιδιοτελή ματιά…».
«Τι είσαι; Ρωτάει ο Επίκτητος. Άνθρωπος. (…) Αν βλέπεις τον εαυτό σου ως άνθρωπο και ως μέρος κάποιου όλου, εκείνο το όλο επιτάσσει τη μια ν’ αρρωστήσεις, την άλλη να ταξιδέψεις στη θάλασσα και να κινδυνέψεις, την άλλη να βρεθείς στην ανάγκη και να πεθάνεις πριν την ώρα σου. Γιατί λοιπόν δυσανασχετείς; Δεν ξέρεις ότι το πόδι, αν αποσπαστεί, δεν θα είναι πλέον πόδι, έτσι κι εσύ δεν θα είσαι πλέον άνθρωπος;».
Να πώς η φυσική δίνει το στίγμα της στωικής ηθικής: Με την τυφλή εμπιστοσύνη στην πρόνοια. Κι ο άνθρωπος συμμέτοχος. Έτσι προκύπτει η έννοια της «συμπαθείας» που εισάγουν πρώτοι και μόνοι οι στωικοί. Από αυτήν έλκει την καταγωγή της η έννοια του καθήκοντος. Να αναλογιστούμε εδώ τους τρόπους που καλλιεργείται το καθήκον απέναντι στις συλλογικές έννοιες, την πατρίδα, την εκκλησία, το κόμμα την ομάδα ή απέναντι σε πρόσωπα που κατέχουν εξουσία.
«Ο στωικός δρα», σε αντίθεση με τους επικούρειους όπως επισημαίνει ο Πιέρ Αντό, «όχι για το δικό του προσωπικό ή ακόμα και πνευματικό όφελος, αλλά με έναν τρόπο ανιδιοτελή, στην υπηρεσία της ανθρώπινης κοινότητας».
«Καμιά σχολή δεν έχει περισσότερη καλοσύνη και γλυκύτητα, περισσότερη αγάπη για τους ανθρώπους, περισσότερο ενδιαφέρον για το κοινό καλό…», καμαρώνει ο στωικός Σενέκας.
Ο Φεστουζιέ γράφει πως για τους στωικούς «τα πάντα συνοψίζονται στην αποδοχή της Τάξης ή – πράγμα που τελικά είναι το ίδιο – του Πεπρωμένου. Μόνο αυτό μετρά. Όλα τα άλλα, υγεία και ασθένεια, πλούτος και φτώχεια, ο έπαινος και η απαξία των ανθρώπων, όλα είναι αδιάφορα».
«Να επιθυμείς τα πράγματα να είναι όπως είναι κι όχι όπως επιθυμείς να είναι». Επίκτητος κι εδώ. Πρόκειται για κορυφαίο δείγμα αριστοτεχνικής τέχνης του βίου, όπως λεν, πολύ κοντά σε παρηγορητικές πρακτικές και απροκάλυπτη ανατολίτικη πονηριά. Άφησέ το, σου λέει, είναι τακτοποιημένο από την πρόνοια, που γνωρίζει πριν από σένα. Το καλύτερο είναι να κατανοήσεις πως είσαι κομμάτι της και να δέχεσαι καλόδεχτα, με χαρά μάλιστα, ό τι σου φέρνει. Δε θα κάνει λάθος ακόμη κι αν είναι κακό για σένα. Καλό ή κακό είναι αδιάφορο αφού είναι μέρος του θεϊκού γίγνεσθαι.
Ο θάνατος δεν είναι το τέλος
Έτσι προκύπτει και η στωική άποψη για το θάνατο. Δεν πρέπει να φοβόμαστε το θάνατο. Γιατί; Γιατί δεν είναι πράγματι θάνατος. Δεν είναι ένα τέλος. Και τι είναι; Είναι το πέρασμα σε μια άλλη κατάσταση. Μια κατάσταση επανένωσης με το σώμα του κόσμου, καθώς είμαστε κι εμείς ένα θραύσμα του.
Λέει ο Επίκτητος: «…ο θάνατος δεν μας πηγαίνει από την παρούσα κατάσταση στην ανυπαρξία, αλλά στην ανυπαρξία της παρούσας κατάστασης. Δηλαδή δεν θα υπάρχω πια; - Δεν θα είσαι αυτό που είσαι αλλά κάτι άλλο που θα το χρειάζεται τότε ο κόσμος».
