Εισαγωγή
Από καιρό, σε συζητήσεις μεταξύ των φίλων υπήρχε ζωηρό ενδιαφέρον για το θέμα.
Οι σωζόμενες επικούρειες ρήσεις είναι λίγες , κατεσπαρμένες σε διάφορα κείμενα.
Ακούστηκαν πολλές απόψεις.
Η παρούσα διαπραγμάτευση, θα παραβλέψει τις άπειρες θεωρίες για την Τέχνη.
Όχι μόνο οι ιδεαλιστικές, απόψεις αλλά και οι υλιστικές θεωρίες ενώ έχουν κοινή μήτρα, έχουν πάμπολλες διακλαδώσεις, σε κάθε σοβαρό ζήτημα.
Σκοπός μας είναι να καταδείξουμε κάποια ουσιώδη σημεία των Επικούρειων απόψεων για το καλλιτέχνημα, τα μέσα και τους σκοπούς της Τέχνης.
Κάποια από αυτά τα θέματα, π.χ. τα κριτήρια, τη σχέση με την κοινωνία, το θέμα της μορφής και του περιεχομένου θα μας απασχολήσουν λίγο παραπάνω.
Εδώ βρήκαμε πρόχειρους και χρήσιμους κάποιους στοχασμούς υλιστών φιλοσόφων και ιδιαίτερα της Σχολής της Φραγκφούρτης.
Ήδη διακρίνονται οι δύο χώροι όπου θα κινηθούν τα επιχειρήματά μου.
Οι Επικούρειοι περί της Τέχνης
«ουκ εν ποιήματι τέρποι ει ακατάσκευον λείποι τον νουν» (Χ.Γ. Σ 111-Δημήτριος ο Λάκων).
(δεν είναι δυνατόν ένα ποίημα, να τέρπει εάν αφήνει «ακατάσκευον τον νου» )
Ο νους στον Επίκουρο είναι διαφορετικό πράγμα από αυτό που η ή ίδια λέξη σημαίνει στις λοιπές σχολές της ελληνικής σκέψης (άλλος ο νους στους Πλατωνικούς, άλλος στους Αριστοτελικούς, άλλος τέλος στους Στωικούς ).
Βιαστικά και πρόχειρα :
Ο Πλάτων θεωρεί ως νου , την δύναμη εκείνη που με τις πολλές συνιστώσες της, ελέγχει και καθοδηγεί την ψυχή στο δρόμο της τελειοποίησης.
Ο Αριστοτέλης ορίζει το «νοητό» ως το βασίλειο της Λογικής, σε αντιδιαστολή με το «αισθητό» το βασίλειο των αισθήσεων.
Για τους Στωικούς, είναι το κομμάτι που έχει μέσα του ο άνθρωπος από τον συμπαντικό Νου, την Πρόνοια, την Αρμονία.
Στον Επίκουρο, λέγοντας νου εννοούμε την ικανότητα εκείνη του ανθρώπου να παράγει ,να αποθηκεύει ,να συνδυάζει, και γενικά να επεξεργάζεται τις προλήψεις .
Το θέμα έχει αναπτυχθεί εκτεταμένα στην Επικούρεια γραμματολογία. Μια απόπειρα επεξεργασίας που αποκρυσταλλώθηκε και σε σχετικές εισηγήσεις έχουν γίνει στο παρελθόν στον Κήπο της Θεσσαλονίκης.
Όσον αφορά την σημασία του «κατασκευάζω» μας δίνονται οι έννοιες : εξοπλίζω, εφοδιάζω πλήρως, ετοιμάζω, δημιουργώ, προετοιμάζω, ρυθμίζω, τακτοποιώ (Λεξικό Λίντελλ-Σκότ).
Ο νους λοιπόν που δημιουργεί και διαχειρίζεται τις προλήψεις, έχει σχέση με το σύνολο των στοιχείων φυσικών και φανταστικών ( δηλ. των αισθητών και των φανταστικών επιβολών )που αποτελούν τις προλήψεις. Από αυτό το σύνολο, φυσικών και φανταστικών στοιχείων που ο νους δημιουργεί, τακτοποιεί κ.λπ. από αυτές πάλι και ταυτόχρονα, ο νους δημιουργείται ,τακτοποιείται, εξοπλίζεται, ρυθμίζεται, τακτοποιείται, δηλ. «κατασκευάζεται».
