Όταν μας λένε pacta sunt servanda για το ζήτημα του μνημονίου πρέπει να απαντούμε ότι η φράση έχει και «ουρά» . Rebus sic stantibus.
Συνεχώς ακούμε τις τελευταίες μέρες τους διάφορους συνομιλητές του Έλληνα Υπουργού των οικονομικών, το Σουλτς, το Νταισελμπλουμ, το Γάλλο ΥπΟΙΚ, το Σόιμπλε και άλλους, να επαναλαμβάνουν στο διαταύτα των συνομιλιών τη λατινική ρήση pacta sunt servanda , που σημαίνει ότι οι συμφωνίες πρέπει να τηρούνται. Νομίζουν ότι έτσι «καθαρίζει» κατά το κοινώς λεγόμενο, ο δανειστής στο αίτημα του οφειλέτη να χαλαρώσει τους όρους εκτέλεσης της συμφωνίας καταβολής του χρέους ή και να διαφοροποιήσει το περιεχόμενό της με την απαλλαγή του ακόμα και από μέρος του, στην περίπτωση πραγματικής αδυναμίας πληρωμής του που είναι ανεξάρτητη από τη θέλησή του.
Η εν λόγω φράση, αποτυπώνει αρχή του δικαίου του διεθνούς αλλά και του εσωτερικού κάθε χώρας, η οποία ωστόσο κάμπτεται σε εξαιρετικές περιπτώσεις, όταν αυτό επιβάλλεται από τον ορθό λόγο. Έτσι στις νομοθεσίες όλων σχεδόν των χωρών γίνεται δεκτό ταυτόχρονα με το pacta sunt servanda ότι, αν η εκτέλεση της υποχρέωσης του οφειλέτη καθίσταται ιδιαίτερα επαχθής γι’ αυτόν και μπορεί να τον οδηγήσει σε ανεπανόρθωτη βλάβη, μπορεί να διαφοροποιηθεί το περιεχόμενο της συμφωνίας, προκειμένου να μην απολέσει κρίσιμα περιουσιακά και προσωπικά δικαιώματα, όπως επί παραδείγματι τους αναγκαίους πόρους για την επιβίωσή του ή την ελευθερία του. Τέτοια δικαιώματα είναι εγγυημένα από τα Συντάγματα όλων των δημοκρατικών κρατών στα οποία συγκαταλέγονται και τα κράτη των δανειστών μας και η απώλειά τους, έστω και πρόσκαιρη, συνιστά ανεπανόρθωτη βλάβη.
Στον Ελληνικό Αστικό Κώδικα το ζήτημα αυτό ρυθμίζεται με τη διάταξη του αρ. 288 που επιγράφεται «καλόπιστη εκπλήρωση της παροχής» και λέει κατά λέξη: «ο οφειλέτης έχει υποχρέωση να εκπληρώσει την παροχή όπως απαιτεί η καλή πίστη, αφού ληφθούν υπόψη και τα συναλλακτικά ήθη». Δεν μπορεί δηλαδή ο δανειστής να απαιτήσει από τον οφειλέτη την εκπλήρωση της υποχρέωσής του αν αυτό είναι αντίθετο με την καλή πίστη, όπως συμβαίνει όταν για την εκπλήρωση πρέπει να χάσει εγγυημένα από το Σύνταγμα δικαιώματά του.
Ο θεσμός αυτός είναι πολιτιστικό κεκτημένο και έρχεται απευθείας από το κοινωνικό συμβόλαιο του Επίκουρου και του Λοκ που βασίζεται στον ηθικό νόμο που εμπνεύστηκε και επέβαλε ο Σόλωνας, o οποίος πρώτος οριοθέτησε τα δικαιώματα του δανειστή και με τη σεισάχθειά του απαγόρευσε το να δανείζεται κανείς «επί σώμασι». Και κρατεί απαράλλακτα και στο διεθνές δίκαιο, στο οποίο έχει εισαχθεί και τυπικά με τα άρθρα 31, 61 και 62 της Σύμβασης της Βιέννης περί του Δικαίου των Συνθηκών του 1969, το πρώτο από τα οποία ορίζει ότι οι διεθνείς συνθήκες ερμηνεύονται καλόπιστα και τα άλλα ότι αυτές ερμηνεύονται και υπό το πρίσμα της επιγενόμενης αδυναμίας εκτέλεσης καθώς και της θεμελιώδους μεταβολής των περιστάσεων . Στις εν λόγω διατάξεις θεμελιώνεται στις μέρες μας η προτεραιότητα της επιβίωσης των καταχρεωμένων κρατών, στα οποία συγκαταλέγεται και το δικό μας, έναντι της εξυπηρετήσεως του χρέους. Και το πιο εκτεταμένο παράδειγμα ευεργετικής εφαρμογής του είναι η περίπτωση της Γερμανίας μετά το 2ο παγκόσμιο πόλεμο.
Για το λόγο αυτόν όταν λένε στον υπουργό μας για τις συμφωνίες του μνημονίου που υπογράψαμε με το πιστόλι στον κρόταφο το λατινικό pacta sunt servanda, ορθά αυτός δεν τους αρχίζει στα «γαλλικά» που αρμόζουν στην περίσταση καθώς πρέπει να τηρείται η λεκτική ευπρέπεια στις συνομιλίες, οφείλει όμως να τους απαντά ότι η φράση δεν πάει από μόνη της αλλά έχει και «ουρά», το rebus sic stantibus που πάει να πεί «εφόσον εξακολουθούν τα πράγματα να είναι ίδια».
[Δηλαδή οι συμφωνίες πρέπει να τηρούνται εφόσον εξακολουθούν τα πράγματα να είναι ίδια].
Αν αλλάξουν τα πράγματα και διακυβεύεται η επιβίωση και η ελευθερία ή ικανοποίηση δηλαδή φυσικών και αναγκαίων επιθυμιών των ανθρώπων, δεν προηγείται καθόλου η τήρηση των συμφωνημένων. Και αυτό ισχύει ιδιαίτερα αν η βλάβη του δανειστή από την χαλάρωση των όρων εκτέλεσης της συμφωνίας ή την περικοπή του χρέους δεν είναι επαχθής για τον ίδιο.
Αντώνης Μπιλίσης