Και ο Μάρκος Αυρήλιος: «Υπάρχεις ως μέρος. Θα εξαφανιστείς μέσα στο όλο που σε παρήγαγε ή, μάλλον, θα αναχθείς δια μετασχηματισμού, στον σπερματικό σου λόγο».
Βλέπουμε πως χρησιμοποιούν προσωπικές αντωνυμίες λες και υπαινίσσονται κάποια συνέχεια της συνείδησης. Πουθενά όμως δεν λένε πως το θραύσμα παίρνει μαζί και τη συνείδησή του. Μόνο ο Επίκτητος αργότερα, ίσως μετά από την επιμονή κάποιων μαθητών ή από δική του αμετροέπεια, αποδέχτηκε τέτοια δυνατότητα κατ’ εξαίρεση για τον σοφό. (Χριστίνα Κούρφαλη, Η στωική τέχνη του βίου).
Για τον Επίκτητο σκοπός κάθε φιλοσοφικής δραστηριότητας είναι να μας βοηθήσει να εμβαθύνουμε όσο περισσότερο γίνεται στο νόημα αυτής της μετάβασης: δεν πεθαίνουμε, υπάρχουμε για πάντα, επειδή το σύμπαν είναι αιώνιο κι εμείς δια παντός ένα θραύσμα του.
Τι διαφορετικό λέει ο χριστιανισμός; Ο θάνατος είναι ένας αιώνιος ύπνος. Μόνο που ως θρησκεία θα κάνει την υπέρβαση: Μα ο πιστός με την αγάπη του θεού όχι μόνο πηγαίνει στον Παράδεισο (ιδέα Περσική) αλλά στη μέρα της κρίσης, που δεν αργεί να έρθει, θα αναστηθεί εκ νεκρών με ολόκληρο το σώμα του (ιδέα ιουδαϊκή). Πρόκειται για παραλλαγμένη προσωπική σωτηρία με ονοματεπώνυμο στον ίδιο δρόμο της θραυσματικής ανώνυμης του στωικισμού.
Το λογικό πέρασμα από τη μια άποψη στην άλλη, από την ανώνυμη θραυσματική δηλαδή σωτηρία στην επώνυμη προσωπική το βεβαιώνει ο πρώτος φιλόσοφος μάρτυρας του χριστιανισμού Ιουστίνος, που ήταν ένας από τους πρώτους απολογητές του. Ο Ιουστίνος ήταν δηλωμένος στωικός φιλόσοφος που έγινε χριστιανός και μαρτύρησε στα χρόνια του Μάρκου Αυρήλιου.
Στον καπιταλισμό θάνατος είναι η πτώχευση. Στην κοιτίδα του, που η Τράπεζα είναι μια Αγία με θαυματουργές ιδιότητες και ψυχή του κόσμου το χρήμα που εκδίδει από το πουθενά, έχουν θεσμοθετήσει μετά την πτώχευση την ανάσταση, αφού σε ξαναδανείζουν για να ξανακάνεις δουλειά.
Στωικισμός: Μεταφυσική σκοπιμότητα
Τα φιλοσοφικά συστήματα κρίνονται από τη γνωσιοθεωρία τους, τη μέθοδο σκέψης, που θα πρέπει να αποδίδει στα δόγματα επιστημονική τεκμηρίωση ώστε αυτά να ανταποκρίνονται με συνέπεια στην πραγματικότητα που βιώνει ο άνθρωπος.
Οι στωικοί δουλεύουν τη λογική με τον τρόπο του Αριστοτέλη, μόνο περισσότερο εμπειρικά. Δέχονται τη διαλεκτική του Πλάτωνα, εισάγουν τον όρο «κατάληψις» που τον συνδέουν με την πραγματικότητα και με το Χρύσιππο κυρίως, - τρίτο σχολάρχη - δανείζονται την πρόληψη των επικούρειων σαν κριτήριο της αλήθειας και έμμεσα, σα να το βγάζουν με το τσιγκέλι, δέχονται και τη συνδρομή των αισθήσεων. Λείπει κάτι πολύ σημαντικό που θα το πούμε παρακάτω.
Ο στωικισμός είναι στη βάση του υλιστική φιλοσοφία. Ξεκινά από την πραγματικότητα της αλληλεπίδρασης της ύλης. Όμως εγκλωβίζεται στις μεταφυσικές ιδιότητες που της αποδίδει. Σήμερα, που γνωρίζουμε πέντε πράγματα παραπάνω, θα τους καταλογίζαμε με συγκατάβαση πως απέδωσαν στην άγνωστη τότε «ενέργεια» της ύλης κάτι δαιμονικό.