Ξαναγυρνάμε στα λόγια του Δημητρίου και διαβάζουμε στη γλώσσα μας :
«το ποίημα δε μπορεί να ευχαριστήσει αν δεν ρυθμίζει, εξοπλίζει, τον νου» Αυτό σημαίνει πως ένα καλλιτέχνημα που θα απευθύνεται μόνο στις αισθήσεις δεν μπορεί να ευχαριστήσει, να τέρψει. Πράγμα απόλυτα φυσικό για ένα Επικούρειο, εφ’ όσον μια μονόπλευρη ,απευθυνόμενη μόνο στις αισθήσεις ευχαρίστηση, δεν θεωρείται άξια λόγου, είναι λειψή, δεν είναι ολοκληρωμένη ευχαρίστηση – ηδονή.
Αλλά και το καλλιτέχνημα δε μπορεί να είναι παροχή χρήσιμων πληροφοριών ή οδηγιών, δεν μπορεί το καλλιτέχνημα να είναι διδαχή, γιατί απλά δεν υπάρχει τέρψη, άρα δεν θεωρείται καλλιτέχνημα.
Μένει όμως να διαπιστώσουμε με ποιό τρόπο η Τέχνη απευθύνεται στο νου.
Ας προχωρήσουμε στηριζόμενοι στην Επικούρεια βάση που βάλαμε από τα προηγούμενα, κι’ ας μη μπλέξουμε με τις υπάρχουσες θεωρίες γιατί είναι ατελείωτες.(αισθητικές θεωρίες, θεωρίες «αντανάκλασης», ρεαλιστική τέχνη, το παράλογο κ.λπ.)
Ερχόμαστε στο Ζήνωνα το Σιδώνιο : «ότι οι συγγραφείς μάλλον ή οι ποιηταί τα χρήσιμα τω βίω δηλούσιν ευεπιλόγιστον οι μεν γαρ του αληθούς στοχάζονται, οι δε εκ παντός ψυχαγωγείν εθέλουσιν, ψυχαγωγεί δε μάλλον το ψεύδος ή τ’ αληθές.»(Χ.Γ. Σ112)
Δηλαδή :Οι συγγραφείς (πεζογράφοι) μάλλον, παρά οι ποιητές, δείχνουν να διαλέγουν τα χρήσιμα πράγματα, γιατί στοχεύουν στην αλήθεια. Οι ποιητές όμως θέλουν να ψυχαγωγούν και πιο πολύ ψυχαγωγεί το ψεύδος από την αλήθεια.
Κοντολογίς : Οι πεζογράφοι διαλέγουν τα χρήσιμα, με εργαλείο την αλήθεια, οι ποιητές , τα ψυχαγωγικά με εργαλείο το ψεύδος.
Είναι η τυπική αντιμετώπιση του ζητήματος από υλιστική - επικούρεια σκοπιά.
Πιο αναλυτικά ο Φιλόδημος Γαδαρηνός :
Δεν είναι απλώς ψέμμα, αλλά τερατολογία να ισχυρίζεται κάποιος ότι ακούοντας ήχους αρμονικούς και ευκρινείς, πράγμα που πάντοτε έκανε ο Όμηρος, (να ισχυρίζεται κάποιος) ότι αυτό είναι η πολυτέλεια και η σεμνότητα ενώ δίνουν (οι αρμονικοί και ευκρινείς ήχοι) στη φαντασία την εντύπωση της πολυτέλειας και της σεμνότητας. («…τέρατα γαρ εστιν ου ψεύδη μόνον, τα ακούσαι λιγυρότητα και εμμέλειαν ,ην Όμηρος επιγνούς επί πάντων τετήρηκε, σεμνότητ’ είναι και πολυτέλειαν ή παρέχειν φαντασίαν πολυτελείας και σεμνότητος» ( Χ.Γ. Σ 112 )
Είναι η τυπική αντιδιαστολή της πραγματικότητας της τέχνης από την πραγματικότητα της ζωής. Αντιδιαστολή, περιγραφή, (προσοχή ! )όχι συγκριτική αξιολόγηση.
Κάθε καλλιτεχνική αφήγηση ή παράσταση είναι ψευδής αφ’ όσον είναι φτιαχτή, «πεποιημένη». Aδύνατο να υπάρξει πιστή, αληθής αναπαράσταση, εφ’ όσον μεσολαβεί η ανθρώπινη υποκειμενικότητα.
Ακόμα και η φωτογραφία έχει την υποκειμενικότητα του φακού λήψης, δεν είναι «αντικειμενική» .
Η Τέχνη δημιουργεί με το «ψέμα», επινοεί, φτιάχνει «ψευδώς» τον κόσμο της, με στοιχεία από τον πραγματικό κόσμο καλαισθητικά συναρμολογημένα, συντεθειμένα, με «ψευδείς» με φανταστικούς τρόπους ή με στοιχεία επινοημένα, ολότελα φανταστικά.
Αυτά όλα σε αντίθεση με τον πεζό λόγο που μεταδίδει στοιχεία της πραγματικότητας, ελεγμένα τόσο για την (καθ’ έκαστο στοιχείο) ακρίβειά τους αλλά και για τους τρόπους της συμπλοκής τους και τα παράγωγά τους (εκ της συμπλοκής) επαληθευμένα από την πράξη.
Ένα λόγο που μεταδίδει χρήσιμα ,εφαρμόσιμα, επαληθεύσιμα, πράγματα, λόγο ωφελιμιστικό (με την έννοια του άμεσα ,πρακτικά εξαργυρώσιμου) , λόγο διδακτικό (σε αληθή ή ψευδή κατεύθυνση, αδιάφορο), λόγο επιστημονικό καταγραφικό, στοχαστικό, θεωρητικό, (σε αληθή ή λάθος κατεύθυνση, αδιάφορο).
Υπενθυμίζουμε πως τότε, οι συγγραφείς του πεζού λόγου δεν λογαριάζονταν για καλλιτέχνες και τα έργα τους δεν θεωρούνταν καλλιτεχνήματα.
Ξαναγυρνώντας στον Ζήνωνα τον Σιδώνιο, κρατάμε τη διαπίστωση ότι οι καλλιτέχνες χρησιμοποιούν το ψεύδος. Διαπιστώνει απλά, δεν αξιολογεί !
Φανερός είναι ο κίνδυνος να παρασυρθεί κάποιος : - Ώστε ψεύδος ; Απορρίπτω το ψεύδος , απορρίπτω τα καλλιτεχνήματα ως ψεύδη, και τους καλλιτέχνες ως ψεύτες !
Από το ολίσθημα μας συγκρατεί η προηγούμενη ρήση του Δημητρίου Λάκωνος που μας θυμίζει πόσο πολύτιμα είναι τα καλλιτεχνήματα.
Δεν επιτρέπεται να τα απορρίψουμε γιατί «κατασκευάζουν τον νου».
Παρενθετικά, ας θυμηθούμε τον ορισμό για το θεατρικό έργο (που ισχύει γενικά για όλα τα καλλιτεχνήματα) «…ένα ψέμα που λέει την αλήθεια» ( Ζαν Κοκτώ –η ψεύτρα )
Αλλά και το Δάσκαλο Γ. Κακριδή « ένα ποιητικό πρόσωπο δεν έχει ανάγκη κι’ ούτε πρέπει, για να μείνει αληθινό να ενεργεί όπως ακριβώς ένας πραγματικός άνθρωπος…» ( Γ.Κ. – Σ 62 ).
Μέχρι στιγμής έχουμε κατασταλάξει :
Πρώτον, το καλλιτέχνημα διαμορφώνει, εξοπλίζει τον άνθρωπο, ενώ ταυτόχρονα τον τέρπει.
Δεύτερον, για τη δουλειά αυτή ο καλλιτέχνης χρησιμοποιεί το ψεύδος, φανταστικά στοιχεία.