Η ενότητα του παντός είναι ιδέα ανατολικής προέλευσης. Κι αυτή η ιδέα όπως κι ο δυισμός, κρατάνε από τις ινδικές Ουπανισάδες, πέρασαν στο Ζωροαστρισμό κι από τη Θράκη και τον Ορφισμό ήρθαν στην Ελλάδα. «Εις Ζευς, εις Άδης, εις Ήλιος, εις Διόνυσος, εις θεός εν πάντεσιν» λέει ένας ορφικός Ιερός λόγος.
Αυτήν όμως την ενότητα εννοεί ο σκοτεινός Ηράκλειτος; Είπε δηλαδή τα ίδια με τον Παρμενίδη; Το «τα πάντα ρει», η «ενότητα των αντιθέτων», ο «δρόμος άνω κάτω ο αυτός», αποδίδουν με αποφθεγματικό φιλοσοφικό τρόπο φυσικά φαινόμενα. Στον Ηράκλειτο υπάρχει μεν η «ιδέα μιας οργανωτικής αρχής που διέπει τα όντα και τα φαινόμενα» στη λογική όμως των αυτών νόμων που ισχύουν παντού, όπου υπάρχει ύλη στο απέραντο σύμπαν. Στην ίδια λογική των καθολικών νόμων αναφέρεται στο λόγο ως λόγο φιλοσοφικό ως βάση ερμηνείας των πραγμάτων κι όχι ως μεταφυσική εντολή που διέπει το γίγνεσθαι.
Από τους στωικούς εδώ έχουμε και εννοιολογική παρέμβαση στην ελληνική γλώσσα. Γνωρίζουμε την τύχη που επιφύλαξε στο «Λόγο» ο χριστιανισμός. Τον ενσαρκώνει, τον σταυρώνει, τον ανασταίνει και τον στέλνει ξανά στους ουρανούς.
Ο Επίκουρος βάσει του κανόνα ανατρέχει στις πρώτες αρχές. Ποιες είναι αυτές στη φυσική; Οι άτομες φύσεις και το κενό. Η απειρότητα των ατόμων σημαίνει ύπαρξη άπειρων κόσμων, όμοιων ή ανόμοιων με τον δικό μας, σε συνεχή αλλαγή, τέτοια που μας επιτρέπει να τους γνωρίζουμε. Οι στωικοί δεν δέχονται την ύπαρξη του κενού γιατί έτσι θα ανατρέπονταν η ενότητα της ύλης. Ακόμη όμως κι αν δεν επαρκούσαν οι γνώσεις της εποχής, με ποιο τρόπο επιτρέπεται η κίνηση των σωμάτων; Δεν μας λένε πουθενά. Ο Επίκουρος, αντίθετα, εξηγεί στην επιστολή του στον Ηρόδοτο (40), πως κενό ονομάζει την «χώραν» δηλαδή το χώρο και την «αναφή» δηλαδή άψαυστη φύση.
Ο Επίκουρος επίσης δέχεται πως κάθε τι που γίνεται βαστάει από κάποια αιτία. «Τίποτε δεν γίνεται από το τίποτε». Όμως άλλο αιτία άλλο ανάγκη. Επιζητούμε την αιτία που προκάλεσε ένα γεγονός την πηγή του δηλαδή, κι άλλοτε το λόγο για τον οποίο γίνεται. Η αιτία υποδεικνύει άλλοτε την προέλευση άλλοτε το τίνος ένεκεν. Η ανάγκη και η χρεία σηματοδοτούν όχι μόνο το ένεκεν αλλά και το επί σκοπώ. Ότι αυτό που γίνεται, γίνεται για λόγο συγκεκριμένο. Επιλεγμένο από πριν. Αναπότρεπτο και συντεταγμένο. Έτσι ο κόσμος βλέπεται σα μια τεράστια μηχανή. Ιδού κι ο μηχανικός ιδού και η παραγωγή. Πόσο βόλεψε αυτή η αντίληψη στην ανάπτυξη της βιομηχανικής εποχής!