Τα κενά που δημιουργούνται μετά απ’ αυτές τις παραδοχές, τα καλύπτει ο Φιλόδημος ο Γαδαρηνός : «ει γαρ τοι καθό πόημα φυσικόν ουδένούτε λέξεως ούτε διανοήματος ωφέλιμα παρασκευάζει…» δηλαδή : εφ’ όσον κάθε ποίημα δεν επιφέρει καμιά ωφέλεια με άμεσο ,φυσικό τρόπο… Ξαναβρίσκουμε αυτά που προηγουμένως συναντήσαμε στον Ζήνωνα ότι, η Τέχνη, με το να κινείται στο χώρο του φανταστικού, τίποτα ωφέλιμο που να προσλαμβάνεται με τις φυσικές αισθήσεις, δεν έχει να προσφέρει.
Συνεχίζει όμως ο Φιλόδημος : «…διά τούτο δη της αρετής εστηκότες υπόκεινται σκοποί. Τη μεν λέξει το μεμιμήσθαι την ωφέλιμα προσδιδάσκουσαν, της δε διανοίας το μεταξύ μετεσχηκέναι της των σοφών και της των χυδαίων.Και ταυτ’ εστιν ,αν τε νομίσηι τις αν τε μη, και κριτέον επί ταύτα επανάγοντας.»
(…γι’ αυτό, μάλιστα, υπάρχουν τοποθετημένοι σκοποί, κριτήρια, αριστείας, ώστε στα λόγια , να μιμούνται εκείνα τα λόγια που διδάσκουν ωφέλιμα πράγματα, στη διάνοια δε, στο νόημα, να συμμετέχουν και σ’ αυτή (τη διάνοια)των σοφών και σ’ αυτήν των αμόρφωτων. Και αυτά υπάρχουν (οι σκοποί, τα κριτήρια) είτε κανείς τα παίρνει υπ’ όψιν του είτε όχι, και πάνω σ’ αυτά πρέπει να κρίνονται).
Το συμπέρασμα : τα λόγια, δηλαδή, οι μορφές που χρησιμοποιεί ένα καλλιτέχνημα, να μιμούνται τις μορφές, που χρησιμοποιούνται να διδάξουν ωφέλιμα πράγματα και προφανώς είναι αποδεκτές. Δηλαδή, να μη χρησιμοποιούνται τερατολογίες, δηλαδή, η Τέχνη, να μιμείται το αληθινό, να έχει αληθοφάνεια.
Δεύτερο, να μεταδίδει μηνύματα αποδεκτά από τη διάνοια όλων, μορφωμένων και αμόρφωτων. Δηλαδή, να έχει καθολικότητα.
Τρίτο θέμα που μπαίνει είναι ότι οι καλλιτέχνες και τα καλλιτεχνήματα δεν είναι αυθαίρετοι, ανεξέλεγκτοι. Κρίνονται. Δεν καθορίζει τους κανόνες ο Φιλόδημος, όμως είναι κατηγορηματικός στο ότι όχι μόνον υπάρχουν κανόνες, αλλά απαιτούν και την υποχρεωτική συμμόρφωση. Ο χώρος λοιπόν της Τέχνης δεν είναι ξέφραγο αμπέλι.
Να παραλληλίσουμε στο θέμα αυτό, τους αντίστοιχους στίχους «…στην Αγορά της βρίσκεις νομοθέτες που δεν γελά κανένας τυχοδιώκτης …» (ο Καβάφης ) « …και ταυτ’ εστιν, αν τε νομίσηι τις αν τε μη, και κριτέον επί ταύτα επανάγοντας…» ( ο Φιλόδημος).
Οι Κανόνες, τα κριτήρια μπορεί να μην καθορίζονται, αλλά ο στόχος παραμένει σαφής και σταθερός: Η Τέχνη πρέπει να εκπληρώνει το βασικό σκοπό της ύπαρξής της. Να ασκεί τον προνομιακό και αναντικατάστατο ρόλο της . Να απευθύνεται σε όλους τους ανθρώπους : «το μεταξύ της διανοίας σοφών και χυδαίων μετεσχηκέναι …».
Δηλαδή, μια Τέχνη για τους πάνω και τους από κάτω, για όλα τα κοινωνικά στρώματα, να καλύπτει τις αποστάσεις που χωρίζουν τους ανθρώπους σε αντίθεση με κάθε αριστοκρατική , ελιτίστικη αντίληψη.
Η Τέχνη για την Τέχνη
Ήδη έχει γίνει φανερό, πως στον Επίκουρο , όπως εξ’ άλλου συμβαίνει σε όλους τους υλιστές φιλοσόφους, απορρίπτεται ο ισχυρισμός «η Τέχνη για την Τέχνη».
« … η θεωρία της Τέχνης για την Τέχνη, είναι μια θεολογία της τέχνης. Απ’ αυτήν προήλθε στη συνέχεια μια αρνητική θεολογία με τη μορφή της «καθαρής» τέχνης, που αρνείται όχι μόνο κάθε κοινωνική λειτουργία, αλλά και κάθε εξάρτηση από ένα υλικό αντικείμενο σαν μοτίβο…» ( Β. Μπ.- Σ 18).
Δεν υπάρχει Τέχνη αφηρημένη, άσχετη με τις πραγματικές μορφές.
Τέχνη των «ιδεατών μορφών».
Ο ορισμός του Γκαίτε : «όλα τα ποιήματα είναι ποιήματα περιστάσεων» ( Σ.Τσ.- Σ 152 )
Ας θυμηθούμε πως η θεωρητική βάση της αφηρημένης, ανεικονικής, τέχνης ,της τέχνης των (γεωμετρικών ) σχημάτων και των καθαρών χρωμάτων, αναπτύσσεται διεξοδικά και ξεκάθαρα στο « Φίληβο» του Πλάτωνα.
Η απόρριψη της «τέχνης για την τέχνη» και συνακόλουθα και της «καθαρής» και της «αφηρημένης» τέχνης αφήνει ανοιχτό το ενδεχόμενο δύο παρεξηγήσεων.
Πρώτη : να αποδεχτούμε τη «μιμητική» τέχνη.
Δεύτερη παρεξήγηση : να αποδεχτούμε τη «διδακτική – ωφελιμιστική» τέχνη.
Τέχνη μιμητική – τέχνη ωφελιμιστική
Λέγοντας «μιμητική» τέχνη, αναφερόμαστε σε καλλιτεχνήματα που επιδιώκουν να μιμηθούν «πιστά» τη φύση, την «αντικειμενική» πραγματικότητα (ιδιαίτερα στις εικαστικές τέχνες και στη λογοτεχνία).
Όλα αυτά, όταν δεν είναι επιδείξεις δεξιοτεχνίας, εντάσσονται σε διάφορες απόψεις για το «ρεαλισμό».
Ο αντίλογός μας είναι όσα παραπάνω είπαμε για το πόσο αδύνατη είναι αυτή η ρεαλιστική «αντικειμενικότητα».
Ο Επίκουρος, εφ’ όσον στο γνωσιολογικό του πεδίο, εκτός των «εναργών» αντιλήψεων, συνυπάρχουν και οι «φανταστικές επιβολές της διανοίας» έχει ήδη δομημένο ένα στερεό σύνολο «ανθρώπινου ρεαλισμού» όπου μπορεί να κινηθεί η τέχνη, γόνιμα, χωρίς αδιέξοδα τέτοιου είδους.
Εκ περισσού, ας προσθέσουμε και την κατηγορηματική ρήση του Β. Μπένγιαμιν «…στην τέχνη δεν υπάρχει αναπαράσταση «από κάθε άποψη ρεαλιστική» ( Β.Μπ.- Σ 109 ).
Αληθοφάνεια ναι, «αντικειμενικότητα» όχι.
Από την άλλη μεριά, αν αποδεχθούμε τη «διδακτική, ωφελιμιστική» τέχνη προσκρούομε σε αξεπέραστες αντιφάσεις με την Επικούρεια αντίληψη.
Πρώτα – πρώτα, έρχεται σε αντίθεση με την αξίωση , το καλλιτέχνημα, να τέρπει.
«ουκ εν ποιήματι τέρποι εί ακατάσκευον λείπει τον νουν» . Η «κατασκευή» του νού είναι απαραίτητη για την ολοκλήρωση του Επικούρειου σκοπού - την ηδονή. Το ηδονικό μέρος, η τέρψη, ολοκληρώνεται με την κατασκευή του νου.