Γνωρίζουμε πώς αντιστάθηκε σ’ αυτό η επικούρεια φιλοσοφία. Η μόνη φιλοσοφία που αντιστάθηκε. Θα το δούμε λίγο παρακάτω. Ο Επίκουρος πάντως είχε απαντήσει στο Δημόκριτο και δε χρειάστηκε να τα βάλει με τους στωικούς. Και με την ειμαρμένη στην οποία ορκίζονταν όλοι – και ο Ηράκλειτος – ακολούθησε τον Αναξαγόρα: «μηδέν των γινομένων γίγνεσθαι καθ’ ειμαρμένην, αλλ’ είναι κενόν τούτο τούνομα». Κούφια λέξη δηλαδή, χωρίς περιεχόμενο.
Οι στωικοί δεν δουλεύουν τη σκοπιμότητα στη φύση πέρα από την πρόνοια και την αρμονία. Δεν δίνουν δηλαδή προοπτική. Ήδη όμως μ’ αυτό παρουσιάζουν ένσκοπη τη Φύση. Πιασμένοι μάλιστα από την εκπύρωση του Ηράκλειτου αναφέρονται σε τέλος και αρχή και σε αέναους κύκλους επανάληψης των πραγμάτων πανομοιότυπων. Ενθάρρυναν έτσι, σε συνδυασμό με τη «συμπάθεια» που αναφέραμε πριν, τη μαντεία και τη δεισιδαιμονία, πρακτικές που επηρέασαν σε μεγάλο βαθμό τα απλοϊκά μυαλά.
Σκοπό για τον άνθρωπο αναγνωρίζουν την ευτυχία που επιτυγχάνεται μόνο με την άσκηση της αρετής, (Σωκράτης, κυνικοί) που μεταγράφεται γι αυτούς στην αποδοχή όπως είδαμε της τάξης του κόσμου.
Απέναντι στη «τακτική» σκοπιμότητα των στωικών να αντιπαραβάλουμε μια δήλωση του Νανόπουλου σε πρόσφατη συνέντευξη: «είναι εκπληκτικό το πόσο μας καθορίζει αυτή η τυχαιότητα του χωροχρόνου».
Πάθη και ελευθερία της βούλησης
Ο Θεοδωρίδης καταγγέλλει τον στωικισμό ως αντίπαλη φιλοσοφία στον ελληνικό τρόπο. Θα συμφωνήσουμε μαζί του όταν δούμε τι επιφυλάσσουν οι στωικοί στα συναισθήματα, στα πάθη και στην ελευθερία της βούλησης, τα στοιχεία δηλαδή που έχουμε αναγνωρίσει ως την «περιουσία» της ισχυρής ατομικότητας του έλληνα ανθρώπου.
Ο Έλληνας όπως επισημαίνει ο Νίτσε, κι έχουμε μιλήσει γι αυτό πολλές φορές στον Κήπο, αμολάει τα πάθη του κι έπειτα τα συμμαζεύει. Στην επικούρεια φιλοσοφία τα συναισθήματά μας αποτελούν κριτήρια της αλήθειας, μ’ αυτά αντιλαμβανόμαστε το ευχάριστο και το δυσάρεστο, επομένως μας χρησιμεύουν στις επιλογές και στις αποφυγές μας. Αντίθετα οι στωικοί όχι μόνο τα αγνοούν μα συστήνουν εξ αρχής την απάθεια. Καλούν σε ασκήσεις περιορισμού των παθών μας σε σημείο απαλλαγής από αυτά. Λέει ο Επίκτητος: «Στάσου δίπλα σε μια πέτρα και κατηγόρα την. Τι θα καταφέρεις;»
Σε κάθε περίπτωση μας συμβουλεύουν να αδιαφορούμε για τα πράγματα αυτά καθ’ αυτά καθώς μόνον οι κρίσεις μας γι αυτά έχουν σημασία. Αυτό δεν είναι τελείως λάθος, μα πώς ν’ αδιαφορήσεις για τις επιπτώσεις τους επάνω σου; Μόνο αν καταπνίγεις τα συναισθήματά σου. Εδώ τους βρίσκουμε σε δυνατή συγγένεια με το βουδισμό.