Στην άλλη όχθη, στέκουν οι λογής δάσκαλοι, κατηχητές, προπαγανδιστές, λογοκριτές, ακόμη – ακόμη οι ομόλογοί τους διαφημιστές, διαμορφωτές της κοινής γνώμης, και πλήθος παρόμοιοι.
Θέλουν να χρησιμοποιήσουν την Τέχνη για τους δικούς τους ωφελιμιστικούς, διδακτικούς, κατηχητικούς, προπαγανδιστικούς, εμπορικούς, πολιτικούς σκοπούς.
Τα «στρατευμένα» , «ωφέλιμα» , «διδακτικά», «μπέστ- σέλλερ» έργα τους , δεν είναι καλλιτεχνήματα. Δεν ολοκληρώνουν ,αλλά διασπούν τον άνθρωπο.
«όποιος ξέρει ακόμη τι είναι ένα ποίημα, ,δύσκολα θα βρει μια θέση σαν κειμενογράφος διαφημίσεων» ό πικρός σαρκασμός του Αντόρνο ( Θ. Η. – Σ 41 )
Η αυτονομία της Τέχνης – τα κριτήρια
Είναι ένα από τα ατέλειωτα ζητήματα. Το πλαίσιο των προβληματισμών καθορίζεται με σαφήνεια : « Η αμετάκλητη αυτονόμηση του πνεύματος απέναντι στην κοινωνία, η επαγγελία της ελευθερίας, είναι εξ’ ίσου κοινωνική όσο και η ενότητα αυτών των δύο … όταν αρνείται κανείς αυτή την αυτονόμηση, το πνεύμα καταπιέζεται …και προσφέρει στο κρατούν(σύστημα, καθεστώς ) την ιδεολογία». ( Θ.Η.- Σ 83). Παράλληλα, επισημαίνεται ο ίδιος κίνδυνος από την άλλη άκρη : «…όταν το πνεύμα σφετερίζεται ιδεολογικά την απολυτότητα…».
Μέσα σ’ αυτό ακριβώς το πλαίσιο κινείται η Επικούρεια κοσμοθέαση που δεν είναι ούτε «ιδεολογική - αφηρημένη» ούτε «πολιτική - καθεστωτική» αλλά ανθρωποκεντρική – αυτόνομη.
Την ιδιαιτερότητα, την αυτονομία της τέχνης, τονίζει και ο Μαρκούζε.
«κάθε αυθεντικό έργο της λογοτεχνίας, της τέχνης, της μουσικής και της φιλοσοφίας, μιλάει μια μεταγλώσσα, που διαβιβάζει άλλα γεγονότα και όρους από εκείνα που είναι προσιτά στην προσανατολισμένη στην συμπεριφορά γλώσσα». ( Φ.Δ.- Σ 18 ).
Αυτή η ιδιαιτερότητα των νόμων της τέχνης είναι που κάνει το καλλιτεχνικά ωραίο..
« ο θρίαμβος της τέχνης, επιτυγχάνεται με την υποταγή του περιεχομένου στην αισθητική τάξη, που είναι αυτόνομη στις ανάγκες της. Το έργο τέχνης θέτει τα δικά του όρια και σκοπούς , είναι νοηματοδοτικό (Sinngebend) κατά το ότι συσχετίζει , το ένα με το άλλο, τα στοιχεία σύμφωνα με το δικό του νόμο : τη μορφή της τραγωδίας, του μυθιστορήματος, της σονάτας, του ζωγραφικού πίνακα…. Το περιεχόμενο ,επομένως, μεταμορφώνεται : αποκτά μια σημασία, (έννοια) που υπερβαίνει τα στοιχεία του περιεχομένου και αυτή η υπερβαίνουσα τάξη είναι η έκφανση του ωραίου σαν η αλήθεια της τέχνης».( Φ.Δ.-Σ 67 ).
Κι’ αυτός ο ρόλος της, κάνει την τέχνη μοναδική.