Διαβάζουμε στους Τσέλλερ – Νέστλε, στο σημείο που αναλύουν τη στωική έννοια της ελευθερίας της βούλησης: «…μια αλύγιστη ανάγκη, μια αδιάσπαστη αλληλουχία από αιτίες κι αποτελέσματα ορίζει κάθε τι που γίνεται. (…) Σ’ αυτό δεν κάνει εξαίρεση ούτε η ανθρώπινη βούληση. Ο άνθρωπος ενεργεί ελεύθερα όσο διευθύνεται από τη δική του την «ορμή» κ’ εκείνο που του επιβάλλει η φύση μπορεί να το κάμει ελεύθερα, δηλαδή με την συγκατάθεσή του, μα είναι υποχρεωμένος να το κάνει όπως κι αν είναι». Να που υπάρχει και γερμανικό χιούμορ.
Όσο πιο έντονα υποστήριζαν την τελειότητα του κόσμου οι στωικοί τόσο πιο αστεία υπόθεση έκαναν την ελευθερία της βούλησης. Την διαθέτουμε βέβαια, όμως μόνο για την αποδοχή ή όχι της μοίρας μας.
Ο χριστιανός είναι ελεύθερος να δεχτεί ή να μη δεχτεί την αγάπη του θεού, αλλά χωρίς αυτήν δεν σώζεται. Η σύγχρονη οικονομοκρατία επιτρέπει στον καθένα μας να λέει πως τα χρήματα δεν είναι το παν, άντε να κάνεις όμως χωρίς αυτά.
Ο μαρξισμός χτίζει τον διαλεκτικό και τον ιστορικό του υλισμό όμοια προσαρμοσμένος στην ανάγκη αφού κατά τον Μαρξ «ελευθερία είναι η συνειδητή αποδοχή της αναγκαιότητας».
Κι ο Επίκουρος βεβαίως δέχεται τους περιορισμούς της φύσης για τον άνθρωπο. Όμως την ελευθερία στον άνθρωπο δεν τη βλέπει σε σχέση με τη φύση αλλά να προέρχεται από την ίδια τη φύση. Γιατί βρίσκεται στα στοιχεία της ύλης από τα οποία αποτελείται και ο ίδιος.
Η ήττα του ανθρώπου και η πολιτική επικράτηση του στωικισμού
Αυτή ακριβώς η απαξίωση της ελευθερίας αποτέλεσε την κύρια αιτία που η διοικητική τάξη της Ρώμης υιοθέτησε τη στωική θεωρία. Έδωσε την κύρια τροφή στην έννοια του καθήκοντος, στην εμπιστοσύνη και την υποταγή στη Μοίρα, τη συμφιλίωση του ανθρώπου με τις κακοτυχίες και την παραίτηση από κάθε διεκδίκηση καλύτερης τύχης. Μ’ αυτή την έννοια ο στωικισμός αναδεικνύεται στη φιλοσοφία της υποταγής, και από πολιτική άποψη, όπως κατά λέξη επισημάναμε στην τελευταία μας εισήγηση το Μάιο, ο στωικισμός αποτελεί την κύρια συνταγή κατασκευής υπηκόων.
Παρέχει το κύριο φιλοσοφικό υπόβαθρο στο χριστιανισμό και σ’ όλες τις ιδεολογίες που γέννησε ο διαφωτισμός στη Δύση. Στόχος είναι η διαμόρφωση της πραγματικότητας, ωραιοποιημένης ή όχι, όμως τέτοιας που να μην αφήνει περιθώρια διαφυγής. Είναι απαραίτητο να θέτουμε σκοπό στη ζωή, το καλύτερο, σκοπό συλλογικό τον οποίο καλούμαστε να υπηρετούμε, όσοι με τυφλή οπαδική λογική τον πιστεύουμε, μέχρις επικράτησης. Έτσι ο μαρξισμός θέτει τη νίκη του προλεταριάτου, ο καπιταλισμός το χρηματικό κέρδος και την ευδοκίμηση του κεφαλαίου, το διοικητικό μοντέλο αντιπροσώπευσης την υπηρέτηση της κομματικής γραμμής για το καλό του κόμματος κ.ο.κ.
Τα ιστορικά γεγονότα της εποχής που ονομάζουμε «ύστερη αρχαιότητα» είναι στην περίπτωσή μας αποκαλυπτικά. Ο στωικισμός δεν συγκίνησε τους Μακεδόνες βασιλιάδες γιατί ήταν ανυποχώρητοι ρεαλιστές ενώ κατέκτησε τους Ρωμαίους (Φεστουζιέ). Οι Ρωμαίοι σε αντίθεση με τους έλληνες, που είχαν σημαντικότερο απ’ όλα τη φιλοσοφία, είχαν αντιληφθεί την οικουμενική τους αποστολή επομένως σημαντικότερο γι αυτούς ήταν η διοίκηση (Φάρινγκτον).
Την περίοδο της pax romana, η ρωμαϊκή εξουσιαστική ελίτ, κατέγραψε τα όρια της εξάπλωσης, σταμάτησε το πλιάτσικο αφού οι ρωμαίοι αναδείχτηκαν πρωταθλητές στη σφαγή και το ρήμαγμα, και σχεδίασε την άσκηση διοίκησης στα κατακτημένα. Τι θα πει διοίκηση; Τον τρόπο να εισπράττω φόρους, που μου φαίνεται πλέον πιο αποδοτικό από τον πόλεμο. Πώς όμως θα διοικήσω ειρηνικά τόσο κόσμο; Με την δημοκρατία των ελλήνων; Μα ακόμη κι η δική μου res publica απορρίπτεται. Χρειάζομαι μια ισχυρή διοίκηση. Και εγένετο αυτοκρατορία. Χρειάζομαι και την κατάλληλη φιλοσοφία και μια θρησκεία της υποταγής.
Για φιλοσοφία επέλεξαν το στωικισμό για όλους τους λόγους που αναφέραμε. Η θρησκεία τους προσφέρθηκε λίγους αιώνες αργότερα. Επομένως μπορεί να λέει ο Θεοδωρίδης πως τα χρόνια εκείνα ο ελληνισμός ηττήθηκε από την ανατολή, όμως αυτό έγινε με ρωμαϊκή πρωτοβουλία για τις ανάγκες της τότε πλουτοκρατίας.
Ο στωικισμός, είναι μια πεσιμιστική φιλοσοφία, αφού καλεί τον άνθρωπο να αποδεχτεί μια ήττα: το γεγονός πως η ίδια η ζωή τον ξεπερνάει. Τον καλεί ταυτόχρονα να κάνει το θλιβερό αυτό μειονέκτημα πλεονέκτημα εφόσον αναγνωρίσει ότι έτσι είναι η ζωή και να συμφιλιωθεί με την αλήθεια της. Έτσι θα συμβάλει και στην προσωπική του ευτυχία και στην ισορροπημένη πορεία του κόσμου.
Όπως όμως ο Λούκιος Τορκουάτος σε υπεράσπιση του Επίκουρου απαντά στον Κικέρωνα: «…τι αξία μπορεί να έχει μια φιλοσοφία που νομίζει ότι το κάθε τι συμβαίνει γιατί έτσι είναι γραμμένο από τη μοίρα; Αυτά τα πιστεύουν οι γριές, και μάλιστα οι αμόρφωτες γριές!»
ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ:
1. Οι Έλληνες, Προσωκρατικοί, Ηράκλειτος. Αθανάσιος Κυριαζόπουλος, Κάκτος – Οδυσσέας Χατζόπουλος, 1995
2. Επίκουρος, Κείμενα - Πηγές. D.S. Hutchinson, Γιάννης Αβραμίδης. Θύραθεν εκδόσεις, 2000.
3. Χαράλαμπος Θεοδωρίδης, Επίκουρος, η αληθινή όψη του αρχαίου κόσμου, Βιβλιοπωλείο της Εστίας, 1954.
4. A.J. Festugiere, Ο Επίκουρος και οι θεοί του, 1945, Θύραθεν εκδόσεις, 1999.
5. Benjamin Farrington, Το πιστέβω του Επίκουρου, 1967, Μτφ. Πολύκαρπος Πολυκάρπου, Εκδόσεις Κάλβος, 1969.
6. Pierre Hadot, Τι είναι η αρχαία ελληνική φιλοσοφία, 1995, Ίνδικτος, 2002.
7. Ιστορία της ελληνικής φιλοσοφίας, Τσέλλερ – Νέστλε, Μετάφραση: Χαράλαμπος Θεοδωρίδης, Βιβλιοπωλείο της Εστίας, 1941.
8. Luc Ferry, Μαθαίνοντας να ζούμε, Φιλοσοφική πραγματεία για τις επόμενες γενιές, 2006, Εκδόσεις Πλέθρον, 2010.
9. Χριστίνα Κούρφαλη, Η στωική τέχνη του βίου, Θύραθεν εκδόσεις, 2013.
10. Max Weber, Η Προτεσταντική ηθική και το πνεύμα του καπιταλισμού, 1905, Gutenberg, 2006.