« ο τρόπος που η τραγωδία ιστορεί τη μοίρα του Οιδίποδα και της πόλης, και με τον οποίο ρυθμίζει την αλληλουχία των συμβάντων, δίνει φωνή σ’ αυτό που δεν έχει ειπωθεί ,και σ’ αυτό που δεν μπορεί να ειπωθεί – η «μορφή» της τραγωδίας τερματίζει τη φρίκη με το τέλος του έργου – ακινητοποιεί την καταστροφή, κάνει τον τυφλό να βλέπει, το ανυπόφορο κάνει υποφερτό, κατανοητό, υποτάσσει το άδικο, το τυχαίο, το κακό, στην «ποιητική δικαιοσύνη». Η φράση αυτή είναι ενδεικτική της εσωτερικής αμφιθυμίας της τέχνης : να καταγγέλλει αυτό που υπάρχει και να «αναιρεί» την καταγγελία μες την αισθητική μορφή, εξαγοράζοντας το μαρτύριο και το κρίμα. Αυτή η λυτρωτική , συμφιλιωτική δύναμη μοιάζει να είναι εγγενής στην τέχνη, εξαιτίας του ότι είναι τέχνη, εξαιτίας της μορφοδοτικής της δύναμης.» ( Φ.Δ. – Σ 67 ).
Διαβάζοντας για «τη λυτρωτική , συμφιλιωτική δύναμη » της τέχνης, ξαναγυρνάμε στο : «το μεταξύ της διανοίας σοφών και χυδαίων μετεσχηκέναι» του Φιλόδημου.
Για τους κανόνες λοιπόν της τέχνης, μπορούμε να προβληματιζόμαστε ατελείωτα.
Όλοι όμως οι κανόνες, στην Επικούρεια διδασκαλία συντείνουν στο βασικό ζητούμενο από την Τέχνη.
Όχι στο να προσφέρει (σαν δόλωμα) την τέρψη , για να οδηγήσει τελικά τον άνθρωπο στην αρετή (στωϊκή αντίληψη , ωφελιμιστική κ.λπ.) Αλλά να καλλιεργεί τον άνθρωπο (να κατασκευάζει τον νού) για να μπορεί (ο άνθρωπος) να ολοκληρώνει την τέρψη (επικούρεια, ηδονική αντίληψη).
Ο Επίκουρος , καθώς μαρτυρείται, δεν έκανε μιά δική του κανονιστική θεωρία για την Τέχνη (κατά πως έκαναν άλλοι φιλόσοφοι).
Μας άφησε όμως σαφείς επισημάνσεις για τα γενικά χαρακτηριστικά.
Μας βοηθούν να διακρίνουμε το θαυμαστό, πολύχρωμο πουλί, να χαρούμε τα χρώματα, το κελάιδισμα, τη χάρη στο πέταγμά του.
Δεν μας βοηθούν να φτιάξουμε κλουβί για να το φυλακίσουμε.
Πλην όμως και άχαρη, βέβαια, αλλά και μάταιη η προσπάθεια !
Ακόμα και στις χειρότερες στιγμές, με τη σκληρότερη καταπίεση, η Τέχνη έβρισκε τρόπους είτε την σημαία της εξέγερσης ανεμίζοντας, είτε το βιτριόλι της ειρωνείας διαχέοντας, η Τέχνη, έβρισκε πάντα τον τρόπο και ξέφευγε απ’ τους διώκτες και συνέχιζε το έργο της.
Να κατασκευάζει τον άνθρωπο με τον μοναδικό, ολοκληρωμένο της τρόπο : τον ηδονικό.
ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΚΑ – συμβολισμοί παραπομπών*
Β. Μπ.Βάλτερ Μπένγιαμιν Δοκίμια για την Τέχνη Κάλβος - 1978
Γ. Κ. Γιάννη Κακριδή Ομηρικά θέματα Αθήνα - 1965
Θ. Η. Θήοντορ Αντόρνο Θεωρεία της Ημιμάθειας Αλεξάνδρεια - 1989
Σ. Τα. Στρατής Τσίρκας Ο Καβάφης και η εποχή του Κέδρος -1983
Φ. Δ. Χέρμπερτ Μαρκούζε Φιλοσοφικά Δοκίμια Μπουκουμάνη-1970
Χ. Γ. Χρήστος Γιαπιτζάκης Επικουρείων Δόξαι Βερέττα – 2010
* με Σ… παραπέμπει στην αντίστοιχη σελίδα